-
81 ἱεροῖσιν
ἱερόνneut dat pl (epic ionic aeolic)ἱερόςfilled with: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἱερόςfilled with: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἱερόωconsecrate: pres part act masc /neut dat pl (doric aeolic)ἱερόωconsecrate: pres subj act 3rd sg (epic)ἱερόωconsecrate: pres ind act 3rd pl (aeolic) -
82 ιερού
ἱ̱εροῦ, ἱεράομαιto be a priest: imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)ἱεράομαιto be a priest: pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)ἱερόνneut gen sgἱερόςfilled with: masc /neut gen sgἱερόςfilled with: masc /fem /neut gen sgἱ̱εροῦ, ἱερόωconsecrate: imperf ind mp 2nd sgἱερόωconsecrate: pres imperat mp 2nd sgἱερόωconsecrate: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
83 ἱεροῦ
ἱ̱εροῦ, ἱεράομαιto be a priest: imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)ἱεράομαιto be a priest: pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)ἱερόνneut gen sgἱερόςfilled with: masc /neut gen sgἱερόςfilled with: masc /fem /neut gen sgἱ̱εροῦ, ἱερόωconsecrate: imperf ind mp 2nd sgἱερόωconsecrate: pres imperat mp 2nd sgἱερόωconsecrate: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
84 ιεροί
ἱερόςfilled with: masc nom /voc plἱερόςfilled with: masc /fem nom /voc plἱερόωconsecrate: pres subj mp 2nd sgἱερόωconsecrate: pres ind mp 2nd sgἱερόωconsecrate: pres subj act 3rd sg -
85 ἱεροί
ἱερόςfilled with: masc nom /voc plἱερόςfilled with: masc /fem nom /voc plἱερόωconsecrate: pres subj mp 2nd sgἱερόωconsecrate: pres ind mp 2nd sgἱερόωconsecrate: pres subj act 3rd sg -
86 ιερούς
-
87 ἱερούς
-
88 ιερωτάταις
-
89 ἱερωτάταις
-
90 ιερωτάτην
ἱερόςfilled with: fem acc superl sg (attic epic ionic)ἱερόςfilled with: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
91 ἱερωτάτην
ἱερόςfilled with: fem acc superl sg (attic epic ionic)ἱερόςfilled with: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
92 ιερωτάτης
ἱερόςfilled with: fem gen superl sg (attic epic ionic)ἱερόςfilled with: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
93 ἱερωτάτης
ἱερόςfilled with: fem gen superl sg (attic epic ionic)ἱερόςfilled with: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
94 ιερωτάτοις
-
95 ἱερωτάτοις
-
96 ιερωτάτου
-
97 ἱερωτάτου
-
98 ιερωτάτους
-
99 ἱερωτάτους
-
100 ιερωτάτω
См. также в других словарях:
ἱερός — filled with masc nom sg ἱερός filled with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek
ιερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει θεϊκή προέλευση ή αναφέρεται γενικά στη θρησκεία, άγιος: Ιερά μυστήρια. – Ιερός ναός. – Ιερό Ευαγγέλιο. – Ιερά σκεύη. – «Ιερά Σύνοδος της ιεραρχίας της Ελλάδας» (ανώτερη αρχή της αυτοκέφαλης εκκλησίας της Ελλάδας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιερός γάμος — Συμβολική ένωση στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Επρόκειτο για ενώσεις κάποιας μεγάλης θεάς με δευτερεύοντα θεό ή θνητό, που συμβόλιζαν την ανοιξιάτικη γέννηση της φύσης. Ο χειμώνας και η παρακμή συμβολίζονταν με τον (συνήθως βίαιο) θάνατο του… … Dictionary of Greek
Ιερός Λόχος — I Λόχος 300 Θηβαίων οπλιτών, που χαρακτηρίζονταν για την πειθαρχία τους. Ιδρυτές του ήταν ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίας. Το 371 π.Χ. ο Ι.Λ. υπό την ηγεσία του Θηβαίου στρατηγού Πελοπίδα πολέμησε και νίκησε τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους… … Dictionary of Greek
Ιερός Πόλεμος — Ονομασία τεσσάρων πολέμων στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, οι οποίοι είχαν επίκεντρο και αφορμή τους Δελφούς. 1. Α’ Ι.Π. (600 π.Χ.). Πόλεμος της Αμφικτιονίας των Θερμοπυλών εναντίον της Κρίσσας για την ανεξαρτησία των Δελφών. Η Κρίσσα νικήθηκε… … Dictionary of Greek
ἱερώτερον — ἱερός filled with adverbial comp ἱερός filled with masc acc comp sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc comp sg ἱερός filled with masc acc comp sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc comp sg ἱερός filled with adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερωτάτων — ἱερός filled with fem gen superl pl ἱερός filled with masc/neut gen superl pl ἱερός filled with fem gen superl pl ἱερός filled with masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερωτέρων — ἱερός filled with fem gen comp pl ἱερός filled with masc/neut gen comp pl ἱερός filled with fem gen comp pl ἱερός filled with masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερώτατα — ἱερός filled with adverbial superl ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl pl ἱερός filled with adverbial superl ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερώτατον — ἱερός filled with masc acc superl sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl sg ἱερός filled with masc acc superl sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)