Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

2)+(месяца)

  • 1 продержать

    ρ.σ.μ.
    1. κρατώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    полчаса он -ал ребнка на руках μισή ώρα αυτός κράτησε το παιδάκι στα χέρια•

    его -ли два месяца в больнице τον κράτησαν δυο μήνες στο νοσοκομείο.

    2. διατηρώ•

    она -ла письмо три месяца αυτή κράτησε το γράμμα τρεις μήνες.

    κρατιέμαι•

    несколько минут он -лся на одной руке μερικά λεπτά αυτός κρατήθηκε με το ένα χέρι•

    рота -лась до прибытия подкрепления ο λόχος κράτησε ώσπου να έρθει ενίσχυση.

    || διατηρούμαι•

    краска -лась ещё долго το χρώμα.κράτησε ακόμα πολύ (χρόνο).

    || παραμένω•

    корабль -лся на воде только час το καράβι παρέμεινε στην επιφάνεια μόνο μια ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > продержать

  • 2 день

    1. (часть суток) η ημέρα, выходной - η αργεία
    - открытия (напр. выставки) - έναρξης (π.χ. της έκθεσης)
    2. (сутки) το εικοσιτετράωρο 3. (число месяца) η ημερομηνία 4. (время, пора, период) о καιρός, η εποχή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > день

  • 3 число

    1. (выражение количества) о αριθμ/ός
    атомное - хим., физ. ατομικός -
    вещественное - см. действительное -
    двузначное - διττός -, διψήφιος -
    единственное - грам. ενικός -
    зарядовое - см. атомное -
    - квантовое азимутальное κβαντικός αζιμουθιακός -, δευτερεύων κβαντικός -
    квантовое, главное κύριος κβαντικός -
    круглое - ακέραιος -, φυσικός -
    массовое - (яд.физ.) μαζικός -
    - Маха - του Μαχ/Mach
    множественное грам. πληθυντικός -
    неделимое - αδιαίρετος -, πρώτος -
    - обращений допустимое (в электростатических запоминающих трубках) επιτρεπόμενος - στροφών
    смешанные - а συμμιγείς/μεικτοί - οί
    2. (день месяца) η ημερομηνία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > число

  • 4 под

    под I
    предлог Α. с вин. и твор. п.
    1. (при обозначении места) κάτω ἀπό, ὑπό, ἀποκάτω:
    \под водой κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· \под столом ἀποκάτω ἀπό τό τραπέζι, ὑπό τήν τράπεζαν спрятаться \под навес κρύβομαι κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο· \под тенью деревьев στον ίσκιο τῶν δένδρων, ὑπό τήν σκιάν τῶν δένδρων
    2. (при обозначении непосредственной близости-\подвозле, вблизи) κοντά, πλησίον, παρά:
    жить \под Москвой ζῶ κοντά στή Μόσχα, ζῶ πλησίον τῆς Μόσχας· поехать отдыхать \подКйев πηγαίνω γιά ἀνάπαυση κοντά στό Κίεβο· \под Афинами κοντά στήν 'Αθήνα·
    3. перен κάτω ἀπό, ὑπό:
    \под командой ὑπό τήν διοίκησιν \под знаменем Ленина κάτω ἀπό τήν σημασία τοῦ Λένιν \под ружьем ὑπό τά ὀπλα· \под огнем ὑπό τό πῦρ· \под арестом ὑπό κράτησιν отдать \под суд παραπέμπω στό δικαστήριο· \под чыо-л. ответственность ὑπ' εὐθύνην κάποιου· Б. с вин. п.
    1. (при обозначении времени \под непосредственно перед) προς, κατά / τήν παραμονή[ν] (накануне):
    \под вечер τό δειλινό· \под утро τά χαράματα· \под конец дня προς τό τέλος τῆς ήμέρας· \под конец месяца προς τό τέλος (τά τέλη) τοῦ μηνός· \под Новый год στίς παραμονές τής πρωτοχρονιάς, στίς παραμονές τοῦ Νέου ἐτους·
    2. (в сопровождении) ὑπό, μέ:
    \под аккомпанемент μέ συνοδεία, μέ τό ἀκομπανιαμέντο· \под диктовку καθ' ὑπαγόρευση··
    3. (наподобие) κατ' ἀπομίμησιν:
    это сделано \под мрамор εἶναι καμωμένο κατ' ἀπομίμησιν τοῦ μαρμάρου, εἶναι καμωμένο σάν μάρμαρο·
    4. (при указании на назначение предмета \под для) διά, γιά:
    помещение \под контору (школу) οίκημα γιά γραφείο (γιά σχολείο)· В. с твор. п. (при указании причины \под в результате) ὑπό, κάτω ἀπό:
    \под действием тепла ὑπό τήν ἐπίδρασιν τής θερμότητος· ◊ ему́ \под сорок κοντεύει τά σαράντα· быть \под вопросом εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο[ν]· под носом у кого́-л. μπροστά στήν μύτη κάποιου· \под видом, \под предлогом ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση· под руку (идти) ἀγκαζέ.
    под II
    м (печи) ὁ πάτος τής σόμπας.

    Русско-новогреческий словарь > под

  • 5 протянуть

    протяну́ть
    сов
    1. см. протягивать·
    2. (о больном) разг ἀντέχω:
    он не протянет больше месяца δέν θά ἀντέξει περισσότερο ἀπό Ενα μήνα· ◊ \протянуть но́ги τινάζω 64 τά πέταλα, τα τινάζω· по одежке протягивай но́жки поел. ἄπλωνε τόν πόδα σου (или τά πόδια σου) κατά τό πάπλωμα σου.

    Русско-новогреческий словарь > протянуть

  • 6 текущий

    теку́щ||ий
    1. прич. от течь·
    2. прил перен (настоящий) παρών, τρεχούμενος, τρέχων, ἐνεστώς:
    \текущийие дела τά τρέχοντα ζητήματα· двадцать второе число́ \текущийего месяца στίς είκοσιδύο τρέχοντος· в \текущийем году́ τό τρέχον ἔτος, ἐφέτος· \текущий момент ἡ σημερινή κατάσταση· \текущий ремонт ἡ μικρο-επισκευή· ◊ \текущий счет ὁ τρεχούμενος λογαριασμός.

    Русско-новогреческий словарь > текущий

  • 7 течение

    течени||е
    с
    1. (действие) ἡ ροή, ἡ πορεία:
    \течение мыслей ἡ ροή (или πορεία) τῶν-σκέψεων \течение болезни ἡ πορεία τής ἀρρώστιας·
    2. (ток, струя) τό ρέμα, τό ρεδ-μα, ὁ ροῦς:
    морское \течение τό θαλασσινό ρεῦμα· возду́шное \течение τό ρεδμα τοῦ ἀέρος· быстрое \течение τό δυνατό ρεδμα· плыть по \течениею прям., перен ἀκολουθώ τό ρεδμα· идти́ против \течениея прям., перен πηγαίνω ἐνάντια στό ρεδμα· вверх по \течениею ἀνάρ-ρεμα τοῦ ποταμοὔ· вниз по \течениею μέ τό ρεδμα τοῦ ποταμοῦ·
    3. перен (направление) τό ρεύμα; \течение в нау́ке ἐπιστημονικό ρεῦμα· ◊ в \течение ἐπί, στή διάρκεια, διαρ-κοῦντος, κατά τή διάρκεια· в \течение дня στή διάρκεια τής ήμέρας, ἐντός τής ἡμέ-ρας· в \течение месяца μέσα σ' ἐναν μήνα· с \течениеем времени μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, μέ τόν καιρό· в \течение трех часов μέσα σέ τρεις ὠρες· в \течение всей беседы... σ' ὅλη τή διάρκεια τής συζήτησης...

    Русско-новогреческий словарь > течение

  • 8 конец

    -нца α.
    1. τέλος, τέρμα, πέρας•

    месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•

    -песни τέλος του τραγουδιού•

    без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•

    при - жизни προς το τέλος της ζωής•

    доводить до -а φέρω σε πέρας•

    от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•

    -нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.

    2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•

    пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.

    3. θάνατος•

    тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.

    4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.
    5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.
    6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.
    εκφρ.
    до -а – ως το τέλος•
    под -ом – προς το τέλος•
    из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•
    во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•
    в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•
    на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•
    со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•
    в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•
    нет -а – δεν υπάρχει τέλος•
    -а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•
    - ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•
    - ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•
    пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•
    положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•
    сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•
    едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•
    хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•
    и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε.

    Большой русско-греческий словарь > конец

  • 9 приноровить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приноровленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    προσαρμόζω, συνταιριάζω κανονίζω•

    приноровить свой характер к обстоятельствам προσαρμόζω το χαρακτήρα μου προς τις περιστάσεις•

    приноровить свой отъезд к концу месяца κανονίζω (προγραμματίζω) την αναχώρηση μου στο τέλος του μήνα.

    προσαρμόζομαι•

    приноровить к чьему-н. характеру προσαρμόζομαι προς το χαρακτήρα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > приноровить

  • 10 пропоить

    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) ξοδεύω για κρασί (για κάποιον)•

    я -ил его десять рублей εγώ τον πότισα δέκα ρούβλια,.

    2. βυζαίνω, αφήνω να-πιει•

    пропоить телнка молоком три месяца αφήνω το μοσχαράκι να πιει γάλα τρεις μήνες.

    Большой русско-греческий словарь > пропоить

  • 11 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 12 серп

    α.
    δρεπάνι•

    серп и молот σφυρί και δρεπάνι (σφυροδρέπανο).

    εκφρ.
    серп луны ή месяца ή лунный серп – ο μηνίσκος της σελήνης, το μισοφέγγαρο, η ημισέληνος.

    Большой русско-греческий словарь > серп

  • 13 срок

    -а (-у) α. η προθεσμία, διορία• όριο χρονικό• χρονικό διάστημα•

    месячный -μηνιαία προθεσμία•

    срок службы в армии η στρατιωτική θητεία•

    продлить срок на три месяца παρατείνω την προθεσμία για τρεις μήνες•

    в, к -у μέσα στην προθεσμία•

    я вам даю три дня -у σας δίνω τρεις μέρες προθεσμία (διορία)•

    короткий срок σύντομο χρονικό διάστημα•

    в кратчайший срок στο συντομότατο χρονικό διάστημα.

    εκφρ.
    без -а – χωρίς προθεσμία, απρόθεσμα•
    на срок – με προθεσμία•
    дай, дайте срок – περίμενε, περιμένετε λιγάκι.

    Большой русско-греческий словарь > срок

  • 14 тридцатый

    (αριθμητικό τακτικό)• τριακοστός•

    тридцатый километр τριακοστό χιλιόμετρο•

    -ые годы η τέταρτη δεκαετία (30-39)• -ое марта η τριάντα του Μάρτη• - год τριακοστό έτος (ηλικίας)•

    -ое число месяца η τριακοστή ημερομηνία.

    Большой русско-греческий словарь > тридцатый

См. также в других словарях:

  • месяца́ми — месяцами, нареч …   Русское словесное ударение

  • месяца́ми — нареч. 1. Несколько месяцев подряд. Сам день и ночь мотаешься по району, домой месяцами не заглядываешь… хочешь, чтобы и Семен так жил? Бабаевский, Кавалер Золотой Звезды. 2. прост. В некоторые месяцы …   Малый академический словарь

  • Месяца — Месячные …   Словарь криминального и полукриминального мира

  • Тренер месяца английской Премьер-лиги — Алекс Фергюсон  26 кратный обладатель награды Тренер месяца английской Премьер лиги (англ. Manager of the Month award)  награда лучшему тренеру …   Википедия

  • Игрок месяца английской Премьер-лиги — Стивен Джеррард пять раз признавался игроком месяца (совместный рекорд с Уэйном Руни) Игрок месяца английской Премьер лиги (англ. Player of the Month award) награда лучш …   Википедия

  • 4 месяца — 4 месяца, 3 недели и 2 дня 4 месяца, 3 недели и 2 дня 4 luni, 3 săptămâni şi 2 zile Жанр …   Википедия

  • 4 месяца, 3 недели и 2 дня — 4 luni, 3 săptămâni şi 2 zile …   Википедия

  • Благословение месяца — (Биркат hа ходеш)    В последнюю субботу уходящего месяца в синагоге после чтения Торы благословляют грядущий месяц и объявляют день начала нового месяца. Определение первого дня месяца, или освящение месяца, было одной из важных функций… …   Энциклопедия иудаизма

  • Лучший футболист месяца чемпионата России по футболу — Эта статья предлагается к удалению. Пояснение причин и соответствующее обсуждение вы можете найти на странице Википедия:К удалению/17 ноября 2012. Пока процесс обсуждени …   Википедия

  • Игрок месяца АПЛ — Игрок месяца английской Премьер лиги (англ. Player of the Month award) награда лучшему футболисту Премьер лиги, вручаемая по итогам каждого месяца в течение игрового сезона. Победитель предыдущего месяца определяется в первую неделю следующего… …   Википедия

  • Тренер месяца Чемпионата Футбольной лиги Англии — Билли Дэвис завоёвывал награду пять раз. Тренер месяца Чемпионата Футбольной лиги Англии (англ. Football League Championship Manager of the Month)  …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»