Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνναετήρ

См. также в других словарях:

  • ενναετήρ — ἐνναετήρ, ο (θηλ. ένναέτειρα) (Α) [ενναίω] κάτοικοις, ένοικος («Ἑλλάδος ἐνναετῆρες», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐνναετήρ — inmate fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνναετῆρας — ἐνναετήρ inmate fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνναετῆρε — ἐνναετήρ inmate fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνναετῆρες — ἐνναετήρ inmate fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνναετῆρος — ἐνναετήρ inmate fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνναέτειρα — ἐνναετήρ inmate fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνναετείρας — ἐνναετείρᾱς , ἐνναετήρ inmate fem acc pl ἐνναετείρᾱς , ἐνναετήρ inmate fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνναετήρων — ἐνναέτηρος nine years old masc/fem/neut gen pl ἐνναετήρ inmate fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»