-
1 κύκλος
κύκλος, ὁ, 1) der Kreis, Umkreis, das Rund, Hom. u. Folgde; οἱ δὲ γέροντες εἵατ' ἐπὶ ξεστοῖσι λίϑοις ἱερῷ ἐνὶ κύκλῳ, im heiligen Ringe, d. i. auf dem runden öffentlichen Versammlungsplatze, Il. 18, 504; δόλιος κύκλος, der nachstellende Ring, den Jäger um das Wild schließen (nach Einigen vom Jagdnetze), Od. 4, 792; bes. der kreisförmige Schildrand, Il. 11, 33. 12, 297. 20, 280; so ἀσπίδος κύκλον λέγω Aesch. Spt. 471 u. σῆμα δ' οὐκ ἐπῆν κύκλῳ, war nicht auf dem Rund, dem Schilde, 573; vgl. Eur. El. 1257. – Κύκλῳ, im Kreise ringsum, Hom. u. Folgde; κύκλῳ ἁπάντῃ Od. 8, 278; ἄλλας δὲ κύκλῳ νῆσον Αἴαντος πέριξ Aesch. Pers. 360, d. i. rings um Salamis, vgl. 410 Ch. 977; so Soph. Trach. 193 u. öfter, wie in Prosa; περιάγουσι τὴν παρϑένον τὴν λίμνην κύκλῳ, rings um den See, Her. 4, 182; τεϑεάμεϑα κύκλῳ τὴν πόλιν, wir besahen ringsum die Stadt, Xen. Cyr. 7, 5, 7; ὡςπερεὶ κύκλῳ περιιόντα Plat. Phaed. 72 b; τόπους δ' εἶναι κύκλῳ περὶ ὅλην πολλούς 111 c; Folgde; – c. gen., κύκλῳ τοῦ στρατοπέδου, rings um das Lager, Xen. Cyr. 4, 5, 5; vgl. Arist. mund. 4; Pol. 4, 21, 9; – auch ἐν κύκλῳ, wie Soph. στείχοντα γὰρ πρόσωϑεν αὐτὸν ἐν κύκλῳ μαϑόντες ἀμφέστησαν, Ai. 710; Phil. 356; Eur. Bacch. 652; Ar. Plut. 679; τὰς ἐν κύκλῳ περιόδους Plat. Polit. 286 e; Folgde, wie Luc. Vit. auct. 7; auch hier steht der gen. dabei, ἐν κύκλῳ δ' ῆδη κανοῦν εἵλικτο βωμοῦ Eur. Herc. Fur. 926. – 2) alles ring- oder kreisförmig Gestaltete; – a) das Rad, Il. 23, 340, u. plur. τὰ κύκλα, die Räder des Wagens, Il. 5, 722. 18, 375. – b) die Sonnenscheibe; τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου καλῶ Aeseh. Prom. 91, wie Pers. 496; λαμπρὸς ἡλίου κύκλος Soph. Ant. 412; ähnl. νυκτὸς αἰανὴς κύκλος, d. i. der mit Nacht bedeckte Himmel, Ai. 657; vgl. τί τὸν ἄνω λεύσσεις κύκλον Phil. 804. – c) das Auge, ὀμμάτων κύκλοις Soph. Ant. 962, u. ohne Zusatz, ὁ γὰρ ἐςαιὲν ὁρῶν κύκλος λεύσσει Διός O. C. 709, vgl. O. R. 1270. – d) vom Kreislaufe des Jahres, Eur. Or. 1645, ἑπτὰ καρπίμους ἐτῶν κύκλους Hel. 111. – e) Stadtmauer, Umkreisdes Lagers; τὸ δὲ αὐτῶν μέγιστόν ἐστι τεῖχος κατὰ τὸν Ἀϑηνέων κύκλον μάλιστά κη τὸ μέγαϑος Her. 1, 98; vgl. Thuc. 2, 13. 6, 98; οὐχὶ τὸν κύκλον μόνον τοῦ Πειραιῶς, οὐδὲ τοῦ ἄστεος Dem. 18, 300. – f) eine Versammlung, die sich im Kreise zusammenstellt, im Kreise sitzt; ἐκ γὰρ συνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου Κάλχας μεταναστάς Soph. Ai. 736; Eur. Andr. 1088 u. A. – Aehnlich ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν ποιήσαντες ὡς μέγιστον οἷοί τ' ἦσαν, einen Kreis von Schiffen machen, Thuc. 2, 83; Κῠρος περιστησάμενος τῶν ξυστοφόρων Περσῶν κύκλον μέγαν Xen. Cyr. 7, 5, 41. – Nach Poll. 10, 18 ein Theil des Marktes, ἵνα ἐπιπράσκετο τὰ σκεύη. – Der Kranz, ἐλαίης Orph. Arg. 327. – 3) jede Bewegung im Kreise, Kreislauf; ὁ δ' ἅλιος ἐνιαυσίῳ χρόνῳ τὸν αὑτῶ κύκλον ἐκτελεῖ Tim. Locr. 96 e; so auch A.; ähnlich κύκλος τῶν ἀνϑρωπηΐων πρηγμάτων ἐστί Her. 1, 207; Sp. – In der Logik der Cirkelschluß, in der Rhetorik die abgerundeten Perioden, Rhett. – Κύκλος ἐπικός oder κύκλος schlechthin, der epische Sagenkreis, oft bei Schol. S. κυκλικός.
-
2 κύκλος
κύκλος, ὁ, (1) der Kreis, Umkreis, das Rund; οἱ δὲ γέροντες εἵατ' ἐπὶ ξεστοῖσι λίϑοις ἱερῷ ἐνὶ κύκλῳ, im heiligen Ringe, d. i. auf dem runden öffentlichen Versammlungsplatze; δόλιος κύκλος, der nachstellende Ring, den Jäger um das Wild schließen (vom Jagdnetze); bes. der kreisförmige Schildrand; σῆμα δ' οὐκ ἐπῆν κύκλῳ, war nicht auf dem Rund, dem Schilde. Κύκλῳ, im Kreise ringsum; ἄλλας δὲ κύκλῳ νῆσον Αἴαντος πέριξ, rings um Salamis; περιάγουσι τὴν παρϑένον τὴν λίμνην κύκλῳ, rings um den See; τεϑεάμεϑα κύκλῳ τὴν πόλιν, wir besahen ringsum die Stadt; c. gen., κύκλῳ τοῦ στρατοπέδου, rings um das Lager. (2) alles ring- oder kreisförmig Gestaltete; (a) das Rad; τὰ κύκλα, die Räder des Wagens; (b) die Sonnenscheibe; νυκτὸς αἰανὴς κύκλος, d. i. der mit Nacht bedeckte Himmel; (c) das Auge; (d) vom Kreislaufe des Jahres; (e) Stadtmauer, Umkreis des Lagers; (f) eine Versammlung, die sich im Kreise zusammenstellt, im Kreise sitzt. Ähnlich ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν ποιήσαντες ὡς μέγιστον οἷοί τ' ἦσαν, einen Kreis von Schiffen machen; ein Teil des Marktes, ἵνα ἐπιπράσκετο τὰ σκεύη. Der Kranz, ἐλαίης. (3) jede Bewegung im Kreise, Kreislauf. In der Logik der Zirkelschluß, in der Rhetorik die abgerundeten Perioden. Κύκλος ἐπικός oder κύκλος schlechthin, der epische Sagenkreis -
3 παρά-κυκλος
παρά-κυκλος, ὁ, ein Theil des Wagenrades, Poll. 10, 53, wo auch die Form παράκυκλα erwähnt ist.
-
4 περί-κυκλος
περί-κυκλος um und um rund, kugelrund, auch περικύκλιος, Sp.
-
5 περί-κυκλος [2]
περί-κυκλος, ὁ, der Umkreis, wie vielleicht Plut. amator. 10 π ερικύκλῳ δραμόντες zu nehmenist.
-
6 πολύ-κυκλος
πολύ-κυκλος, mit od. in vielen Kreisen, Sp.
-
7 τετρά-κυκλος
τετρά-κυκλος, mit vier Rädern, vierräderig, ἀπήνη, ἅμαξα, Il. 24, 324, Her. 1, 188. 2, 63 u. Sp., wie D. Sic.; Ath. V, 199 a; – ὁμωνυμίη, Luc. Alex. 11. – [Od. 9, 242 ist α lang gebraucht.]
-
8 χρῡσεό-κυκλος
χρῡσεό-κυκλος, mit goldnem Kreise, goldner Scheibe, φέγγος, von der Sonne, Eur. Phoen. 181.
-
9 κατά-κυκλος
κατά-κυκλος, rund, Sp.
