Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐλαίου

См. также в других словарях:

  • Ἐλαιοῦ — Ἐλαιός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιοῦ — ἐλαιόω oil pres imperat mp 2nd sg ἐλαιόω oil imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαίου — ἔλαιον olive oil neut gen sg ἔλαιος wild olive masc gen sg ἐλαιόω oil pres imperat act 2nd sg ἐλαιόω oil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'λαίου — ἐλαίου , ἔλαιον olive oil neut gen sg ἐλαίου , ἔλαιος wild olive masc gen sg ἐλαίου , ἐλαιόω oil pres imperat act 2nd sg ἐλαίου , ἐλαιόω oil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐλαίου — ἐλαίου , ἔλαιον olive oil neut gen sg ἐλαίου , ἔλαιος wild olive masc gen sg ἐλαίου , ἐλαιόω oil pres imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЕЛЕОСВЯЩЕНИЕ — [Соборование; греч. τὸ εὐχέλαιον (ἅϒίον ἔλαιον), букв. молитвомаслие (святой елей)], одно из 7 церковных таинств, в к ром при помазании тела больного специально освященным елеем на него призывается благодать Божия, исцеляющая от телесных и… …   Православная энциклопедия

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • ελαιοδυναμικά μηχανήματα — Μηχανές που χρησιμοποιούν την πίεση του ελαίου για να εκτελέσουν ένα μηχανικό έργο. Αποτελούνται βασικά από μια αντλία, η οποία προσδίδει την κατάλληλη πίεση στο έλαιο, από μια δεξαμενή, από ένα μηχανικό όργανο που εκτελεί το έργο με πίεση και… …   Dictionary of Greek

  • Ένγκλερ, Καρλ Όσβαλντ — (Carl Oswald Engler, Βάισβαϊλ 1842 – Καρλσρούη 1925). Γερμανός χημικός. Το 1876 διορίστηκε καθηγητής στο πολυτεχνείο της Καρλσρούης. Ταξίδεψε πολλές φορές στα Καρπάθια, στο Μπακού, στις ακτές της Ερυθράς θάλασσας, στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη… …   Dictionary of Greek

  • διακόπτης — Συσκευή κατάλληλη να διακόπτει ή να αποκαθιστά τη συνέχεια ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, ώστε να εμποδίζει ή να επιτρέπει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απλούστερη μορφή του ο δ. αποτελείται, για κάθε αγωγό της ηλεκτρικής γραμμής στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • μέντα — (Mentha). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λαμιιδών. Πρόκειται για φυτά των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τα αρωματικά τους φύλλα και τα μικρά τους άνθη. Ιδιαίτερα γνωστό είδος είναι το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»