-
1 Ελαιού
-
2 Ἐλαιοῦ
-
3 ελαιού
-
4 ἐλαιοῦ
-
5 ελαίου
ἔλαιονolive-oil: neut gen sgἔλαιοςwild olive: masc gen sgἐλαιόωoil: pres imperat act 2nd sgἐλαιόωoil: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
6 ἐλαίου
ἔλαιονolive-oil: neut gen sgἔλαιοςwild olive: masc gen sgἐλαιόωoil: pres imperat act 2nd sgἐλαιόωoil: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
7 ἐλαίου
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐλαίου
-
8 'λαίου
ἐλαίου, ἔλαιονolive-oil: neut gen sgἐλαίου, ἔλαιοςwild olive: masc gen sgἐλαίου, ἐλαιόωoil: pres imperat act 2nd sgἐλαίου, ἐλαιόωoil: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
9 τουλαίου
ἐλαίου, ἔλαιονolive-oil: neut gen sgἐλαίου, ἔλαιοςwild olive: masc gen sgἐλαίου, ἐλαιόωoil: pres imperat act 2nd sg -
10 τοὐλαίου
ἐλαίου, ἔλαιονolive-oil: neut gen sgἐλαίου, ἔλαιοςwild olive: masc gen sgἐλαίου, ἐλαιόωoil: pres imperat act 2nd sg -
11 бак
1. (ёмкость) η δεξαμενή, το δοχείο, разг. το ντεπόζιτοдополнительный - βοηθητική -, συμπληρωματική -дренажный (тепл.) - αποστράγγισηςмаслосборный - συλλογής ελαίου/λαδιούмасляный - ελαίου/λαδιού2. (корабельный) το πρόστεγο, το κάσσαρο (της πλώρης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бак
-
12 маслоуловитель
ο συλλέκτης ελαίου/ λαδιούη παγίδα ελαίου/λαδιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маслоуловитель
-
13 насос
η αντλίαподавать - ом παρέχω/δίνω με -винтовой - ελικοφόρος -, κοχλιοφόρα/κο-χλιωτή -высоконапорный - см. - высокого давления газовый - αερίωνгрузовой мор. - φορτίουдвухступенчатый - δύο βαθμίδων, διβάθμια -двухцилиндровый - δύο κυλίνδρων, διπλή -масляный - του ελαίου/λαδιούнагнетательный - της πίεσης/κατάθλιψηςосушительный мор. - των σεντινώνподающий ав. - παροχήςподкачивающий ав. см. подающий -продувочный - της εξαέρωσης/σάρωσηςради-ально-поршневой - περιστροφική - με την παλινδρομική κίνηση των εμβόλωνроторный - με ρότορα/στροφέαручной - χειροκίνητη -, η χειραντλίαстояночный мор. - του λιμανιού, судовой - του πλοίουтопливный - του καυσίμου, тормозной (ж - д.) - της πέδηςтрюмный мор. - του κύτους/αμπαριούцентробежный - сдвусторонним всасыванием φυγόκεντρος - με διπλή αναρρόφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насос
-
14 fraces
fracēs, um, f. = ελαίου τρυγία (Gloss.), Öldruse, Ölhefe, Cato r. r. 64, 2. Col. 6, 13, 3.
-
15 πεντα-πλόα
πεντα-πλόα, ἡ, eine Art Becher, Ath. XI, 495 f, καϑ' ὅσον οἶνον ἔχει καὶ μέλι καὶ τυρὸν καὶ ἄλφιτον καὶ ἐλαίου βραχύ, also mit fünffachem Inhalt.
-
16 πέλανος
πέλανος, ὁ (vielleicht ursprünglich Brei, vgl. πόλτος), gew. ein Opferkuchen, der auf den Altar gelegt u. verbrannt wurde; ἀποτρόποισι δαίμοσι ϑέλουσα ϑῦσαι πέλανον, Aesch. Pers. 200; ϑύειν, Eur. Ion 226; καλλίφλογα πέλανον, 707, vgl. Troad. 1063 Hel. 1350; Ar. Plut. 661; einzeln in Prosa, wie Plat. Legg. VI, 782 c, πέλανοι καὶ τοιαῦτα ἄλλα ἁγνὰ ϑύματα, wozu Tim. lex. πέμματα ἐκ παιπάλης καὶ ἐλαίου καὶ μέλιτος; – πελάνους δὲ Δήμητρος καὶ ἄλλας τινὰς καρπῶν ἀπαρχάς, D. Hal. 2, 74; vgl. Paus. 8, 2, 3 u. Harpocr. – Aber auch vom Trankopfer, χέουσα τόνδε πέλανον ἐν τύμβῳ πατρός, Aesch. Ch. 90; u. übertr. von dem dicken Blute, ῥοφεῖν ἐρυϑρὸν ἐκ μελέων πέλανον, Eum. 255, vgl. Ag. 96; Pers. 802 ist unter πέλανος αἱματοσφαγής das vom Blute der Erschlagenen erweichte Schlachtfeld zu verstehen; πρὸς αἱματηρὸν πέλανον Eur. Alc. 854. – Nach Suid. auch τὸ πεπηγὸς καὶ ἐξηραμμένον ὀπῶδες δάκρυον, Harz, Gummi; – ὁ πεπηγὼς ἀφρός, Hesych.; vgl. Eur. Or. 220, wo der Schol. erkl. πᾶν ἐξ ὑγροῦ πεπηγμένον. – Sannyrion Harpocr. erkl. πέλανοι durch ἄλφιτα, und so sagt Ap. Rh. 1, 1077 μύλης πελάνους ἐπαλετρεύουσιν, Mehl. – Bei Nic. Alc. 488 = ὀβολός, vielleicht von der Gestalt, welche jene Opferkuchen in ältester Zeit hatten; vgl. Suid. πέλ. ὁ τῷ μάντει διδόμενος μισϑὸς ὀβολός, welche Erkl. Hesych. bei πεδανός hat, der auch die heterogene Pluralform πέλανα anführt.
