Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄπειρα

См. также в других словарях:

  • ἄπειρα — ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc pl ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπειρ' — ἄπειρα , ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc pl ἄπειρε , ἄπειρος 1 without trial masc/fem voc sg ἄπειρα , ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc pl ἄπειρε , ἄπειρος 2 boundless masc/fem voc sg ἄ̱πειρε , ἤπειρος terra firma fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • Μπρούνο, Τζορντάνο — (Giordano Bruno, Νόλα 1548 – Ρώμη 1600). Ιταλός φιλόσοφος. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Φιλίπο, αλλά έλαβε το όνομα Τζορντάνο όταν, σε ηλικία δέκα οχτώ ετών, μπήκε σε μοναστήρι Δομινικανών στη Νάπολη. Πνεύμα ανήσυχο, φύση ορμητική και μαχητική,… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… …   Dictionary of Greek

  • Μπολτσάνο, Μπέρναρντ — (Bernard Bolzano, Πράγα 1781 – 1848). Τσέχος φιλόσοφος, μαθηματικός και κληρικός. Οι επίσημοι θεολόγοι τον πολέμησαν για τον ηθικιστικό ορθολογισμό του, καταδιώχτηκε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο της Πράγας.… …   Dictionary of Greek

  • ἀπειράτως — ἀπείρατος adverbial ἀπείρατος masc/fem acc pl (doric) ἀπειρά̱τως , ἀπείρητος without trial adverbial (attic doric) ἀπειρά̱τως , ἀπείρητος without trial masc/fem acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπείρατον — ἀπείρατος masc/fem acc sg ἀπείρατος neut nom/voc/acc sg ἀπείρᾱτον , ἀπείρητος without trial masc/fem acc sg (attic doric) ἀπείρᾱτον , ἀπείρητος without trial neut nom/voc/acc sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»