-
1 επίθετο
-
2 ἐπίθετο
-
3 επίθετο(ν)
τό1) грам, (имя) прилагательное; 2) эпитет; 3) прозвище; фамилия;άλλαξε το επίθετό του — он изменил свдю фамилию
-
4 επίθετο(ν)
τό1) грам, (имя) прилагательное; 2) эпитет; 3) прозвище; фамилия;άλλαξε το επίθετό του — он изменил свдю фамилию
-
5 επίθετο
[эпитэто] ουσ ο (γραμ) прилагательное, фамилия. -
6 επίθετο
adjectif -
7 επίθετο
przymiotnik (m) rzecz. -
8 επίθετο
1) adjektivní2) adjektivum -
9 επίθετο
1) adjective2) surnameΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επίθετο
-
10 δια ξηράς (επίθετο)
копненатаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δια ξηράς (επίθετο)
-
11 niteleyici
επίθετο -
12 adjectif
επίθετο -
13 adjektivní
επίθετο -
14 adjektivum
επίθετο -
15 adjective
επίθετο -
16 surname
επίθετο -
17 przymiotnik
επίθετο -
18 sıfat
επίθετο, ιδιότητα -
19 фамилия
фамилия ж το επίθετο, το επώνυμο; как ваша \фамилия? ποιο είναι το επίθετο σας;* * *жτο επίθετο, το επώνυμοкак ва́ша фами́лия? — ποιο είναι το επίθετό σας
-
20 фамилия
фамил||ияж τό ἐπίθετο[ν], τό ἐπώνυ-μο[ν]·. как ваша \фамилия? ποιο εἶναι τό ἐπίθετό σας; девичья \фамилия τό πατρικό ἐπίθετο.
См. также в других словарях:
επίθετο — το 1. (γραμμ.), λέξη προσαρτημένη σε ουσιαστικό, η οποία δηλώνει την ποιότητα ή την ιδιότητά του: Χλομό πρόσωπο. 2. λέξη που χρησιμεύει για δήλωση του χαρακτήρα κάποιου προσώπου ή των ιδιοτήτων ή των συνηθειών του: Παναγία η Μεγαλόχαρη. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίθετο — Μεταβλητό μέρος του λόγου που προσδίδει ιδιότητα ή ποιότητα στο ουσιαστικό. Στα αρχαία ελληνικά και στην καθαρεύουσα, τα ε. είναι τριγενή ή διγενή και ως προς τις καταλήξεις, τρικατάληκτα, δικατάληκτα ή μονοκατάληκτα· στη δημοτική, τα ε. είναι… … Dictionary of Greek
ἐπίθετο — ἐπιτίθημι lay aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πείθω persuade aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσποινα — Επίθετο με το οποίο μπορούσε να ονομαστεί κάθε θεά της αρχαίας Ελλάδας. Οι Δωριείς και οι Θεσσαλοί με το επίθετο Δ. τιμούσαν και τις γυναίκες τους. Πολλές χθόνιες θεές, όπως η Αφροδίτη, η Αθηνά, η Κυβέλη, η Εκάτη, η Δήμητρα και η Περσεφόνη,… … Dictionary of Greek
παρνόπιος — Επίθετο του Απόλλωνα, επειδή απάλλασσε τους ανθρώπους από την πληγή της ακρίδας (παρνόπης). Με την επωνυμία αυτή ονόμαζαν, εκτός τον Απόλλωνα, και την Αθηνά. Άγαλμα του Α.Π. υπήρχε στην Ακρόπολη. Όπως λέγεται, το άγαλμα αυτό ήταν χάλκινο έργο του … Dictionary of Greek
Αναδυομένη — Επίθετο που δόθηκε από την ομηρική εποχή στη θεά Αφροδίτη, γιατί αναδύθηκε από τον αφρό της θάλασσας. Η μυθολογική αυτή παράδοση έχει εμπνεύσει πολλούς καλλιτέχνες όλων των εποχών. Οι αναπαραστάσεις της Αφροδίτης από την κλασική πλαστική τέχνη… … Dictionary of Greek
γαιάχος ή γαιήοχος — Επίθετο που αποδιδόταν σε πολλούς θεούς της αρχαίας Ελλάδας, γιατί σήμαινε εκείνον που είχε τη γη της περιοχής που προστάτευε. Ιδιαίτερα προσέδιδαν το επίθετο αυτό στον Ποσειδώνα στη Λακωνία, όπου υπήρχε ιερό του. Ο Όμηρος και ο Πίνδαρος το… … Dictionary of Greek
Ιτωνία — Επίθετο της θεάς Αθηνάς, που προήλθε από τον ναό της στην πόλη Ίτων. Αναφέρεται και ως Ιτωναία ή Ιτωνίς. Η λατρεία της I. Αθηνάς είχε διαδοθεί σε όλη τη Θεσσαλία και μάλιστα είχαν καθιερωθεί και γιορτές, τα επονομαζόμενα Ιτώνια. Με το ίδιο όνομα… … Dictionary of Greek
Ιτώνια — Επίθετο της θεάς Αθηνάς, που προήλθε από τον ναό της στην πόλη Ίτων. Αναφέρεται και ως Ιτωναία ή Ιτωνίς. Η λατρεία της I. Αθηνάς είχε διαδοθεί σε όλη τη Θεσσαλία και μάλιστα είχαν καθιερωθεί και γιορτές, τα επονομαζόμενα Ιτώνια. Με το ίδιο όνομα… … Dictionary of Greek
Σμινθεύς — Επίθετο του Απόλλωνα ως εξολοθρευτή των ποντικών. Η λατρεία του Απόλλωνα με την ιδιότητα αυτή κατάγεται από την Τροία και, γενικά, τη Μ. Ασία. Ο Απόλλων Σ. λατρευόταν ιδιαίτερα στα νησιά Λέσβο, Τένεδο και Ρόδο. Η ετήσια γιορτή του ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
Τελχινία — Επίθετο της Αθηνάς στην Τελμησό της Βοιωτίας, όπου υπήρχε ιερό της. Το ιερό ίδρυσαν, κατά την παράδοση, οι Τελχίνες. * * * ἡ, Μ [Τελχίν, ῑνος] η Κρήτη … Dictionary of Greek