-
1 πυρσό-κομος
πυρσό-κομος, mit feuerfarbenem, blondem Haare, Paul. Sil. Ecphr. 464.
-
2 πωλο-κόμος
πωλο-κόμος, ein Fohlen, ein junges Pferd wartend, pflegend (?).
-
3 παρά-κομος
παρά-κομος, behaart, com. bei Poll. 2, 33.
-
4 πατρο-κόμος
πατρο-κόμος, den Vater pflegend, Nonn. D. 26, 103.
-
5 περισσό-κομος
περισσό-κομος, übermäßig haarig, Opp. Cyn. 3, 317.
-
6 περί-κομος
περί-κομος, rings herum behaart, belaubt, Theophr.
-
7 πενητο-κόμος
πενητο-κόμος, Arme pflegend, Greg. Naz. ep. (VIII, 31), χεῖρες.
-
8 παιδο-κόμος
παιδο-κόμος, Kinder pflegend, wartend, Nonn. D. 5, 378. 8, 183 u. a. Sp.
-
9 πλατύ-κομος
πλατύ-κομος, mit breitem, langem Haupthaare, Tzetz.
-
10 πολύ-κομος
πολύ-κομος, mit vielem Haare, Diosc.
-
11 σταφυλη-κόμος
σταφυλη-κόμος, Trauben pflegend, Ὡραι, Nonn. D. 12, 21.
-
12 σταχυη-κόμος
σταχυη-κόμος, Aehren pflegend, Nonn. D. 1, 104.
-
13 συν-νυμφο-κόμος
συν-νυμφο-κόμος, die Braut od. die junge Frau mit od. zugleich schmückend, Eur. I. A. 48.
-
14 σκιαρό-κομος
σκιαρό-κομος, mit Haaren, Blättern beschattend od. beschattet, ὕλη Eur. Bacch. 874.
-
15 σμηνο-κόμος
σμηνο-κόμος, Bienenschwärme pflegend, Hesych.
-
16 τραπεζο-κόμος
τραπεζο-κόμος, den Tisch besorgend, deckend, bei Tische aufwartend; Diog. L. 9, 80; Plut. Symp. 1, 2, 2; Ath. IV, 170 d.
-
17 φυτη-κόμος
φυτη-κόμος, Pflanzen, Gewächse, Bäume pflegend; daher ὁ φυτηκόμος = der Gärtner, auch der Winzer, bes. Sp., wie Nonn. D. 12, 23; vgl. Lob. Phryn. p. 653 ff.
-
18 φυτο-κόμος
φυτο-κόμος, = dem ältern poet. φυτηκόμος, Sp.
-
19 φυλλό-κομος
φυλλό-κομος, mit Blättern behaart, dicht belaubt, Ar. Av. 217. 742.
-
20 φιλό-κομος
φιλό-κομος, sein Haar liebend, pflegend, Synes.
См. также в других словарях:
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
κομός — ο βλ. κομό … Dictionary of Greek
ερνοκόμος — ἐρνοκόμος, ὁ (Α) αυτός που φροντίζει, που περιποιείται τα νεαρά φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. έρνος «νεαρό φυτό» + «κόμος (< κομώ «φροντίζω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ιππο κόμος τραπεζο κόμος)] … Dictionary of Greek
εύκομος — εὔκομος, ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, ον (Α) 1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος 2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.) 3.… … Dictionary of Greek
ζωοκόμος — ο ο ασχολούμενος με την επιστημονική παραγωγή και συντήρηση ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κομος (< κομώ), πρβλ. ανθο κόμος, μελισσο κόμος] … Dictionary of Greek
ηδύκομος — ἡδύκομος, ον (Α) (για φυτά ή άνθη) αυτός που αναδίδει από τα φύλλα του ευχάριστη οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + κομος (< κόμη «μαλλιά, φύλλωμα»), πρβλ. βαθύ κομος, καλλί κομος] … Dictionary of Greek
θηριοκόμος — θηριοκόμος, ὁ (Α) αυτός που τρέφει και περιποιείται άγρια ζώα κλεισμένα σε κλουβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο κόμος, νοσο κόμος] … Dictionary of Greek
θηροκόμος — θηροκόμος, ον (Α) 1. αυτός που τρέφει και περιποιείται άγρια ζώα 2. (ειδ.) αυτός που συντηρεί καμήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κομος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. δασο κόμος, τραπεζο κόμος] … Dictionary of Greek
ιεροκόμος — ἱεροκόμος, ὁ (Α) επιμελητής ναού, νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κόμος (< κομώ) πρβλ. ανθο κόμος, ιππο κόμος] … Dictionary of Greek
ιπποκόμος — ο (Α ἱπποκόμος) αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή διατροφή και συντήρηση ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», Πλάτ.) νεοελλ. στρατιώτης που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τόν… … Dictionary of Greek
ιππόκομος — ἱππόκομος, ον (Α) (για περικεφαλαία) η στολισμένη με κόμη ίππου, με τρίχες από ουρά αλόγου («ἱππόκομος κόρυς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κόμος (< κόμη «μαλλί»), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek