-
1 ραδιουργός
-
2 ῥᾳδιουργός
-
3 ραδιουργος
I21) бессовестный, бесчестный2) культ. нечистый, негодныйIIὅ мошенник, негодяй, плут Polyb., Plut. -
4 ραδιούργος
ο, η, ραδιούργα η, ραδιουργός ο, η интриган, -ка; склочни|к, -ца (разг) -
5 ραδιούργος
[радиургос] ουσ. а. склочник, интриган,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ραδιούργος
-
6 ραδιούργος
[радиургос] ουσ α склочник, интриган. -
7 ῥᾳδιουργός
ῥᾳδιουργ-ός, όν, prop.A doing things easily, only in bad sense, unscrupulous, reckless,ῥ. εἶναι ἐν τοῖς λόγοις καὶ ἐν τοῖς ἔργοις Arist.VV 1251a20
: as Subst., knave, rogue, Plb.4.29.4, Supp.Epigr.2.292.9 (Delph., i B.C.), Plu.2.602a, Arr.Epict.3.22.93; esp. for πλαστογράφος, forger, Hsch., Phot., Suid.2 of things, opp. ἁγνός, impure,θυσίαι -ότεραι X.Smp. 8.9
: Adv. [comp] Comp. - ότερον in this sense, Arr.An.2.5.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥᾳδιουργός
-
8 ραδιουργότερον
ῥᾳδιουργόςdoing things easily: adverbial compῥᾳδιουργόςdoing things easily: masc acc comp sgῥᾳδιουργόςdoing things easily: neut nom /voc /acc comp sg -
9 ῥᾳδιουργότερον
ῥᾳδιουργόςdoing things easily: adverbial compῥᾳδιουργόςdoing things easily: masc acc comp sgῥᾳδιουργόςdoing things easily: neut nom /voc /acc comp sg -
10 ραδιουργόν
ῥᾳδιουργόςdoing things easily: masc /fem acc sgῥᾳδιουργόςdoing things easily: neut nom /voc /acc sg -
11 ῥᾳδιουργόν
ῥᾳδιουργόςdoing things easily: masc /fem acc sgῥᾳδιουργόςdoing things easily: neut nom /voc /acc sg -
12 интриган
интри́г||а́нм ὁ ραδιοῦργος, ὁ μηχανορράφος. -
13 склочник
склочникм разг ὁ ραδιοῦργος, τό ζιζάνιο. -
14 ραδιουργοίς
ῥᾳδιουργέωdo things with ease: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)ῥᾳδιουργόςdoing things easily: masc /fem /neut dat pl -
15 ῥᾳδιουργοῖς
ῥᾳδιουργέωdo things with ease: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)ῥᾳδιουργόςdoing things easily: masc /fem /neut dat pl -
16 ραδιουργοί
-
17 ῥᾳδιουργοί
-
18 ραδιουργούς
-
19 ῥᾳδιουργούς
-
20 ραδιουργώ
См. также в других словарях:
ῥᾳδιουργός — doing things easily masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραδιούργος — α, ο / ῥᾳδιουργός, όν, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ραδιουργεί, δολοπλόκος, μηχανορράφος νεοελλ. (για ηθοποιό) αυτός που έχει ειδικευθεί στην απόδοση ρόλων μοχθηρών και ύπουλων προσώπων αρχ. 1. αυτός που κάνει κάτι με ευκολία, χωρίς να… … Dictionary of Greek
ραδιούργος — α, ο 1. μηχανορράφος, δολοπλόκος: Οι συντοπίτες του τονήξεραν για άνθρωπο μοχθηρό και ραδιούργο. 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ., ραδιούργος, ο και ραδιούργα,η άνθρωπος που κλίνει στη ραδιουργία, διαβολέας, ιντριγκάντης: Τον είδες το ραδιούργο που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥᾳδιουργότερον — ῥᾳδιουργός doing things easily adverbial comp ῥᾳδιουργός doing things easily masc acc comp sg ῥᾳδιουργός doing things easily neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργόν — ῥᾳδιουργός doing things easily masc/fem acc sg ῥᾳδιουργός doing things easily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργοί — ῥᾳδιουργός doing things easily masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργούς — ῥᾳδιουργός doing things easily masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργέ — ῥᾳδιουργός doing things easily masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργῷ — ῥᾳδιουργός doing things easily masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργότατος — ῥᾳδιουργός doing things easily masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργότεραι — ῥᾳδιουργός doing things easily fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)