-
10 εὔ-κυκλος
εὔ-κυκλος, wohlgerundet, bei Hom. in der Il. stets Beiwort des Schildes, ἀσπίς, wie Aesch. Spt. 572, in der Od. des Wagens, ἀπήνη, 6, 58. 70, von Einigen auf die Räder bezogen, richtiger auf den Wagenkorb; ὄχοι, Aesch. Prom. 712; ἕδρα, Pind. N. 4, 66; σφαῖρα, Plat. Soph. 244 e aus Partnen.; εὔκυκλον ποιεῖν, Tim. 40 a; στεφάναι, Xen. Cyn. 9, 12. Bet Ar. Thesm. 968 χορεία, in schönen Kreisen sich bewegender Reigen. – Adv. εὐκύκλως, Orph. lith. 135.
-
11 δω-δεκά-κυκλος
δω-δεκά-κυκλος, mit zwölf Kreisen, Schol. Pind. Ol. 6, 124.
-
12 μεγά-κυκλος
μεγά-κυκλος, mit großem Kreislauf, Tzets. P. H. 763.
-
13 δί-κυκλος
-
14 μονό-κυκλος
μονό-κυκλος, mit einem Kreise, einer Scheibe, τράπεζα, Poll. 10, 81.
-
15 λαγαρό-κυκλος
λαγαρό-κυκλος, flachrund, flach gewölbt, wie die Schildkrötenschaale und die aus ihr gemachte Lyra und Cither, Eust. 1464 E.; vgl. Philostr. imagg. 1, 10.
-
16 αὐτό-κυκλος
αὐτό-κυκλος, ὁ, der Kreis an sich, Themist. 13, p. 165 a.
-
17 ἀργυρό-κυκλος
ἀργυρό-κυκλος, mit silbernen Rädern, ἀπήνη Nonn. D. 18, 10. 36, 358.
-
18 ἀγκυλό-κυκλος
ἀγκυλό-κυκλος οὔρη, geringelter Schwanz, Nonn. D. 35, 217.
-
19 ὁλό-κυκλος
ὁλό-κυκλος, mit ganzem Kreise, Sp., σελήνη, der Vollmond.
-
20 ἐπί-κυκλος
ἐπί-κυκλος, ὁ, der Nebenkreis, in der Astronomie, Plut. de anim. procr. e Tim. 31.
См. также в других словарях:
κύκλος — ring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
κύκλος — ο 1. καμπύλη κλειστή γραμμή που κάθε σημείο της απέχει εξίσου από το κέντρο. 2. η επίπεδη επιφάνεια που περικλείνεται από την παραπάνω καμπύλη κλειστή γραμμή. 3. σειρά περιοδικών φαινομένων ή σύνολο συναφών πραγμάτων ή γεγονότων: Άρχισε νέος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάθετος κύκλος — (Αστρον.). Μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που είναι κάθετος στον ορίζοντα και περνά από το ζενίθ ενός τόπου. Ονομάζεται και κατακόρυφος κύκλος … Dictionary of Greek
ωριαίος κύκλος — Ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που διέρχεται από τους δύο πόλους, με τον ίδιο τρόπο, που και οι μεσημβρινοί της Γης διέρχονται από τους πόλους της. Eίναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό. Κάθε αστέρας έχει τον ωριαίο κύκλο του, ο… … Dictionary of Greek
Επικός Κύκλος — Der Epische Zyklus oder Epische Kyklos (griechisch Ἐπικὸς Κύκλος), ein antiker Begriff, war eine Sammlung von altgriechischen Ependichtungen, die von der Geschichte des Trojanischen Krieges erzählten. Sie umfasste die Kypria, Aithiopis, Kleine… … Deutsch Wikipedia
αζιμουθιακός κύκλος — (Αστρον.). Γεωδαιτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση οριζόντιων γωνιών (αζιμούθια). Οι γωνίες καθορίζονται από το σημείο στάσης του οργάνου και από δύο σημεία του εδάφους. Το όργανο αποτελείται από δύο κύρια μέρη, τη σκοπευτική διόπτρα … Dictionary of Greek
γεωλογικός κύκλος — Ένας κύκλος γεωλογικών φαινομένων που αφορούν την εξέλιξη των πετρωμάτων και τη συνεχή μετατροπή τους στον χρόνο. Ένα πέτρωμα οποιασδήποτε προέλευσης που βρίσκεται στην επιφάνεια της Γης διαβρώνεται συνεχώς από τις εξωγενείς δυνάμεις και… … Dictionary of Greek
εγγεγραμμένος κύκλος — Ο κύκλος που εφάπτεται σε όλες τις πλευρές ενός πολυγώνου. Στην περίπτωση του τριγώνου, το κέντρο του ε.κ. είναι το σημείο τομής των διχοτόμων … Dictionary of Greek
επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek