Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὅταν

  • 81 упоминание

    упоминани||е
    с ἡ μνεία, ἡ ὑπόμνηση[-ις]:
    при \упоминаниеи οταν κάνω μνεία[ν], ὀταν γίνεται λόγος.

    Русско-новогреческий словарь > упоминание

  • 82 εκτός

    επίρρ.
    1) β рази. знач вне; за пределами;

    εκτός της οικίας — вне дома;

    εκτός της πόλεως — вне города;

    εκτός συναγωνισμού — вне конкуренции;

    εκτός κινδύνου — вне опасности;

    εκτός βολής — вне досягаемости;

    εκτός αμφιβολίας — вне сомнения, без сомнения;

    εκτός νόμου — вне закона;

    εκτός πάσης υποψίας — вне всякого подозрения;

    εκτός κατηγορίας — невиновный;

    εικών εκτός κειμένου — приложенная к книге иллюстрация;

    εκτός τιμής — бесчестный, подлый, низкий;

    ο εκτός — внешний;

    ο εκτός κόσμος — объективный мир;

    2) кроме, исключая;

    εκτός από το ψωμί — кроме хлеба;

    εκτός του Πέτρου — кроме Петра; — за исключением Петра;

    απώλεσε το πάν εκτός της τιμής του — он потерял всё, кроме своей чести;

    § εκτός άν, εκτός εάν — или, εκτός μόνον άν — если только не..., разве только...;

    θα έρθω, εκτός άν αρρωστήσω — я приду (обязательно), если только не заболею;

    θα έρχομαι κάθε μέρα, εκτός εάν δεν θέλεις — я буду приходить к тебе каждый день, если только ты не возражаешь;

    εκτός τούτου — кроме того;

    εκτός πού — или εκτός (τού) ότι... — кроме того, что...; — мало того, что...;

    εκτός πού είναι μακρυά, είναι και πολύς ανήφορος — мало того, что это далеко, ещё и подъём крутой;

    εκτός όταν — кроме того случая, когда;

    θα,δρχομαι κάθε μέρα, εκτός όταν βρέχει — я буду приходить к тебе каждый день, если не будет дождя;

    εκτός τόπου και χρόνου — вне времени и пространства;

    θέτω εκτός μάχης — выводить из строя; — лишать боеспособности;

    είναι εκτός εαυτού — он вне себя

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκτός

  • 83 Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες

    Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες
    – Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά
    – Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει
    – Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη
    Копейка рубль бережет
    Без копейки рубля не бывает
    Из гроша рубли растут
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες

  • 84 Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά

    Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες
    – Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά
    – Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει
    – Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη
    Копейка рубль бережет
    Без копейки рубля не бывает
    Из гроша рубли растут
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά

  • 85 Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη

    Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες
    – Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά
    – Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει
    – Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη
    Копейка рубль бережет
    Без копейки рубля не бывает
    Из гроша рубли растут
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη

  • 86 Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ

    – Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ
    – Όταν περνάς από τον τόπο μονόφθαλμων, κάνε και συ μονόφθαλμο
    – Όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνει η Ρώμη
    С волками жить, по-волчьи выть
    С воронами по-вороньи каркать
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ

  • 87 Με τις αλεπούδες πρέπει να παίζουμε την αλεπού

    – Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ
    – Όταν περνάς από τον τόπο μονόφθαλμων, κάνε και συ μονόφθαλμο
    – Όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνει η Ρώμη
    С волками жить, по-волчьи выть
    С воронами по-вороньи каркать
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Με τις αλεπούδες πρέπει να παίζουμε την αλεπού

  • 88 Με τους λύκους λύκος γίνε

    – Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ
    – Όταν περνάς από τον τόπο μονόφθαλμων, κάνε και συ μονόφθαλμο
    – Όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνει η Ρώμη
    С волками жить, по-волчьи выть
    С воронами по-вороньи каркать
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Με τους λύκους λύκος γίνε

  • 89 ἔρχομαι

    ἔρχομαι (ἔρχομαι, -εται, -ονται); ἐρχόμενον, [-ομένοις]: impf. ἤρχετο: aor. ἦλθον, -ες, -εν), ἦλθ, ἦλθον; ἔλθῃς, -ῃ; ἔλθ, ἐλθέ; ἐλθών, -όντος, -όντα, -όντες, -όντεσσιν, -όντας; ἐλθεῖν; ἤλυθον, -εν), - ον: Dor. causal aor. ἔλευσεν.)
    1 go, come
    1 of people.
    a c.

    ἐγγύς, παρά, πρός, ὑπό, ἀπό, ἐκ, ἐς· ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς O. 1.71

    πὰρ εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111

    δέξατ' ἐλθόντ Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν O. 3.27

    Ζεῦ, ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι O. 5.19

    πρὸς Πιτάναν δεῖ σάμερον ἐλθεῖν sc. in the course of my song. O. 6.28

    ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.43

    εὖτ' ἂν δὲ θρασυμάχανος ἐλθὼν Ἡρακλέης κτίσῃ O. 6.67

    τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.73

    ἔκτανεν Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας O. 7.29

    μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31

    ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.83

    ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί O. 13.60

    μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (codd.: ἴθι byz.) O. 14.21 [ ἀνδράσι ἐς πλόον ἐρχομένοις (v. l. ἀρχομένοις) P. 1.34]

    φαντὶ δὲ μεταβάσοντας ἐλθεῖν ἥροας ἀντιθέους Ποίαντος υἱὸν τοξόταν P. 1.52

    τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P.2.4.

    ἐλθόντος γὰρ ξένουἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25

    ξείνοις ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν' ἐπαγγέλλοντιP. 4.30 Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθώνP. 4.44

    καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον P. 4.125

    ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμουςP. 4.160

    Ζηνὸς υἱοὶ ἦλθον P. 4.172

    σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι ἤλυθον P. 4.204

    ἐς Φᾶσιν δ' ἔπειτεν ἤλυθον P. 4.212

    ἡρώων ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116

    ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων P. 10.47

    ἅλικας δ' ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει N. 5.45

    ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἐέθλων παῖς ἐναγώνιος N. 6.11

    Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49

    αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων N. 10.66

    Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ N. 10.79

    Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57

    ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.46

    Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο I. 9.3

    ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν Pae. 6.9

    ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες [ἦ]λθον ἄγγελοι ὀπίσω Pae. 6.100

    πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν Παρθ. 2. 3. καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν fr. 172. 5. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν fr. 229. fig.,

    ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.24

    b c. dat.

    ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ O. 1.44

    Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.99

    φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν N. 4.22

    ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (expectes ἄρχετο, Snell) fr. 140a. 67.
    c c. acc. οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν P.3.16. “ τάνδε νᾶσον ἐλθόντεςP. 4.52

    κοί ἦλθον Πελία μέγαρον P. 4.134

    ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.52

    ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς I. 2.48

    καί τοί ποτ' Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) I. 4.53 c. acc. cogn.,

    ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον δευτέραν ὁδὸν Ἐπίγονοι P. 8.41

    2 of things,
    a c. dat. pers.

    τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100

    φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ' ἐλθεῖν κῦδος O. 3.39

    ἦλθε δέ οἱμάντευμα P. 4.73

    κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος Pae. 2.68

    b c. prep.

    ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.34

    ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105

    λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες P. 4.198

    χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος P. 6.10

    μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32

    ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ P. 8.96

    κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες

    πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.32

    ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.30

    3 ἔλευσα, Dor. causal aor., I made to come, brought τὸ μὲν ἔλευσεν (sc. Περσεύς) Δ. 4. 39. but v. λεύω.
    4 fragg.

    ἔρχεται δ' ἐνιαυτῷ Pae. 15.9

    ]εων ἐλθὲ φίλαν δὴ πολεα[ (Π̆{S}: φθον Π.) Δ. 3.. ]ηλυθο[ν P. Oxy. 1792 fr. 8.

