-
1 αναφερω
поэт. ἀμφέρω (fut. ἀνοίσω, aor. ἀνήνεγκα)1) выносить наверх(κύνα ἐξ Ἀϊδάω Hom.)
2) возносить, поднимать(τινὰ εἰς Ὄλυμπον Xen.)
ἀ. κώπας Thuc., Arst.; — грести;εἰρεσία ἀναφερομένη Plut. — мерное движение весел;pass. — (о небесных светилах) восходить (ἐν τῇ νυκτί Polyb.)3) добывать, извлекать(ψῆγμα χρυσοῦ ἐκ τῆς ἰλύος, ψάμμος ἀναφερομένη Her.)
4) выделять, извергать(αἵματος πλῆθος ἀνενεγκεῖν Plut.)
ἀ. λίβη Aesch. — лить слезы5) показывать, обнаруживать(τι κέντρον Plut.; ἀρεταὴ ἀμφέρονται Pind.)
νεκρῶδες χρῶμα ἀ. Plut. — принимать мертвенный цвет6) (вверх или вглубь страны) вести, привозить, доставлять(τι παρὰ βασιλέα ἐς Σοῦσα Her.; ἥ εἰς τὸν Πειραιᾶ ἁμαξιτὸς ἀναφέρουσα Xen.)
7) выносить, переносить, выдерживать(ἄχθος δειματοσταγές Aesch.; κινδύνους Thuc.; πόλεμον Polyb.)
8) отводить или относить назад, отставлять9) доносить, сообщать(παρά и ἔς τινα Her.; τοὺς λόγους ἐς τὸν δῆμον Thuc.)
10) обращаться, запрашиватьπερί τινος ἀνῷσαι ἔς τινα Her. и τινι Diod. — запросить кого-л. о чем-л.;
ποῖ δίκην ἀνοίσομεν ; Eur. — где нам искать справедливости?11) издавать, произносить, испускать(βαρεῖς στεναγμούς Plut.)
οὕτω ἀνενεικατο φωνάν Theocr. (v. l.) она — сказала следующее12) вздыхать13) (о налогах и т.п.) вносить, уплачивать(χίλια τάλαντα νομίσματος εἰς τέν Ἀκρόπολιν Aeschin.; αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Arst.)
14) давать оправиться, приводить в себя; подкреплять, ободрятьἀνέφερέ τις ἐλπίς Plut. — теплилась кое-какая надежда15) тж. med.-pass. приходить в себя, (п)оправляться(ἐκ τῶν τραυμάτων Plut.)
τῷ πόματι ἀ. — подкреплять себя иапитком, т.е. вином;ἀ. ἐκ μέθης Luc. — протрезвляться;ἀνενειχθεὴς εἶπε Her. — прийдя в себя, он сказал;16) ссылаться(εἰς τὸν ἀξιόχρεων λέγοντα Plat.)
17) возводить, относить(τὸ γένος τινὸς εἴς τινα Plat.)
ἀ. εἰς Ἡρακλέα Plat. — возводить (чей-л.) род к Гераклу18) приписывать, вменять(τί τινι Eur., Lys. и τι ἐπί τινα Aesch., Dem.; βιβλίον τι εἴς τινα Plut.; τέν αἰτίαν εἴς τινα ἀ. Lys.)
19) возвращать(τινὰς ἐκ τῆς ἀλλοτρίας ἐς τέν ἑαυτῶν, sc. χώραν Thuc.)
20) воспроизводить(τέν ὁμοιότητά τινος Plut.)
ἀ. τι ἑαυτῷ τῷ λόγῳ Plat. — часто обдумывать что-л.;ἀνοιστέον πρὸς αὑτούς Plut. — нужно всегда иметь в виду21) приносить в жертву(τινά, θυσίας NT.)
См. также в других словарях:
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek
Polydamas de Skoutoussa — Polydamas de Skotoussa Polydamas de Skoutoussa est l un des plus fameux athlètes grecs de l Antiquité. Polydamas de Skotoussa est champion des Jeux olympiques de pancrace en 408 av. J. C.. Cet athlète jouit d’une grande renommée et ses exploits… … Wikipédia en Français
Polydamas de skotoussa — Polydamas de Skoutoussa est l un des plus fameux athlètes grecs de l Antiquité. Polydamas de Skotoussa est champion des Jeux olympiques de pancrace en 408 av. J. C.. Cet athlète jouit d’une grande renommée et ses exploits furent souvent comparés… … Wikipédia en Français
κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
Names of Asian cities in different languages — This is a list of cities in Asia that have several different names in different languages, including former (e.g. colonial) names. Many cities have different names in different languages. Some cities have also undergone name changes for political … Wikipedia
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek