-
1 ενναετήρ
-
2 ἐνναετήρ
-
3 ενναετηρ
-
4 ἐνναετήρ
A inmate, inhabitant, AP9.495 (Arch.), v.l. in Mosch.2.123:—fem. [full] ἐννᾰέτειρα, APl.4.94 (Arch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνναετήρ
-
5 ἐνναετήρ
ἐν-ναετήρ, ῆρος, ὁ, der Einwohner -
6 ενναετείρας
ἐνναετείρᾱς, ἐνναετήρinmate: fem acc plἐνναετείρᾱς, ἐνναετήρinmate: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἐνναετείρας
ἐνναετείρᾱς, ἐνναετήρinmate: fem acc plἐνναετείρᾱς, ἐνναετήρinmate: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ενναετης
-
9 ενναετης...
ἐνναετής...ἐνναέτης, ἐνναετήςI2(Theocr. - v. l. ἐκγενέτης) = ἐνναέτηρος
II- ου ὅ Anth. = ἐνναετήρ -
10 ενναετήρας
-
11 ἐνναετῆρας
-
12 ενναετήρε
-
13 ἐνναετῆρε
-
14 ενναετήρες
-
15 ἐνναετῆρες
-
16 ενναετήρος
-
17 ἐνναετῆρος
-
18 ενναετήρων
-
19 ἐνναετήρων
-
20 ενναέτειρα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ενναετήρ — ἐνναετήρ, ο (θηλ. ένναέτειρα) (Α) [ενναίω] κάτοικοις, ένοικος («Ἑλλάδος ἐνναετῆρες», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
ἐνναετήρ — inmate fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνναετῆρας — ἐνναετήρ inmate fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνναετῆρε — ἐνναετήρ inmate fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνναετῆρες — ἐνναετήρ inmate fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνναετῆρος — ἐνναετήρ inmate fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνναέτειρα — ἐνναετήρ inmate fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνναετείρας — ἐνναετείρᾱς , ἐνναετήρ inmate fem acc pl ἐνναετείρᾱς , ἐνναετήρ inmate fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνναετήρων — ἐνναέτηρος nine years old masc/fem/neut gen pl ἐνναετήρ inmate fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)