    Lexicon to Pindar > ἔρχομαι

  • 90 θεός

    θεός (ὁ, ἡ; v. θεά: θελτ;γτ;ός, θεός, θεοῦ, θεοῖο, θεῷ, θεῷ, θεόν; θεοί, θεοί, θεῶν, θεων, θεοῖς, θεοῖσι, θεούς, θεοί.)
    1 god
    1 unspecified. ( Τάνταλος)

    θεοῖσι δεῖπνα παρέχων O. 1.39

    θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται μερίμναισιν O. 1.106

    ὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν fate dispensed by god O. 2.21

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα O. 2.66

    θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.12

    βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις at Olympia O. 5.5

    μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.24

    θεῶν κάρυκα Ἑρμᾶν O. 6.78

    θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας O. 7.34

    θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.65

    Τλαπολέμῳ ἵσταται ὥσπερ θεῷ πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.79

    ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.37

    ἄνευ δὲ θεοῦ σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.103

    μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (cf. O. 5.5) O. 10.49 θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; O. 13.21

    Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν O. 13.52

    τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παῤ ὅρκον κτίσιν O. 13.83

    ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας ( θεοὶ etiam possis) O. 14.8

    θεῶν κρατίστου παῖδες O. 14.14

    θεῶν πολέμιος, Τυφὼς P. 1.15

    θεῶν παλάμαις P. 1.48

    οὕτω δ' Ἱέρωνι θελτ;γτ;ὸς ὀρθωτὴρ πέλοι P. 1.56

    θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται, θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.49

    —50. χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88

    καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93

    εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι P. 3.110

    σὺν τιμᾷ θεῶνP. 4.51

    ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63

    θεῷ πίσυνος P. 4.232

    σὺν θεῶν τιμαῖς P. 4.260

    εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274

    παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν P. 5.25

    οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76

    κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89

    θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν P. 5.117

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι P. 6.24

    τύχᾳ θεῶνP. 8.53

    θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.71

    ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις P. 9.67

    μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20

    ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν P. 11.62

    θεῶν βασιλέα N. 1.39

    ὅταν θεοὶ ἐν πεδίῳ Φλέγρας Γιγάντεσσιν μάχαν ἀντιάζωσιν N. 1.67

    σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24

    τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32

    βασιλῆα δὲ θεῶν N. 7.82

    εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι N. 7.89

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν N. 10.7

    Ἥβα καλλίστα θεῶν N. 10.18

    ἐπεὶ τοῦτον ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα Πολυδεύκης N. 10.58

    πολλὰ μὲν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν (i. e. Ἑστίαν) N. 11.6

    καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.39

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1

    Πηλέος ἥρωος, εὐδαίμονος γαμβροῦ θεῶν I. 6.25

    δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν I. 7.5

    χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.44

    ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός I. 8.10

    ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30

    σὺν θεῶν δὲ αἴσᾳ (Boeckh: θεῶ codd.) I. 9.1

    θεοὶ συνετέλεσσαν Pae. 2.65

    ἐν θεῶν ξενίᾳ at the Delphic Theoxenia Pae. 6.61

    Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94

    ]τράπεζαν θεῶν ἐπ' ἀμβ[ρο Pae. 15.7

    δεῦτ ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 2. θεῶ[ν] Κυβέ[λαν] ματ[έρα (supp. Gomperz, Snell) fr. 80. ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα Ζεύς fr. 93. θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 1. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 1. θεῶν ἐπὶ βωμοῖς (haec verba praebent codd. Plutarchi, non habet, ut vid., Π.) Θρ.. 1. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 3. τί θεός; fr. 140d.

    σὺν θεοῖς O. 8.14

    σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος I. 1.6

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.5

    2 opposed to men, mortals.

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64

    τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2

    θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21

    ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10

    ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς P. 1.41

    θεῶν δ' ἐφετμαῖς Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν P. 2.22

    γόνον οὔτ' ἐν ἄνδρασι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43

    κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30

    παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶνP. 4.13 θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳP. 4.21 ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποιςP. 9.40

    θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ. εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς P. 10.21

    ἀρχαὶ δὲ βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς ( ἐκ θεῶν Σ: ?on analogy of ἄρχεσθαι) N. 1.9

    ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1

    ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι. καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54

    σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.5

    ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ' ἀμάχανον εὑρέμεν Pae. 6.51

    οὐ γάρ ἔσθ ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 5. ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον λτ;θεῷ> (add. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει (supp. Blass) ?fr. 333a. 4.
    3 specific gods.
    a Apollo.

    οὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον κλέπτοισα θεοῖο γόνον O. 6.36

    ὣς ἦρα θεὸς σάφα εἴπαις O. 8.46

    φέροισα σπέρμα θεοῦ P. 3.15

    ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.39

    ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβία P. 9.13

    κλειτὰς ὄνων ἑκατόμβας ἐπιτόσσαις θεῷ ῥέζοντας P. 10.33

    θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46

    καὶ τὸ μὲν διδότω θεός Pae. 2.54

    Πάριος ἑ[καβόλος βροτη]σίῳ δέμαι θεός Pae. 6.80

    ὤμοσε [γὰρ θ]εός Pae. 6.112

    θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.3

    his temple in Delphi:

    μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31

    ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν N. 7.40

    b Zeus.

    θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι P. 4.199

    γνώτ ἀείδω θεῶ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται (οἶ pro θεῷ coni. Kayser) N. 10.31

    πέμψεν θεὸς ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.49

    c Poseidon.

    τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων O. 6.101

    ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν P. 2.12

    ( Ἰσθμός)

    ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38

    d Helios.

    καί ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν O. 7.60

    e Dionysos. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν fr. 75. 9.
    f Herakles.

    ἥρως θεὸς N. 3.22

    g goddesses, Kybele, Great Mother. μεγάλας θεοῦ κύνα Pan. fr. 96. 2.

    Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι P. 3.79

    h Thetis.

    πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.34

    i Honour, Aidos.

    κείνα θεός N. 9.36

    k Athene.

    εὗρεν θεός P. 12.22

    l Psamatheia.

    βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ, ὃν Ψαμάθεια τίκτ' ἐπὶ ῥηγμῖνι πόντου N. 5.13

    4 θεόθεν, from, inspired by heaven

    σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν O. 12.8

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν P. 11.50

    5 frag. ]

    οι· θεῶν[ Pae. 4.17

    Lexicon to Pindar > θεός

  • 91 διασπείρω

    + V 13-11-31-4-10=69 Gn 9,19; 10,18.32; 11,4.8
    A: to scatter, to spread about [τινα] Gn 11,8; id. [τινα] (of wind, tempest) Is 41,16
    P: to be scattered (of pers.) Gn 9,19; id. (of things) Gn 10,32; to be extended (of war) 1 Sm 14,23
    *Ez 32,15 ὅταν διασπείρω when I shall scatter corr.? ὅταν διαπείρω when I (shall) pierce for MT בהכותי ⋄נכה; *Est 9,19 οἱ διεσπαρμένοι who where dispersed-הפזורים for MT הפרוזים those living in the rural country
    Cf. SEELIGMANN 1948 113(Is 35,8); TOV 1976a 74.91