-
17 σησαμίς
σησαμίς, ίδος, ἡ, 1) = σησαμῆ, späterer Ausdruck nach Schol. Ar. Pax 834; Ath. XIV, 646 f ἐκ μέλιτος καὶ σησάμων πεφρυγμένων καὶ ἐλαίου σφαιροειδῆ πέμματα, mit Beisp. aus Eupol. u. Antiphan. – 2) eine Pflanze, sonst σησαμοειδὲς μέγα, Diosc.
-
18 φλογίδιον
φλογίδιον, τό, dim. von φλογίς, Hesych., der erklärt αἱ κεγχρίδες δι' ἐλαίου σκευαζόμεναι.
-
19 γλυκίνας
-
20 ἀπο-κλίνω
ἀπο-κλίνω, 1) ablenken, Od. 19, 556; zurücklenken, H. h. Ven. 169; umstoßen, im pass., κεράμιον ἐλαίου Dem. 59, 24, vgl. Plut. Galb. 27. – 2) häufiger intr., vom Wege abgehen, δόξαντ' ἀποκλῖναι Soph. O. R. 1192 ( Schol. ἐκπεσεῖν); Xen. An. 2, 2, 17, ausbiegen; νεὼς νῠν μὲν ὀρϑῆς πλεούσης, νῠν δὲ ἀποκλινούσης Dio Chrys. II, 366; – sich hinneigen, bes. a) von Gegenden, die nach den Himmelsgegenden bestimmt werden, πρὸς τὴν ἠῶ Her. 4, 22; vgl. 3, 114; πρὸς τοὺς ἄρκτους Pol. 3, 47. – b) von der Tageszeit, ἡμέρας ἀποκλινομένης, der Tag neigt sich, Her. 4, 181; vgl. 3, 104. – c) von der Neigung, πρὸς τὸ κόσμιον Plat. Legg. VII, 802 e; εἴς τινα τέχνην VIII, 847 a; ἐπὶ τὰς τύχας Isocr. 4, 163; ἐπὶ τὸ ῥᾳϑυμεῖν Dem. 1, 13; πρὸς τὴν ἡδονήν Arist. Eth. Nic. 10, 1, 3; öfter im tadelnden Sinne, πρὸς ϑηριώδη φύσιν Plat. Polit. 309 d; – ἀποκλῖναι καλῶς, zum Guten ausschlagen, Schol. Ar. Nubb. 583.
См. также в других словарях:
Ἐλαιοῦ — Ἐλαιός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοῦ — ἐλαιόω oil pres imperat mp 2nd sg ἐλαιόω oil imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαίου — ἔλαιον olive oil neut gen sg ἔλαιος wild olive masc gen sg ἐλαιόω oil pres imperat act 2nd sg ἐλαιόω oil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'λαίου — ἐλαίου , ἔλαιον olive oil neut gen sg ἐλαίου , ἔλαιος wild olive masc gen sg ἐλαίου , ἐλαιόω oil pres imperat act 2nd sg ἐλαίου , ἐλαιόω oil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐλαίου — ἐλαίου , ἔλαιον olive oil neut gen sg ἐλαίου , ἔλαιος wild olive masc gen sg ἐλαίου , ἐλαιόω oil pres imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЕЛЕОСВЯЩЕНИЕ — [Соборование; греч. τὸ εὐχέλαιον (ἅϒίον ἔλαιον), букв. молитвомаслие (святой елей)], одно из 7 церковных таинств, в к ром при помазании тела больного специально освященным елеем на него призывается благодать Божия, исцеляющая от телесных и… … Православная энциклопедия
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
ελαιοδυναμικά μηχανήματα — Μηχανές που χρησιμοποιούν την πίεση του ελαίου για να εκτελέσουν ένα μηχανικό έργο. Αποτελούνται βασικά από μια αντλία, η οποία προσδίδει την κατάλληλη πίεση στο έλαιο, από μια δεξαμενή, από ένα μηχανικό όργανο που εκτελεί το έργο με πίεση και… … Dictionary of Greek
Ένγκλερ, Καρλ Όσβαλντ — (Carl Oswald Engler, Βάισβαϊλ 1842 – Καρλσρούη 1925). Γερμανός χημικός. Το 1876 διορίστηκε καθηγητής στο πολυτεχνείο της Καρλσρούης. Ταξίδεψε πολλές φορές στα Καρπάθια, στο Μπακού, στις ακτές της Ερυθράς θάλασσας, στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη… … Dictionary of Greek
διακόπτης — Συσκευή κατάλληλη να διακόπτει ή να αποκαθιστά τη συνέχεια ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, ώστε να εμποδίζει ή να επιτρέπει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απλούστερη μορφή του ο δ. αποτελείται, για κάθε αγωγό της ηλεκτρικής γραμμής στην οποία… … Dictionary of Greek
μέντα — (Mentha). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λαμιιδών. Πρόκειται για φυτά των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τα αρωματικά τους φύλλα και τα μικρά τους άνθη. Ιδιαίτερα γνωστό είδος είναι το… … Dictionary of Greek