-
1 επει
conj.1) ( время):αὐτίκ΄ ἐ., ἐ. τάχιστα, ἐ. εὐθέως, ἐ. τὰ πρῶτα, ἐ. τὸ πρῶτον — как только, как скоро:
- (с ind., преимущ. aor. при прошлом недлит. действии и impf. при прошлом длит. действии)ἐ. ὑπητίαζεν ἥ φάλαγξ καὴ ἥ σάλπιγξ ἐφθέγξατο Xen. — после того, как фаланга стала двигаться и зазвучала труба
- (с conjct. + ἄν, поэт. κε при обозначении предстоящей возможности; иногда ἐ. + ἄν переходят в ἐπάν, ἐπήν, у Her. ἐπεάν)ἐμὲ δ΄ ἄξει ἀνέρ ὅδε, ἐ. κε πυρὸς θερέω Hom. — меня же проводит этот человек, когда согреюсь у огня;
— (с оттенком повторности или привычности, иногда без ἄν или κε):ἐ. ἁμάρτῃ Soph. — всякий раз как (кто-л.) ошибетсяοἱ ὄνοι, ἐ. τις διώκοι, προδραμόντες ἕστασαν Xen. — ослы, когда их кто-л. преследовал, пробежав вперед, останавливались
- (в косв. речи)αὐτὸς δὲ ἐ. διαβαίης, ἀπιέναι ἔφησθα Xen. — ты сам сказал, что как только совершишь переход, уйдешь
- (с inf. по attractio modi)ἐ. οἱ γενομένους τοὺς παῖδας ἀνδρωθῆναι Her. — когда родившиеся у нее мальчики возмужали
(2) (с aor., impf. или praes.) с тех пор какἐ. Τροίης πτολίεθρον ἔπερσεν Hom. — с тех пор как (Одиссей) разрушил город Трою
2) ( причинность) ибо, так как, потому что:(1) (с ind.)ἐ. καὴ τοῖς θηρίοις πόθος τις ἐγγίγνεται Xen. — так как и у животных зарождается некая привязанность
ἐ. οὔποτ΄ ἂν στόλον ἐπλεύσατ΄ ἂν τόνδε Soph. — ибо вы не предприняли бы этого путешествия;
ἐ. ἂν μάλα τοι σχεδὸν ἔλθοι Hom. — так как (Гектор) совсем вплотную к тебе подойдет;(в обращении, — с подразумеваемым - (по)слушай (же);):ξεῖν΄, ἐ. ἂρ δέ ταῦτά μ΄ ἀνείρεαι Hom. — (послушай же), чужеземец, поскольку ты уж спрашиваешь об этом;(в — отриц. предложении иногда):— потому что иначе, ибо в противном случае:ἐ. ὑμεῖς γε οὐδ΄ ἂν νέμεσθαι δύναισθε Xen. — ибо иначе вы не могли бы пастись3) ( следствие) поэтому, следовательно; перед imper.— же, а, ну:
ἐ. δίδαξον Soph. — (так) скажи же;ἐ. ἔρου τινὰ τουτωνί Plat. — а ну спроси кого-л. из этих4) (в уступительном знач.) хотя, однако, все жеἐ. καὴ τοῦτό γέ μοι δοκεῖ καλὸν εἶναι, εἴ τις οἷός τ΄ εἴη παιοεύειν ἀνθρώπους Plat. — впрочем, мне кажется, что хорошо, когда кто-л. в состоянии воспитывать людей
-
2 επος
1) словоπαύρῳ ἔπει Pind. — в немногих словах;
ἔ. πρὸς ἔ. Arph., Plat. — слово за слово;ἑνὴ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἶπαι Her. — свести воедино и выразить все в одном слове2) слова, речь, рассказ, повествованиеἄγε δεῦρο, ἵν΄ ἔ. καὴ μῦθον ἀκούσῃς ἡμέτερον Hom. — подойди и услышь мои речи;
ἅμα ἔ. τε καὴ ἔργον ἐποίεε Her. — как он сказал, так и сделал;ἔπεα ἀκράαντα Hom. — пустые слова3) (данное) слово, обещаниеτελεῖν ἔ. Hom. — сдержать слово
4) (тж. ἔ. μάντιος Hom.) вещее слово, прорицание Soph., Her.5) изречение, поговорка, пословица(τὸ παλαιὸν ἔ. Her.)