    Lust (λαγνεία) > διασπείρω

  • 92 χρονίζω

    + V 5-3-3-6-10=27 Gn 32,5; 34,19; Ex 32,1; Dt 4,25; 23,22
    to spend a long time, to dwell a long time Dt 4,25; to take time, to tarry, to linger Gn 32,4; to delay [abs.] Ps 69(70),6; id. [+inf.] Ex 32,1; id. [τοῦ +inf.] Gn 34,19; to delay beyond [ἀπό τινος] 2 Sm 20,5
    *Prv 31,21 ὅταν χρονίζῃ when he tarries corr.? ὅταν χιονίζῃ when it snows for MT לגשׁמ because of snow
    Cf. WEVERS 1990 517(Ex 32,1); 1993 530; 1995 80(Dt 4,25); →NIDNTT
    (→ἐγ-, συγ-,,)

    Lust (λαγνεία) > χρονίζω

  • 93 больно

    επίρ.
    1. οδυνηρά, αλγεινώς.
    2. (ως κατηγορούμενο) αισθάνομαι πόνο•

    больно мне вздохнуть πονώ όταν ανασαίνω•

    больно мне слушать такую клевету πονώ, όταν ακούω τέτοια συκοφαντία.

    3. επίρ. (απλ.) αρκετά, δυνατά, πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > больно

  • 94 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 95 когда

    επίρ. κ. σύνδ.
    1. επίρ. ερωτημ. πότε;•

    когда вы придёте ко мне? πότε θα έρθετε σε μένα;

    2. επίρ. χρον. πότε•

    не помню когда это было δε θυμάμαι πότε έγινε αυτό•

    неизвестно, когда άγνωστο πότε.

    3. κάποτε, ενίοτε•

    когда сыт, когда голоден πότε χορτάτος, πότε νηστικός•

    когда можно, когда нельзя κάποτε επιτρέπεται, κάποτε δεν επιτρέπεται.

    4. σύνδ. χρον. όταν•

    это было - ты был маленьким αυτό έγινε, όταν εσύ ήσουν μικρός.

    5. σύνδ. υποθ. αν, εάν•

    ах так, когда я тебе отомщу αν είναι έτσι, θα σε εκδικηθώ.

    εκφρ.
    есть -! – δεν ευκαιρώ!•
    когда бы ещё – κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)•
    когда бы ни – κάθε φορά που, όποτε και να• когда-когда ή когда-никогда κάποτε-κάποτε, αραιά και που•
    редко когда – πολύ αραιά, πολύ σπάνια.

    Большой русско-греческий словарь > когда

  • 96 пока

    επίρ. κ. πρόθ.
    1. για την ώρα, λίγο χρόνο, λίγη ώρα• προσωρινά, προς το παρόν•

    побудь пока здесь μείνε εδώ προς το παρόν•

    я пока подожду για την ώρα θα περιμένω•

    положи то пока в карман βάλε αυτό προσωρινά στη τσέπη•

    пока всё προς το παρόν αυτά, τίποτε άλλο.

    || στο μεταξύ•

    вы посидите, а я пока схожу за водой εσείς καθήστε, στο μεταξύ,εγώ θα πάω για νερό.

    || τώρα, αυτή τη στιγμή•

    через неделю я вам отправлю ещё письмо, а пока пишу наскоро σε μια βδομάδα θα σας στείλω κι άλλο γράμμα, τώρα σας γράφω βιαστικά.

    || μέχρι τώρα•

    сведений пока нет ως τώρα πληροφορίες δεν έχομε•

    пока ещё ждём ως τώρα ακόμα περιμένομε.

    2. ενώ, όταν, τον καιρό που•

    я собирался, поезд ушл όταν εγώ ετοιμαζόμουν, το τρένο έφυγε.

    || εφόσον, καθόσον, όσο•

    пока я спал, шёл дождь όσο εγώ κοιμόμουν, έβρεχε•

    куй железо пока горячо παρμ. δούλευε το σίδερο όσο είναι καυτό•

    пока я здоров, буду работать όσο είμαι γερός θα εργάζομαι.

    || μέχρις (έως) ως ότου; ίσια με που, ώσπου•

    сиди здесь пока я приду κάθησε εδώ, ώσπου να έρθω.

    εκφρ.
    (ну) пока (до свидания)! – (λοιπόν) για την ώρα (χαίρετε)!
    пока что – τώρα, για την ώρα, προς το παρόν•
    я пока что, здоров – για την ώρα, είμαι υγιής.

    Большой русско-греческий словарь > пока

  • 97 рак

    α.
    αστακός•

    речной рак αστακός ο ποτάμιος (καραβίδα),

    εκφρ.
    знать где -и зимуют – πρέπει να ξέρεις όλες τις τρύπες (να είσαι κάλτσα του διαβόλου)•
    показать, где -и зимуют – (απειλή)• θα σου δείξω εγώ πόσ απίδια παίρνει ο σάκκος•
    стоять (ползти) -ом – στέκομαι (έρπω) στα τέσσερα•
    когда свистнет – όταν λαλήσει η σαρδέλλα ή όταν ασπρίσει ο κόρακας (ποτέ)•
    красный как рак – κόκκινος σαν την παπαρούνα.
    α.
    καρκίνος (ασθένεια).
    α.
    καρκίνος (αστερισμός).

    Большой русско-греческий словарь > рак

  • 98 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 99 εἰσάγω

    εἰσάγω [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ion. [tense] impf.
    A

    ἐσάγεσκον Hdt.1.196

    : [tense] pf. - αγήοχα Epist. Philipp. ap. D.18.39: [tense] pf. [voice] Pass.

    ἐσῆγμαι Hdt.2.49

    :— lead in or into, esp. into one's dwelling, introduce, c. dupl.acc.,

    αὐτοὺς εἰσῆγον θεῖον δόμον Od.4.43

    ; Κρήτην εἰσήγαγ' ἑταίρους he led his comrades to Crete, 3.191;

    ἐς. τινὰ ἐς.. Hdt.1.196

    , etc.: c. dat.,

    τινὰ δόμοις E.Alc. 1112

    codd.;

    εἰ. ψυχᾷ χάριν Id.Hipp. 526

    (lyr.); ὅταν σε καιρὸς εἰσάγῃ, = ὅταν καιρὸς ᾖ σὲ εἰσιέναι, S.El.39;

    νὺξ εἰ. πόνον Id.Tr.29

    :—[voice] Med., admit forces into a city, Th.8.16, 108; take in with one, introduce into a league or conspiracy,

    Ὀτάνης ἐσάγεται Ἰνταφρένεα Hdt.3.70

    :— [voice] Pass.,

    τὴν θερμότητα εἰσάγεσθαι εἰς τοὺς πόρους Thphr.Ign.38

    .
    2 ἐσαγαγεῖν or ἐσαγαγέσθαι γυναῖκα to lead a wife into one's house, Hdt. 5.40,6.63.
    3 bring in,

    σῖτον Th.4.26

    ; import,

    οἶνον Ἀθήναζε κατ' ἐμπορίαν D.35.35

    :—[voice] Med.,

    εἰσάγεσθαι καὶ ἐξάγεσθαι X.Ath.2.3

    , cf.D. 18.145;

    εἰ. ὧν ἐνδεεῖς Arist.Pol. 1257a32

    :—[voice] Pass., εἰσαγόμενα καὶ ἐξαγ. imports and exports, Id.Rh. 1359b22, cf. Hdt.3.6, SIG37 (Teos, v B.C.).
    4 εἰ. εἰς τοὺς φράτερας introduce a child to the members of one's φρατρία, Lys.30.2 ([voice] Pass.), Is.3.75, cf. D.57.54;

    εἰς Κήρυκας And.1.127

    ;

    εἰ. τινὰς εἰς τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1308a8

    ; τινὰς ἐς σπονδάς secure their adhesion, Th.5.35; ἰατρὸν εἰσάγειν τινί call in a physician for another, X.Mem.2.4.3, cf. D.47.67:—[voice] Med., of the physician himself when ill,

    εἰσάγεσθαι ἄλλους ἰατρούς Arist.Pol. 1287a41

    .
    6 δούλιον εἰσᾶγον αἶσαν, for δ. ἆγον εἰς αἶσαν, A.Ch.77(lyr.).
    II bring in, bring forward, esp. on the stage,

    χορόν Ar.Ach.

