Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

1)+το+καλό+2)+(

  • 21 добрый

    добр||ый
    прил καλός, ἀγαθός:
    \добрыйые люди οἱ καλοί ἀνθρωποι· \добрый человек ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος· вы слишком \добрыйы ко мие μεγάλη ἡ καλωσύνη σας· ◊ \добрый малый καλός ἄνθρωπος, καλό παιδί, λεβεν-τόπαιδο· \добрыйое имя τό καλό ὀνομα, ἡ καλή φήμη· в \добрый час! ἡ ῶρα ἡ καλή! \добрыйое у́тро!, \добрый день! καλημέρα!· \добрый вечер! καλησπέρα (σας)!· \добрыйой но́чи! καληνύχτα!· всего́ \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή τύχη!· будьте \добрыйы! εὐαρε-στηθήτε νά!, ἐχετε τήν καλωσύνη νά!· \добрыйых три часа ὁλόκληρες τρεϊς ὠρες· чего́ \добрыйого он уедет μπορεί καί νά φύγει· \добрыйая половина τό μισό· по \добрыйой во́ле. εθελοντικά, ἐκούσια· люди \добрыйой воли οἱ ἄνθρωποι καλής θέλησης.

    Русско-новогреческий словарь > добрый

  • 22 мир

    мир I
    χ |. (вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν:
    весь \мир τό σύμπαν· со всего \мира ἀπ' ὀλο τόν κόσμο, ἀπ' ὀλη τήν οἰκου-μένη·
    2. (среда) ὁ κόσμος:
    животный \мир ὁ ζωΙκός κόσμος, τά ζῶα· растительный \мир τά φυτά· звездный \мир τά ἄστρα· окружающий \мир τό περιβάλλον вну́трен-ний \мир человека ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρωπου· ◊ пойти по \миру разг καταντώ στήν ψάθα, γίνομαι ζητιάνος· пустить по́ \миру разг καταντώ κάποιον στήν ψάθα, καταντώ κάποιον διακονιάρη· не от \мира сего βρίσκομαι στά σύννεφα.
    мир II
    м (спокойствие) ἡ είρήνη:
    жить в \мире ζοϋμε ἀγαπημένα· борьба за \мир ὁ ἀγώνας (или ἡ πάλη) γιά τήν είρήνη· движение сторонников \мира τό κίνημα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐΙρήνης· международная Ленинская премия \мира τό διεθνές βραβείο Λένιν γιά τήν είρήνη· Всемирный Совет \мира τό Παγκόσμιο Συμβούλιο είρήνης· сепаратный \мир ἡ χωριστή εἰρήνη· заключить \мир συνάπτω είρήνη[ν]· ◊ отпустить с \миром στέλνω στό κάλο, ἀφήνω νά φύγει μέ τό καλό.

    Русско-новогреческий словарь > мир

  • 23 подобру-поздорову

    подобру-поздорову
    нареч разг μέ τό καλό, οἰκειοθελώς:
    уходи́ \подобру-поздорову πήγαινε μέ τό καλό.

    Русско-новогреческий словарь > подобру-поздорову

  • 24 хороший

    хорош||ий
    прил καλός:
    \хороший голос ἡ καλή φωνή· \хорошийая погода ὁ καλός καιρός· \хороший человек ὁ καλός ἄνθρωπος· все это \хорошийό, но... ὅλα αὐτά καλά ἀλλά....· как она \хорошийа (собой)! τί ὅμορφη πού εἶναι!· ◊ \хорошийό знакомый ὁ πολύ γνωστός· πο· \хорошийему μέ τό κοιλό· желаю вам всего́ \хорошийего! χαίρετε!, στό καλό!· \хорошийее дело! ирон. ὠραΐα δουλειά· ну и хорош! ирон. καλός κι αὐτός!· что \хорошийего? τί καλά νέα ἔχουμε;· ничего́ \хорошийего τίποτα τό καλό· \хорошийего понемногу ἀνάργια ἀνάργια τό φιλί νἄχει καί νοστιμάδα· мы с ним очень \хорошийи́ ἔχουμε μ' αὐτόν πολύ καλές σχέσεις, τά ἔχουμε πολύ καλά.

    Русско-новогреческий словарь > хороший

  • 25 впрок

    επίρ.
    1. για εφεδρεία, ρεζέρβα.
    2. για όφελος, προς όφελος, για καλό•

    это тебе -пойдет αυτό θα είναι για καλό δικό σου.

    Большой русско-греческий словарь > впрок

  • 26 добром

    επίρ.
    με το καλό, εθελοντικά•

    лучше -отдайте, а то хуже будет καλύτερα δόστε με το καλό, αλλιώτικα θα σου βγει σε κακό.

    Большой русско-греческий словарь > добром

  • 27 желать

    ρ.δ.
    1. μ., επιθυμώ, θέλω•

    желать познакомиться θέλω να γνωριστούμε•

    родители не -ют этого брака οι γονείς δεν τον θέλουν αυτόν τον γάμο.

    || ποθώ, έχω καημό" желать его видеть ποθώ να τον ιδώ. || εύχομαι•

    желать доброго пути εύχομαι καλό ταξίδι•

    желать вам здоровье и счастье σας εύχομαι υγεία και ευτυχία•

    -ю вам успехов σας εύχομαι (καλές) επιτυχίες•

    - вам всего хорошего (ή доброго) σας εύχομαι ό,τι καλό.

    2. αγαπώ•

    я ее -ю εγώ την θέλω.

    εκφρ.
    оставляет желать многого (ή лучшего) – έχει ακόμα ελλείψεις.
    απρόσ. θέλω.

    Большой русско-греческий словарь > желать

  • 28 здорово

    здо/ рово 1
    επίρ. (απλ.)
    1. πολύ• γερά, δυνατά•

    они вчера здорово выпили αυτοί χτες ήπιαν πολύ•

    мы здорово проголодали εμείς πεινάσαμε πολύ.

    2. καλά, έντεχνα• επιτήδεια•

    здорово сделано είναι καλοφτιαγμένο.

    здоро/во 2
    επίφ. (απλ.) γεια σου (σας)•

    здорово земляк γεια σου πατριώτη•

    здорово ребята γεια σας παιδιά.

    εκφρ.
    здорово жившь (живте)! – (απλ.) γεια σου (σας)! (за) здорово жившь (απλ.) χωρίς καμιά αιτία, χωρίς τίποτε, στα καλά καθούμενα.
    здоро/во 3
    επίρ.
    υγιώς. || ως κατηγ. είναι καλό για την υγεία•

    это для вас здорово αυτό είναι ωφέλιμο για την υγεία σας•

    детям здорово спать на воздух για τα παιδιά είναι καλό το να. κοιμούνται στο ύπαιθρο.

    Большой русско-греческий словарь > здорово

  • 29 здоровый

    επ., βρ: -ров, -а, -о
    1. υγιής, γερός• ζωηρός•

    здоровый организм γερός οργανισμός•

    -вид ζωηρή όψη•

    в -ом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί).

    || μτφ. σωστός, λογικός, ορθός•

    -ая политика σωστή πολιτική•

    -ая критика σωστή κριτική•

    -ая идея σωστή ιδέα (σκέψη).

    2. υγιεινός•

    здоровый ая пища υγιεινή τροφή•

    здоровый воздух καθαρός αέρας.

    3. ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.
    4. (με σημ, κατηγ.) ακούραστος• επιτήδειος, ικανός.
    5. (απλ.) δυνατός, ισχυρός.
    εκφρ.
    будь -ов! – α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! β) (μετά από φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρόποση) στην υγειά σας! βίβα!•
    по добру по –ву – ε το καλό•
    убирайтесь по добру по здоровый ву – φύγετε απ εδώ με το καλό.

    Большой русско-греческий словарь > здоровый

  • 30 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 31 нехорошо

    επίρ•. όχι καλά, κακώς, άσχημα•

    здесь пахнет нехорошо εδώ μυρίζει άσχημα•, чувствовать себя нехорошо αισθάνομαι άσχημα.

    || ως κατηγ. δεν είναι καλό• είναι κακό, άσχημο•

    нехорошо так поступать δεν είναι καλό να πράττεις έτσι.

    Большой русско-греческий словарь > нехорошо

  • 32 отблагодарить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отблагодаренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ευχαριστώ κάποιον (για κάτι καλό που μου έκανε)•

    -ил его и ушл τον ευχαρίστησε και έφυγε.

    2. δωρίζω κάτι (για καλό που μου έκανε), αντιδωρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отблагодарить

  • 33 по-хорошему

    επίρ.
    με καλό τρόπο, με το καλό.

    Большой русско-греческий словарь > по-хорошему

  • 34 привести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. - привл
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. приведя
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• οδηγώ, φέρω πηγαίνω•

    ребнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι•

    побежи привестиди врача τρέξε, φέρε το γιατρό•

    обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ•

    привести к мысли οδηγώ στη σκέψη•

    -к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συμπέρασμα•

    привести в затруднение φέρω σε δυσκολία•

    привести в отчаяние φέρω σε απελπισία•

    привести в замешательство φέρω σε σύγχυση.

    2. βάζω, θέτω•

    привести в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση.

    3. (με την πρόθεση «В» σε συνδυασμόμε μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα από τη σημ. του ουσ.)•

    привести в готовность ετοιμάζω•

    привести в исполнение εκτελώ•

    привести в порядок τακτοποιώ•

    привести в негодность αχρηστεύω.

    || (μαθ.) τρέπω•

    привести к общему знаменателю τρέπω ετερώνυμσ. (κλάσματα) σε ομώνυμα.

    4.(με την πρόθ.«К») οδηγώ προς•

    привести к гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)•

    привести к поражению οδηγώ στην ήττα.

    5. παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω•

    привести пример φέρω παράδειγμα•

    привести аргументы φέρω επιχειρήματα•

    он -л слова известного учёного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστήμονα.

    εκφρ.
    привести в себя: – α) συνεφέρνω (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρότερη κατάσταση•
    привести к порядку – кого επαναφέρω στην τάξη κάποιον•
    не -ди Бог (господи, господь) – να μη δόσει ο Θεός, ο Κύριος•
    -дёт Бог (господь); -дёт судьба (случай) – θα το φέρει ο Θεός, ο Κύριος θα το φέρει η τύχη, η περίσταση•
    не -дёт к добру – δε θα οδηγήσει σε καλό•
    ни -дёт ни к чему хорошему – δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό.
    απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη.

    Большой русско-греческий словарь > привести

  • 35 тактичный

    επ.
    με τακτ, με καλό τρόπο•

    -ое замечание παρατήρηση με καλό τρόπο•

    тактичный человек άνθρωπος με τακτ.

    Большой русско-греческий словарь > тактичный

  • 36 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 37 породистость

    η (καλή) ράτσα, το καλό γένος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > породистость

  • 38 породистый

    (о домашних животных) από (καλή) ράτσα, από καλό σόι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > породистый

  • 39 ключица

    ключица ж το κλειδοκό καλό
    * * *
    ж
    το κλειδοκόκαλο

    Русско-греческий словарь > ключица

  • 40 отопление

    отопление с η θέρμανση* центральное (паровое) \отопление η κεντρική θέρμανση, το καλό' ριφέρ
    * * *
    с
    η θέρμανση

    центра́льное (парово́е) отопле́ние — η κεντρική θέρμανση, το καλόριφέρ

    Русско-греческий словарь > отопление

См. также в других словарях:

  • καλο(ε)ξετάζω — καλο(ε)ξετάζω, καλο(ε)ξέτασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: καλο(ε)ξετάζω : σπάνια η παθητική φωνή …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Καλό, Ζακ — (JacquesCallot, Νανσί 1592 – 1635). Γάλλος χαράκτης. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ήταν ακόμα παιδί, εγκατέλειψε τη χώρα του και ακολούθησε ένα καραβάνι τσιγγάνων για να φτάσει στη Ρώμη. Το σίγουρο είναι ότι έζησε στη Ρώμη μεταξύ 1609 και 1611… …   Dictionary of Greek

  • Κάλο, Φρίντα — (Frida Kahlo, 1907 – 1954). Μεξικανή ζωγράφος. Σε ηλικία 18 ετών υπήρξε θύμα τροχαίου δυστυχήματος, το οποίο της δημιούργησε σοβαρότατα προβλήματα υγείας για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της. Εκείνη την εποχή άρχισε και να ζωγραφίζει. Το 1929… …   Dictionary of Greek

  • Καλό Χωριό — Sp Kalò Chòrijas Ap Καλό Χωριό/Kalo Chorio L Graikija (Kreta) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • καλό(ν) — το βλ. καλός …   Dictionary of Greek

  • Καλό Λιβάδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 10 κάτ.) της Κύθνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύθνου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Καλό Λιμάνι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 33 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλονής του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • Καλό Νερό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 326 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 27 χλμ. Ν της πόλης της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικαίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 40 μ., 57 κάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • Καλό Παιδί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 158 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 33 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας …   Dictionary of Greek

  • Καλό Χωριό — Ονομασία τεσσάρων οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 320 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Καλό Νερό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλώνα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»