Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὁπότε

  • 1 когда

    когда
    1. нареч вопр. πότε:
    \когда он приедет? πότε θά ἐλθει;·
    2. союз временной οταν, ὀποτε:
    \когда б(ы) ὀποτε· \когда бы ни... ὅποτε κι ἄν...·
    3. союз условный ἐάν, ἄν.

    Русско-новогреческий словарь > когда

  • 2 всякий

    всякий καθένας, κάθε \всякий раз κάθε φορά во \всякийое время όποτε θέλετε, οποτεδήποτε ◇ во \всякийом случае πάντως, όπως και να'ναι на \всякий случай για κάθε περίπτωση, για κάθε ενδεχόμενο
    * * *
    καθένας, κάθε

    вся́кий раз — κάθε φορά

    во вся́кое вре́мя — όποτε θέλετε, οποτεδήποτε

    ••

    во вся́ком слу́чае — πάντως, όπως και να'ναι

    на вся́кий слу́чай — για κάθε περίπτωση, για κάθε ενδεχόμενο

    Русско-греческий словарь > всякий

  • 3 бы

    бы
    (б) частица для образования со. слагательного наклонения
    1. (выражщ предположительную возможность, -0. желание, просьбу) ἐάν..., θά, ᾶς:
    он еде. лал бы, если бы мог αὐτός θά τό ίίκαμν-:
    ἐάν μποροῦσε; я бы охотно почитал θά τό διάβαζα μέ εὐχαρίστηση; ты бы посидел еще немного ἄς καθόσουνα ἀκόμη (ακόμα) λίγο;
    2. (при инфинитиве с дат. п.):
    отчего бы нам не пойти... καί γιατί νά μήν πἄμε...; не вам бы гово! ри́ть! νά τἄλεγε κανένας ἄλλος!; ◊ как бы ни ὁποίος καί ἄν, ὁποίος καί νά; ^ бы ни γιά νά μἡ; когда бы ни οποτε (κι ἄν); где бы ни ὅπου κι ἄν, ὅπου κι νά; как бы ни ὀπως καί ἄν, ὅπως καί να· как бы то ни́ было ὅπως καί νἄχει ^ πράγμα.

    Русско-новогреческий словарь > бы

  • 4 every time

    1) (always; invariably: We use this method every time.) πάντοτε
    2) (whenever: Every time he comes, we quarrel.) όποτε,κάθε που

    English-Greek dictionary > every time

  • 5 whenever

    adverb, conjunction
    1) (at any time that: Come and see me whenever you want to.) οποτεδήποτε
    2) (at every time that: I go to the theatre whenever I get the chance.) όποτε

    English-Greek dictionary > whenever

  • 6 whereupon

    conjunction (at or after which time, event etc: He insulted her, whereupon she slapped him.) οπότε και, και πάνω εκεί

    English-Greek dictionary > whereupon

  • 7 глушить

    -шу, глушишь, ρ.δ.μ.
    1. βλ. оглушать.
    2. πνίγω, σβήνω τον ήχο.
    3. (για βοτάνια, ζιζάνια) πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη.
    4. σβήνω•

    глушить угли σβήνω τα κάρβουνα.

    5. (απλ.) χτυπώ, ρίχνω κάτω αναίσθητο.
    εκφρ.
    глушить водку, виноκ.τ.τ. σουρώνω βότκα, κρασί•
    глушить мотор, тракторκ.τ.τ. σβήνω το μοτέρ, το τρακτέρ•
    глушить рыбу – ψαρεύω με δυναμίτη ή με χτυπήματα πάνω στον πάγο (οπότε το ψάρι χάνει τα νερά του).
    κουφαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > глушить

  • 8 когда

    επίρ. κ. σύνδ.
    1. επίρ. ερωτημ. πότε;•

    когда вы придёте ко мне? πότε θα έρθετε σε μένα;

    2. επίρ. χρον. πότε•

    не помню когда это было δε θυμάμαι πότε έγινε αυτό•

    неизвестно, когда άγνωστο πότε.

    3. κάποτε, ενίοτε•

    когда сыт, когда голоден πότε χορτάτος, πότε νηστικός•

    когда можно, когда нельзя κάποτε επιτρέπεται, κάποτε δεν επιτρέπεται.

    4. σύνδ. χρον. όταν•

    это было - ты был маленьким αυτό έγινε, όταν εσύ ήσουν μικρός.

    5. σύνδ. υποθ. αν, εάν•

    ах так, когда я тебе отомщу αν είναι έτσι, θα σε εκδικηθώ.

    εκφρ.
    есть -! – δεν ευκαιρώ!•
    когда бы ещё – κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)•
    когда бы ни – κάθε φορά που, όποτε και να• когда-когда ή когда-никогда κάποτε-κάποτε, αραιά και που•
    редко когда – πολύ αραιά, πολύ σπάνια.

    Большой русско-греческий словарь > когда

  • 9 мера

    θ.
    1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•

    -ы длины μέτρα μήκους•

    -ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•

    -ы объёма μέτρα όγκου•

    -ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•

    кубическая мера κυβικό μέτρο.

    || η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.
    2. μτφ. όριο•

    следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•

    всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•

    знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.

    || (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•

    -ы наказания μέσα τιμωρίας•

    принимать -ы παίρνω τα μέτρα•

    -ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•

    -ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•

    решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•

    высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.

    εκφρ.
    без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•
    в -у – στο μέτρο (μέτρια)•
    ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•
    по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•
    по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•
    чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.

    Большой русско-греческий словарь > мера

  • 10 угодно

    1. ως κατηγ. (με δοτ.) θέλω, επιθυμώ, αρέσω• χρειάζομαι•

    что вам -? τι επιθυμείτε; τί θέλετε; τι σας αρέσει; τι γουστάρετε;•

    угодно ли вам? σας αρέσει άραγε;•

    угодно ли вам молока θέλετε λίγο γάλα;

    2. μόριο• μετά από αντωνυμία ή επίρρημα σχηματίζονται συνδυασμοί με οριστική σημασία•

    где угодно όπου να είναι, αδιάφορο που, όπου θέλεις•

    как угодно αδιάφορο πως, όπως να είναι, όπως θέλεις•

    какой угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•

    когда угодно όποτε να είναι, οποτεδήποτε•

    кто угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•

    куда угодно αδιάφορο που, οπουδήποτε•

    откуда угодно αδιάφορο από που, ο-ποθενδήποτε•

    сколько угодно όσα θέλεις, οσαδήποτε•

    что угодно ό,τι θέλεις, ό,τι θέλει η ψυχή σου, ο,τιδήποτε.

    εκφρ.
    если угодно – ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν, μπορώ να πω• Ηθ•
    угодно ли – θα θέλατε• έχετε την καλοσύνη• δε σας κάνει κόπο • είναι καλό,σωστό, αρεστό;

    Большой русско-греческий словарь > угодно

  • 11 чтоб

    κ. чтобы
    1. σύνδ. τελικός• γιανα,να•

    я сделаю всё чтоб успокоит вас θα κάνω το παν, για να σας καθησυχάζω•

    тороплюсь чтоб успеть на поезд βιάζομαι, για να προκάνω το τρένο•

    он любит чтоб ему льстили αυτός αγαπά να τον κολακεύουν.

    2. σύνδ. ειδικός•ότι, πως•

    сомневаюсь чтоб это удастся αμφιβάλλω πως θα πετύχει αυτό•

    чтоб не μήπως, για να μη•

    боюсь чтоб он не простудился φοβούμαι μήπως αυτός κρυολογήσει ή φοβούμαι να μην κρυολογήσει.

    || (για χρόνο) που, οπότε•
    3. μόριο• α) με σημ. διαταγής ή διαγωγής•

    чтоб этого больше не было! για να μην ξαναγίνει (επαναληφθεί) αυτό!•

    чтоб тебя больше не видел! να μη σε ξαναδώ πια! β) είθε, μακάρι, άμποτε•

    чтоб он лопнул! μακάρι να έσκαζε!

    Большой русско-греческий словарь > чтоб

  • 12 Fasten

    v. trans.
    Bind: P. and V. δεῖν, συνδεῖν, V. ἐκδεῖν.
    Attach: P. and V. συνάπτειν. προσάπτειν, νάπτειν, καθάπτειν (Xen.), V. ἐξανάπτειν, Ar. and V. ἐξάπτειν; see also Yoke.
    Make fast: V. ὀχμάζειν, σφίγγειν (also Plat. but rare P.), πασσαλεύειν, πορπᾶν, Ar. and V. προσπασσαλεύειν.
    Be fastened: V. ραρέναι (2nd perf. ἀραρίσκειν).
    Hold together: P. and V. συνέχειν, συνδεῖν.
    Plant firmly: P. and V. πηγνύναι, P. καταπηγνύναι.
    Lock, secure: P. and V. κλῄειν, συγκλῄειν, Ar. and V. πακτοῦν, V. πυκάζειν, Ar. and P. κατακλῄειν.
    Fit: P. and V. ἐφαρμόζειν, προσαρμόζειν, V. ἁρμόζειν, καθαρμόζειν.
    met., attach (blame, etc.): P. and V. προσβάλλειν, προστιθέναι, προσάπτειν, V. νάπτειν, Ar. and P. περιάπτειν, περιτιθέναι.
    Fasten around: Ar. and P. περιτιθέναι (τί τινι), περιάπτειν (τί τινι), Ar. and V. ἀμφιτιθέναι (τί τινι).
    Fasten in: Ar. and V. ἐναρμόζειν (τινί τι).
    Fasten on: P. and V. προσαρμόζειν (τινί τι), προσάπτειν (τινί τι).
    Fastened on: V. προσμεμηχανημένος.
    met., pounce on, attack: P. ἐφίστασθαι; see Attack.
    Whenever ( the disease) fastened on the stomach: P. ὅποτε (ὁ πόνος) εἰς τὴν καρδίαν στηρίξειε (Thuc. 2, 49).
    Fasten up ( what has come down): Ar. and V. ναστέλλεσθαι.
    Fasten up (a letter, etc.): V. συνδεῖν; see Seal.
    Fasten upon: see fasten on.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fasten

  • 13 Time

    subs.
    Time of day: P. and V. ὥρα, ἡ; hour.
    What time is it? Ar. and P. πηνκα ἐστί;
    About what time died he? Ar. πηνίκʼ ἄττʼ ἀπώλετο; (Av. 1514).
    Generally; P. and V. χρόνος, ὁ, V. ἡμέρα, ἡ.
    Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.
    Occasion: P. and V. καιρός, ὁ.
    Generation: P. and V. αἰών, ὁ, Ar. and P. ἡλικία, ἡ.
    Time for: P. and V. ὥρα, ἡ (gen. or infin.), καιρός, ὁ (gen. or infin.), ἀκμή, ἡ (gen. or infin.).
    Delay: P. and V. μονή, ἡ, τριβή, ἡ, διατριβή, ἡ; see Delay.
    Leisure: P. and V. σχολή, ἡ.
    Want of time: P. ἀσχολία, ἡ.
    There is time, opportunity, v.: P. ἐγχωρεῖ.
    It is open: P. and V. παρέχει, ἔξεστι, πρεστι.
    After a time, after an interval: P. and V. διὰ χρόνου.
    Eventually: P. and V. χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ. See
    ing my friend after a long time: V. χρόνιον εἰσιδὼν φίλον (Eur., Cr. 475).
    As time went on: P. χρόνου ἐπιγιγνομένου (Thuc. 1, 126).
    At another time: P. and V. ἄλλοτε.
    At times, sometimes: P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε, P. ἔστιν ὅτε.
    At one time: see Once.
    At one time... at another: P. and V. τότε... ἄλλοτε, Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μεν... ποτὲ δέ.
    At the present time: P. and V. νῦν; see Now.
    At some time or other: P. and V. ποτε ( enclitic).
    At times I would have ( food) for the day, at others not: V. ποτὲ μὲν ἐπʼ ἦμαρ εἶχον, εἶτʼ οὐκ εἶχον ἄν (Eur., Phoen. 401).
    At the time of: P. παρά (acc.).
    To enforce the punishment due by law at the time of the commission of the offences: P. ταῖς ἐκ τῶν νόμων τιμωρίαις παρʼ αὐτὰ τἀδικήματα χρῆσθαι (Dem. 229).
    At that time: see Then.
    At what time? P. and V. πότε;
    At what hour? Ar. and P. πηνκα; indirect, Ar. and P. ὅποτε, P. and V. ὁπηνκα.
    For a time: P. and V. τέως.
    For all time: P. and V. εί, δι τέλους; see for ever, under Over.
    For the third time: P. and V. τρτον, P. τὸ τρίτον.
    From time immemorial: P. ἐκ παλαιτάτου.
    From time to time: P. and V. εί.
    Have time, v.: P. and V. σχολάζειν, σχολὴν ἔχειν.
    In time, after a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.
    At the right moment: P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρὸν, καιρίως (Xen.), εἰς δέον, ἐν τῷ δέοντι, ἐν καλῷ, εἰς καλόν, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι; see Seasonably.
    They wanted to get the work done in time: P. ἐβούλοντο φθῆναι ἐξεργασάμενοι (Thuc. 8, 92).
    In the time of: Ar. and P. ἐπ (gen.).
    Lose time, v.: see waste time.
    Save time: use P. and V. θάσσων εἶναι ( be quicker).
    Take time, be long: P. and V. χρονίζειν, χρόνιος εἶναι,
    involve delay: use P. μέλλησιν ἔχειν.
    It will take time: P. χρόνος ἐνέσται.
    To another time, put off to another time: P. and V. εἰς αὖθις ποτθεσθαι.
    Waste time, v.: P. and V. μέλλειν, χρονίζειν,σχολάζειν,τρβειν, βραδνειν, Ar. and P. διατρβειν: see Delay.
    Times, the present: P. and V. τὰ νῦν, P. τὰ νῦν καθεστῶτα.
    Many times: P. and V. πολλκις.
    Three times: P. and V. τρς.
    A thousand times wiser: V. μυρίῳ σοφώτερος (Eur., And. 701); see under thousand.
    How many times as much? adj.: P. ποσαπλάσιος; four times as much: P. τετραπλάσιος, τετράκις τοσοῦτος (Plat., Men. 83B).
    Four times four are sixteen: P. τεττάρων τετράκις ἐστὶν ἑκκαίδεκα (Plat., Men. 83C).
    How many feet are three times three? τρεῖς τρὶς πόσοι εἰσὶ πόδες; (Plat., Men. 83E).
    ——————
    subs.
    Rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.
    Keeping time, adj.: Ar. and P. εὔρυθμος.
    Give the time ( to rowers), v.: P. κελεύειν (dat.).
    One who gives the time ( to rowers): P. and V. κελευστής, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    Arrange P. and V. τθεσθαι.
    Measure: P. and V. μετρεῖν.
    Well-timed, adj.: see Timely.
    Ill-timed: P. and V. καιρος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Time

  • 14 When

    adv.
    Interrogative: P. and V. πότε.
    Indirect or relative: Ar. and P. ὁπότε.
    At what hour: Ar. and P. πηνκα.
    Indirect or relative: P. and V. ὁπηνκα.
    Relative: P. and V. ὅτε, ὡς, ἡνκα, V. εὖτε, Ar. and V. ὅπως.
    After that: P. and V. ἐπεί, ἐπειδή, ἐπήν (with subj.), ἐπειδν (with subj.), P. ἐπάν (with subj.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > When

  • 15 Whenever

    adv.
    P. and V. ὁπόταν (with subj.), ἡνκʼ ν (with subj.). ὅταν (with subj.), ὅτανπερ (with subj.), Ar. and P. ὁπότε, V. εὖτʼ ν (with subj.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Whenever

  • 16 whensoever

    adv.
    P. and V. ὁπόταν (with subj.), ἡνκʼ ν (with subj.). ὅταν (with subj.), ὅτανπερ (with subj.), Ar. and P. ὁπότε, V. εὖτʼ ν (with subj.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > whensoever

  • 17 dolayısıyla

    συνεπώς, αρά, οπότε

    Türkçe-Yunanca Sözlük > dolayısıyla

  • 18 madem

    αφού, εφόσον, οπότε

    Türkçe-Yunanca Sözlük > madem

См. также в других словарях:

  • ὁπότε — when indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… …   Dictionary of Greek

  • όποτε* — (σύνδ. και επίρρ. χρον.) 1. όποια στιγμή, όταν («μού τά επιστρέφεις όποτε μπορέσεις») 2. οσάκις, κάθε φορά που, όσες φορές συμβαίνει να... («νά ρχεσαι όποτε θέλεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὁπότε, με αναβιβασμό τού τόνου κατά το ὅταν] …   Dictionary of Greek

  • όποτε — σύνδ. χρον., οπότε, όταν, οπόταν: Όποτε θέλεις τηλεφώνησε μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χὠπότ' — ὁπότε , ὁπότε when indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὠπότε — ὁπότε , ὁπότε when indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπότ' — ὁπότε , ὁπότε when indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκότε — ὁπότε when ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁππότε — ὁπότε when epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»