    II;

    Ἥραν ἠλλοιωμένην Pl.R. 381d

    ;

    δράματα Id.Ap. 35b

    , cf. Luc.Hist.Conscr.58; of an orator,

    εἰ. σεαυτὸν ποιόν τινα Arist.Rh. 1417b7

    ; represent in art, Corn.ND28, al. ([voice] Pass.).
    2 εἰ. τινὰ εἰς τὴν βουλήν bring a culprit before the Council, X.HG7.3.5, etc.
    3 aslaw-term, εἰ. δίκην or γραφήν to bring a cause into court, of the prosecutor, A.Eu. 580, 582, cf. D.24.10, PHal.1.125, etc.;

    ὑπόθεσιν OG1669.41

    (Egypt, i A.D.); also of the εἰσαγωγεύς II, Antipho6.42, IG12(7).3.40 ([place name] Arcesine), etc.; οἱ δὲ θεσμοθέται εἰσαγόντων εἰς τὴν Ἡλιαίαν Lexap.D.21.47.
    b εἰ. τινά bring forward the case of an officer at the εὔθυναι (q.v.), D.18.117 : generally, bring a person into court, prosecute, Pl.Ap. 25c,al.; in full, εἰ. εἰς δικαστήριον ib. 29a, Grg. 521c ([voice] Pass.), cf. Lg. 910e,al.
    5 enter, register, POxy.1535.8 ([voice] Pass.), etc.
    III introduce to a subject, instruct:—[voice] Pass., εἰσαγόμενοι, οἱ, beginners, Ph.1.175, Gal.Libr.Propr.Prooem., etc.
    IV intr., enter, Sch.T.Il.6.252.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσάγω

  • 100 καθήκω

    καθήκω, [dialect] Ion. [full] κατήκω, (v. ἥκω)
    A come or go down, esp. to fight, A. Ch. 455 (lyr.).
    2 come down to, reach to,

    ἐς θάλασσαν Hdt.7.22

    , 130; ἐπὶ θάλ. Id.2.32, 5.49, Th.2.27;

    πρὸς τὸν Μηλιακὸν κόλπον Id.3.96

    ; κέρκος.. εἰς λεπτὸν καθήκουσα tapering away, Arist.HA 503a20: metaph., of descent, [ γένος] εἰς αὐτὸν κ. Arr.An.1.11.8.
    3 come in due course to any one, καθῆκεν ἐς ἡμᾶς ὁ λόγος the turn of speaking came to us, Aeschin.2.25;

    παρὰ τετάρτην ἡμέραν ἑκάστῃ σημαίᾳ καθήκειν τὴν λειτουργίαν Plb.6.33.9

    , cf. PCair.Zen.218.24 (iii B.C.);

    τῆς βολῆς καθηκούσης ἐς αὐτόν Plu.Alc.2

    ;

    ἐν τῷ ξυμποσίῳ.. ἐπὶ τὸν Θεσμόπολιν καθῆκε τὸ σκῶμμα Luc.Merc.Cond.34

    .
    4 of Time,

    ὁπότε καθήκοι ὁ Χρόνος X.HG4.7.2

    ;

    ὅταν οἱ Χρόνοι καθήκωσι Arist. HA 591a8

    ;

    πρότερον ἢ τὴν ὥραν καθήκειν PRev.Laws41.14

    (iii B.C.); in part., τοῦ καθήκοντος Χρόνου the normal time, S.OT75, D.4.35, cf. Aeschin.3.126; αἱ κ. ἡμέραι the regular, proper days, D.59.80;