ὡς ἔ. εἰπεῖν Aesch., Arph., Plat. — как говорится, так сказать6) предмет (речи), содержание, смыслπρὸς τί τοῦτο τοὔπος (= τὸ ἔ.) ἱστορεῖς ; Soph. — зачем ты толкуешь об этом?;
τί πρὸς ἔ. ; Plat. — какое это имеет отношение к делу?;οὐδὲν πρὸς ἔ. Arph. — ни к чему, бесцельно7) весть, новость8) стихотворная строка, стих, преимущ. гексаметр(Ὁμήρου ἔ. ἐν Ὀδυοσείῃ Her.)
; pl. ἔπη эпическая, реже элегическая и лирическая поэзия(τὰ Κύπρια ἔπεα Her.; τὰ Ὀρφικὰ ἔπη Arst.)
9) строка ( вообще)(μυρίων ἐπῶν μῆκος Isocr.)
οὐδ΄ ἐν ἑπτὰ ἔπεσι γράφειν Luc. — описать менее, чем в семи строчках
См. также в других словарях:
επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
ουδέ — (Α οὐδέ) (αρν. μόριο που χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδ.) ούτε, και όχι αρχ. Ι. (ΩΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ) ΧΡΗΣΗ ΘΕΣΗ: 1. ως επί το πλείστον αντιτίθεται με το μὲν («ἄλλοις μὲν πᾱσιν ἑήνδανεν, οὐδέ ποθ Ἥρη, οὐδὲ Ποσειδάων , οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ», Ομ.… … Dictionary of Greek
περιβόλαιος — ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το περιβόλαιον εκκλ. υφασμάτινο λινό κάλυμμα για το κεφάλι, τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην εποχή τής ακμής τού μοναχισμού, κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, το οποίο ονομαζόταν και ωμοφόριο ή πάλλιο και από το οποίο… … Dictionary of Greek
Sappho 31 — is a poem by Ancient Greek poet Sappho of Lesbos. It is also known as phainetai moi (φαίνεταί μοι) after the opening words of its first line, or Lobel Page 31, Voigt 31, Gallavotti 2, Diehl 2, Bergk 2, after the location of the poem in various… … Wikipedia
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
παύρος — ον, Α (χωρίς θηλυκό βλ. παυράς) 1. μικρός, βραχύς («παύρῳ δ ἔπει θήσω φανέρ «, Πίνδ.) 2. (για χρόνο) λίγος, μικρός, βραχύς, σύντομος, γοργός («παῦρον τέλος βιότοιο», Εμπ.) 3. (ποιητ.) λίγος («παῦροι ἄνδρες», Θέογν.) 4. (το ουδ. εν. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
πολύμυθος — και επικ. τ. πουλύμυθος, ον, Α 1. αυτός που λέει πολλούς μύθους, πολλά λόγια, ο φλύαρος («ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ ἀφαμαρτοεπής», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γνωρίζει πολλούς μύθους («πολύμυθος Καλλιόπη» Ανθ. Παλ.) 3. εκείνος για τον οποίο γίνεται πολύς… … Dictionary of Greek
ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… … Dictionary of Greek
Mimnermus — Mimnermos was one of several ancient, Greek poets who composed verses about solar eclipses, and there was in fact a total solar eclipse of his home town, Smyrna, on April 6, 648 BC[1] His poetry survives only as a few fragments yet they afford us … Wikipedia
Odyssee — Odysseus reicht dem Kyklopen Polyphem eine Schale mit starkem Wein. Die Odyssee (griechisch : ἡ Ὀδύσσεια hē Odýsseia) ist neben der Ilias das zweite dem griechischen Dic … Deutsch Wikipedia