Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(τινα

  • 1 тина

    [τίνα] ουσ. θ. ιλύς*

    Русско-греческий новый словарь > тина

  • 2 тина

    [τίνα] ουσ θ ιλύς*

    Русско-эллинский словарь > тина

  • 3 скарлатина

    скарлати́н||а
    ж ἡ ὁστρακιά, ἡ σκαρλα-τίνα:
    больной \скарлатинаой ἄρρωστος μέ σκαρλα-τίνα.

    Русско-новогреческий словарь > скарлатина

  • 4 образ

    образ I
    м
    1. (облик, вид) ἡ εἰκό-να [-ών], ἡ μορφή·
    2. (характер, склад) ὁ τρόπος:
    \образ жизни ὁ τρόπος ζωής, ὁ τρόπος του ζήν \образ мыслей ὁ τρόπος τής σκέψης·
    3. (способ) ὁ τρόπος:
    некоторым \образом τρόπον τινά, κατά κάποιο τρόπο· главным \образом κυρίως, πρό παντός, κατ' ἐξοχήν равным \образом κατά τόν ίδιο τρόπο· каким \образом? μέ ποιό τρόπο;, μέ τί τρόπο;· никоим \образом μέ κανένα τρόπο, κατ' ού-δένα τρόπο· таким \образом ἐτσι, κατ' αὐτό τόν τρόπο·
    4. лит., иск. ἡ είκόνα [-ών], ἡ παράσταση [-ις]:
    мыслить \образами σκέπτομαι παραστατικἄ художественный \образ ἡ καλλιτεχνική είκόνά ◊ обстоятельство \образа действия грам. ὁ τροπικός προσδιορισμός· по \образу и подобию (чьему-л.) κατ· είκόνα καί ὁμοίωση.
    образ II
    м церк. ἡ είκόνα [-ών], τό εἰκόνισμα.

    Русско-новогреческий словарь > образ

  • 5 род

    род
    м
    1. ἡ φυλή, τό γένος:
    старейшина \рода ὁ ἀρχηγός τής φυλής, ὁ ἀρχηγός τοῦ γένους·
    2. (ряд поколений) ἡ γενεά, ἡ γενιά, τό σόι; из \рода в \род ἀπό γενεάς είς γενεάν
    3. биол. τό γένος:
    человеческий \род τό ἀνθρώπινο γένος·
    4. (сорт, вид) τό είδος:
    всякого \рода λογής λογής, κάθε είδους, παντός είδους· \род войск τό ὅπλο[ν]·
    5. грам. τό γένος:
    мужской \род τό ἀρσενικό[ν] γένος· женский \род τό θηλυκό[ν] γένος· средний \род τό ούδέτερο[ν] γένος· ◊ в некотором \роде σάν νά λέμε, τρόπον τινά· в своем \роде στό είδος του· что-то в этом \роде περίπου ἐτσι, κάπως ἐτστ такого \рода τέτοιου είδους· пяти лет от роду εἶναι πέντε χρονών откуда ты \родом? ἀπα ποῦ κατάγεσαι;· ему́ на роду́ было написано... αὐτός ἐκ γενετής...

    Русско-новогреческий словарь > род

См. также в других словарях:

  • τινά — τινα , τις any one masc/fem acc sg τινα , τις any one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίνα — τίς masc/fem acc sg τίς neut nom/voc/acc pl τινα , τις any one masc/fem acc sg τινα , τις any one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίνα — ἡ, Α βυτίο οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tina «χύτρα οίνου»] …   Dictionary of Greek

  • τινα — τις any one masc/fem acc sg τις any one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπαρ(ν)τίνα, η — και γκαμπαρ(ν)τίνα, η (λ. γαλλ.) 1. μάλλινο ύφασμα χωρίς χνούδι, που είναι σχεδόν αδιάβροχο. 2. πανωφόρι που κατασκευάζεται από τέτοιο ύφασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιν' — τινᾰ , τις any one masc/fem acc sg τινᾰ , τις any one neut nom/voc/acc pl τινῐ , τις any one dat sg τινε , τις any one nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • NOVEMVIRI — apud Athenienses fuêre inter praecipuos eorum Magistratus, qui annuô Imperiô defungebantur sic: ut unusillorum Archon diceretur Fastosque signaret, alter Rex, tertius Polemarchus, reliqui sex Thesmothetae, teste Polluce l. 8. c. 9. Quos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • πελάζω — ΝΑ παροιμ. φρ. «ὅμοιος ὁμοίῶ ἀεὶ πελάζει» ο άνθρωπος αρέσκεται εκ φύσεως να συναναστρέφεται με τους ομοίους του (η φράση από το πλατωνικό «ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», Συμπ. 195 Β) αρχ. 1. έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, πλησιάζω («ἐντὸς γὰρ πολλοῡ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»