-
1 κερ-τόμεος
κερ-τόμεος, = κερτόμιος, E. M. p. 102, 46.
-
2 κερ-τόμιος
κερ-τόμιος, ον, neckend, spottend, = κέρτομος; κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηϑῆναι Od. 24, 239, κερτομίοις ἐπέεσσιν Δία ἐρέϑιζον Il. 5, 419; ohne ἔπος, κερτομίοισι Δία προςηύδα 1, 539, vgl. Od. 20, 177; κερτομίοις γλώσσαις, ὀργαῖς, Soph. Ant. 946. 951.
-
3 κερ-τόμησις
κερ-τόμησις, ἡ, das Verspotten, Höhnen, Lästern, εἰ κερτόμησίς ἐστι τἀληϑῆ λέγειν Soph. Phil. 1220.
-
4 κερ-τόμημα
κερ-τόμημα, τό, das Gespött, Sp.
-
5 κερ-τομιστής
κερ-τομιστής, ὁ, der Spötter, χλευαστής, Hesych., wo falsch καρτομιστής steht.
-
6 κερ-τομικός
κερ-τομικός, schmähend, adv., Schol. Il. 8, 448.
-
7 κερ-τομητικός
κερ-τομητικός, ή, όν, = κερτομικός, Schol. Il. 16, 261.
-
8 κερ-τομέω
κερ-τομέω ( κέρτομος), verspotten, höhnen, schmähen, lästern, τινά, Od. 18, 349, wo darauf folgt γέλων δ' ἑτάροισιν ἔτευχε; dem ὀνειδίζω entsprechend Il. 2, 256; ohne Casus, 16, 261 Od. 8, 153; ἐπέεσσι u. ἀγορεύεις κερτομέων öfter; mit dem acc. der Sache, παραιβόλα κερτομέουσι H. h. Herc. 56; ἐκερτόμησας δῆϑεν ὡς παῖδ' ὄντα με Aesch. Prom. 988; πότερα δὴ κερτομῶν λέγεις τόδε; Soph. Phil. 1219; Eur. Cycl. 683; ἡμᾶς τόδε Hel. 619; κεκερτομημένη Suppl. 321; in B. A. ist κεκερτόμηται erkl. πέπαικται καὶ κεχλεύασται. In Prosa erst bei Sp.
-
9 κερ-τομία
κερ-τομία, ἡ, Schmähung, Spott, Hom. im plur., κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυϑήσασϑαι Il. 20, 201. 433, κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od. 20, 263.
-
10 κερ-αυλία
-
11 κερ-αύλης
κερ-αύλης, ὁ, = κεραταύλης; Luc. Tragodop. 33; Archil. Poll. 4, 71.
-
12 κερ-αλκής
-
13 κερ-βολέω
-
14 κερ οῦχος
κερ οῦχος, Hörner habend, gehörnt. – Bes. κάλως, = κεραιοῦχος, κερουλκός, ein Tau an der Segelstange.
-
15 κερ-ουχίς
-
16 κερ-ουλκός
κερ-ουλκός, an, mit den Hörnern ziehend, Hesych.; – bes. den hörnernen Bogen ziehend, spannend, Apollo, Suid.; Τρῶες, Soph. frg. 738; auch τόξα κερουλκά, Eur. Or. 268, der am Horn, am Bügel gespannte Bogen; – κάλως, ein Tau, die Segelstange, Raa, κεραία zu ziehen, Sp., auch bei den Lateinern.
-
17 κερ-ουλκίς
κερ-ουλκίς, ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, Schol. Theocr. 5, 145.
-
18 κερ-οίαξ
-
19 κερ-ῶνυξ
-
20 κερ-ῳδός
κερ-ῳδός, ὁ, Hornsänger, Hornist.
См. также в других словарях:
Κερ, Ντέμπορα — (Deborah Kerr, Σκοτία 1921 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Σκοτσέζας ηθοποιού Ντέμπορα Τζέιν Τρίμερ (Deborah Jane Trimmer). Σπούδασε μπαλέτο στο Λονδίνο και έπειτα από μια καριέρα με ορισμένες όχι τόσο σημαντικές εμφανίσεις, έκανε το ντεμπούτο της … Dictionary of Greek
Κερ, Τζον — (John Κerr, Γλασκόβη 1824 – 1907). Σκοτσέζος φυσικός. Σπούδασε αρχικά θεολογία και αργότερα δίδαξε μαθηματικά στην πατρίδα του, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον Τόμσον. Έγινε διάσημος στον τομέα της ηλεκτρομαγνητικής για τις ανακαλύψεις του, οι… … Dictionary of Greek
κέρ' — κέραϊ , κέρας Aër. neut dat sg κέρᾳ , κέρας Aër. neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρτομος — κέρτομος, ον (Α) 1. κερτόμιος*, υβριστικός («χοροὶ κέρτομοι», Ηρόδ.) 2. σκωπτικός, απατηλός («κέρτομός με θεοῡ τις ἐκπλήσσει χαρά», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρ στομος. Το α συνθετικό κερ πιθ., < σκερ τού σκερδόλλω*, ενώ το β < στομος <… … Dictionary of Greek
κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
ευγενικός — και βγενικός, ή και ιά, ό (Μ εὐγενικός, ή, όν) 1. αυτός που κατάγεται από ευγενείς, από αρχοντική γενιά 2. εκείνος που έχει ευγενικά αισθήματα, ευγενές ήθος 3. αυτός που έχει πολιτισμένους τρόπους, που συμπεριφέρεται με ευγένεια νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
κάρτρα — κάρτρα, τὰ (Α) κάρθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρ τρον (< θ. καρ, συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας κερ τού κείρω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ κάρ ην, + επίθημα τρον (πρβλ. άρο τρον, θέρε τρον)] … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… … Dictionary of Greek
καρτός — καρτός, ή, όν (AM) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κόψει σε τεμάχια 2. ο κομμένος σε τεμάχια αρχ. ο κομμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι λείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρ τός (< θ. καρ , συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας κερ τού κείρω,… … Dictionary of Greek