    ἐν τῇ κ. ὥρᾳ Arist.HA 568a17

    ; ἐν τοῖς κ. καιροῖς ib. 573a30; of events, ἑορτῆς εἰς τὰς ἡμέρας ἐκείνας καθηκούσης as the festival fell on those days, Plu.Fab.18, cf. Plb.4.7.1; ἐκκλησίαν ποιῆσαι, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καθήκῃ when it is legally due, D.19.185; ἡ κ. σύνοδος or ἐκκλησία, Plb.4.14.1, 1.15.8, etc.
    II to be meet, fit, proper, τοῖς κ. [ νομίμοις] Arist.Pol. 1325a13; τὰς ἐσθῆτας τὰς κ. ἀεὶ ταῖς περιθεταῖς suiting them, Plb.3.78.3; ὁ καθήκων ἐκ τῶν νομίμων ἀριθμός a quorum, D.C.39.30; also

    καθῆκόν ἐστιν αὐτὸν ἐπαινεῖσθαι Inscr.Prien.114.32

    (i B.C.).
    2 impers., καθήκει μοι it belongs to me, is my duty, c. inf.,

    οἷς καθήκει ἁθροίζεσθαι X.An.1.9.7

    , cf. Cyr.8.1.4, etc.: in later writers, [tense] impf. καθῆκε in [tense] pres. sense, it is meet, proper, οὐδ' ἅψασθαι καθῆκέ τινων Aristeas 149;

    οὐ κ. αὐτὸν ζῆν Act.Ap.22.22

    : freq. in part., τὰ καθήκοντα one's due or duty, X.Cyr.1.2.5;

    τὰ κατήκοντα Σπαρτιήτῃσι Hdt.7.104

    ; ποιεῖν τὸ κ. Men.575: esp. in Stoic philos. (from signf.1.3 acc. to D.L.7.108, cf.

    κατά B.1.3

    ), περὶ τοῦ κ., title of work by Zeno, cf. Stoic.1.55, etc.: freq. in pl., ib.3.30, etc.; μὴ κ. unbecoming, Ep.Rom.1.28.
    3 τὰ κατήκοντα the present crisis, Hdt. 1.97, 5.49;

    τὰ κ. πρήγματα Id.8.19

    ,40, 102.
    4 Adv. [tense] pres. part. καθηκόντως fittingly, properly, Epicur.Ep.2p.53U., OGI90.28(Rosetta, ii B.C.), Plb.5.9.6, v.l. in D.S.1.93;

    πρός τι Porph.Abst.1.43

    ; consistently with duty, Stoic.3.188, Plu.2.448e; appropriately, c. dat., τῷ τόπῳ Aristeas 81;

    κ. ἔχειν πρός τι Id.87

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθήκω

См. также в других словарях:

  • ὅταν — whenever indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… …   Dictionary of Greek

  • όταν — σύνδ. χρον.: Όταν έρθει, όταν φύγει, όταν φυλαχτεί κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. — ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. См. Смелым Бог владает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αφάνεια — Όταν ένα πρόσωπο έχει εξαφανιστεί κάτω από συνθήκες που επιβεβαιώνουν τον θάνατό του, ο θάνατος αυτού του προσώπου θεωρείται αποδεδειγμένος. Σε άλλες όμως περιπτώσεις που δεν υπάρχει αυτή η απόλυτη βεβαιότητα, ο θάνατος ενός προσώπου είναι σφόδρα …   Dictionary of Greek

  • χὤταν — ὅταν , ὅταν whenever indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὥταν — ὅταν , ὅταν whenever indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αληπασαλήδες — Όταν τα σουλτανικά στρατεύματα σκότωσαν τον Αλή πασά στα Γιάννενα, οι Έλληνες που υπηρετούσαν στην αυλή του Αλή έμειναν χωρίς αφεντικό. Τότε κατέφυγαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και πήραν μέρος στον Αγώνα. Οι υπόλοιποι Έλληνες τους αποκαλούσαν α …   Dictionary of Greek

  • ὅτανπερ — ὅταν whenever indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»