-
1 άπειρα
-
2 ἄπειρα
-
3 άπειρ'
ἄπειρα, ἄπειρος 1without trial: neut nom /voc /acc plἄπειρε, ἄπειρος 1without trial: masc /fem voc sgἄπειρα, ἄπειρος 2boundless: neut nom /voc /acc plἄπειρε, ἄπειρος 2boundless: masc /fem voc sgἄ̱πειρε, ἤπειροςterra firma: fem voc sg -
4 ἄπειρ'
ἄπειρα, ἄπειρος 1without trial: neut nom /voc /acc plἄπειρε, ἄπειρος 1without trial: masc /fem voc sgἄπειρα, ἄπειρος 2boundless: neut nom /voc /acc plἄπειρε, ἄπειρος 2boundless: masc /fem voc sgἄ̱πειρε, ἤπειροςterra firma: fem voc sg -
5 απειράτως
ἀπείρατοςadverbialἀπείρατοςmasc /fem acc pl (doric)ἀπειρά̱τως, ἀπείρητοςwithout trial: adverbial (attic doric)ἀπειρά̱τως, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem acc pl (attic doric) -
6 ἀπειράτως
ἀπείρατοςadverbialἀπείρατοςmasc /fem acc pl (doric)ἀπειρά̱τως, ἀπείρητοςwithout trial: adverbial (attic doric)ἀπειρά̱τως, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem acc pl (attic doric) -
7 απείρατον
ἀπείρατοςmasc /fem acc sgἀπείρατοςneut nom /voc /acc sgἀπείρᾱτον, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem acc sg (attic doric)ἀπείρᾱτον, ἀπείρητοςwithout trial: neut nom /voc /acc sg (attic doric) -
8 ἀπείρατον
ἀπείρατοςmasc /fem acc sgἀπείρατοςneut nom /voc /acc sgἀπείρᾱτον, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem acc sg (attic doric)ἀπείρᾱτον, ἀπείρητοςwithout trial: neut nom /voc /acc sg (attic doric) -
9 πλῆθος
πλῆθος, εος, τό, [dialect] Dor. and Arc. [full] πλῆθος Schwyzer 84.8, al. (Argive, found in Crete, v B.C.), IG5(2).6.20 (Tegea, iv B.C.), etc.; [dialect] Boeot. [full] πλεῖθος ib.7.3171.46 (Orchom. [dialect] Boeot.); pseudo-[dialect] Dor. and pseudo-[dialect] Aeol. [full] πλᾶθος GDI5176.21 ([place name] Crete), IGRom.4.1302.18 (Cyme, i B.C./ i A.D.), Hippod. ap. Stob.4.1.93: (πλήθω,A v. πίμπλημι):—great number, multitude, esp. of people, Il.17.330, Hdt.7.49, etc.; στρατοῦ π., periphr. for στρατὸς πολύς, Id.9.73; ὡς πλήθει for the mass of men, Pl.R. 389d.2 τὸ π. the greater number, the mass, main body,τὸ π. τοῦ στρατοῦ Hdt.1.82
, cf. 5.92; τὸ π. τῆς ψυχῆς the largest part of.., Pl.Lg. 689a: as Noun of Multitude with pl. Verb,Ἀθηναίων τὸ π. οἴονται Th.1.20
; τὸ π. ἐψηφίσαντο πολεμεῖν the majority, ib. 125, cf. X.Cyr.2.4.20; τῷ π. by a majority, Berl.Sitzb.1927.8 ([dialect] Locr., v B.C.): hence, people, population,σμικρὸν τὸ π. τῆσδε γῆς E.Ph. 715
.b the commons, Th. 1.9, etc.;ἡ τοῦ π. ἀρχή, δημοκρατία τοὔνομα κληθεῖσα Pl.Plt. 291d
;ἐς τὸ π. φέρειν τὸ κράτος Hdt.3.81
: freq. of the popular assembly, τὸ ὑμέτερον π., τὸ π. τὸ ὑμέτερον, Lys.12.42, Pl.Ap. 31c; Ἐρυθραίων τῷ π., Ἀθηναίων τοῦ π., IG12.10.21, 22; = Lat. plebs, Plb.6.15.11, D.S.12.25, D.H.4.71; also, association, corporation, or guild,τὸ π. τὸ Ἁλιαδᾶν IG 12(1).155.6
, 156.5 ([place name] Rhodes);τὸ τῶν Πανιαστῶν π. IGRom.4.1680
(Pergam.);τὸ π. τῶν ἱερέων OGI56.24
(Canopus, iii B.C.);π. τῶν ἁλιέων PSI5.498.2
(iii B.C.);τὸ π. τῶν μαχαιροφόρων OGI737
(Memphis, ii B.C.); opp. αἱ ἀρχαί, οἱ ὀλίγοι, Th.5.84; but also, populace, mob, opp. δῆμος (commons), X.Ath.2.18, App.BC1.10: also in pl., πείθειν τὰ π. the masses, Pl.Grg. 452e, cf. Sph. 268b;ὃ πᾶσι.. σωτήριον, μάλιστα δὲ τοῖς π. πρὸς τοὺς τυράννους D.6.24
;φιλόσοφον.. π. ἀδύνατον εἶναι Pl.R. 494a
.II quantity or number,πόσον π. ἦν νεῶν Ἑλληνίδων; A.Pers. 334
;τῆς σῆς δυνάμεως τί φῂς π. εἶναι; X.Cyr.2.1.6
;ὅμιλος πλήθει φοβερώτατος Th.2.98
;ἰσχύϊ καὶ πλήθει προέχων Id.3.74
;τῷ π. αὐτῶν καταπλαγέντες Id.4.10
;πλήθεϊ πολλοί Hdt.3.11
, cf. 6.44;σὺν πλήθει χερῶν S.OT 123
; in force,Th.
8.22: abs. in acc.,κόσοι πλῆθος Hdt.1.153
;πόσοι τὸ π.; Diph.17.1
;ἐρέται.. π. ἀνάριθμοι A.Pers.40
(anap.);π. ὡς δισχίλιοι X.An.4.2.2
;ἄπειρα τὸ π. Id.Mem.1.1.14
;ἄπειρα καὶ π. καὶ σμικρότητα Anaxag.1
;π. τι πάμπολυ φθειρῶν IG42(1).122.45
, cf. 32 (Epid., iv B.C.).III magnitude, size, or extent, [ὄρος] πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον Hdt.1.203
; πεδίον πλῆθος ἄπειρον ib. 204;ἡ ἐρῆμος.. ἐοῦσα πλῆθος ἑπτὰ ἡμερέων ὁδοῦ Id.4.123
;π. χώρας καὶ ἀνθρώπων X.An.1.5.9
.2 in [dialect] Att., of quantity or amount,διὰ π. τῆς ζημίας Th.3.70
;χρημάτων π. Id.1.9
;διὰ πλῆθος οὐσίας Pl.R. 591e
, cf. Arist.Pol. 1279a19; ; multa sudans,Id.
Ti. 84e;τὸ π. τοῦ ῥεύματος Plb.1.75.5
; τὸ παρακείμενον π. the amount entered against each, Ostr.Bodl. i 252 (ii B.C.); of money,τὸ ἴσον π. TAM2.526
([place name] Pinara): in pl., quantities,ἐμβρύων Cratin.326
;θαυμαστὸν ὅσ' ἐστ' ἀγαθῶν π. Mnesim.4.51
(anap.);οἰκοδομημάτων πλήθεσι ἢ μεγέθεσι D.C.52.30
, cf. 10.4 plurality, opp. ἕν, Dam.Pr.45.IV of Time, length,χρόνου Th.1.1
, Pl.Tht. 158d, Isoc.12.180;π. ἐτῶν Ar.Nu. 855
;πλήθει πολλῶν μηνῶν S.Ph. 722
(lyr.).V with Preps., or Advbs.,ἐς π.
in great numbers,Th.
1.14; κατὰ πλῆθος a large number at a time, IG12.6.112;ὡς ἐπὶ τὸ π.
usually, mostly,Pl.
Phdr. 275b;ὡς ἐπὶ τὸ π. εἰπεῖν Arist.GA 786a35
;κατὰ π. D.H.6.67
. -
10 πέρας
πέρας, ατος, τό, Ende, Ziel, Gränze; μόνος ἂν ϑνητῶν πέρας εἴποι, Aesch. Pers. 624; πέρας ποῖ κακῶν προβήσεται, Eur. Or. 510; οὐκ ἔχων πέρας κακῶν, Andr. 1217, öfter; ἐκ περάτων γῆς ἐλϑεῖν, Thuc. 1, 69; εἰ πέρας μηδὲν ἔσται σφίσ ι τοῦ ἀπαλλαγῆναι τοῠ κινδύνου, 7, 42; ὅταν μηδὲν ᾖ πέρας κακοῦ, Plat. Phaedr. 254 b; er setzt ἄπειρα u. πέρας ἔχοντα einander gegenüber, Parmen. 165 a, wie πέρας καὶ ἄπειρον, Phil. 30 a, vgl. Tim. 55 c; ἐπὶ τὰ πέρατα φέρον, Tim. Locr. 101 d; πέρας ἔχειν, neben τέλος λαβεῖν, Isocr. 4, 5, wo er hinzusetzt ὥςτε μηδεμίαν λελεῖφϑαι τοῖς ἄλλοις ὑπερβολήν, also das höchste Ziel der Vollkommenheit erreicht haben, vgl. 5, 141, ἐγὼ μὲν γὰρ ἡγοῠμαι ταῠτα πέρας ἕξειν· οὐδένα γὰρ ἄλλον ποτὲ δυνήσεσϑαι μείζω πρᾶξαι τούτων; ähnlich oft bei Folgdn; πέρας ἐπιϑεῖναι τῷ πολέμῳ, Pol. 1, 41, 2 u. öfter; πέρας εἶχε τὸ πρᾶγμα, hatte ein Ende, 10, 32, 6; auch πέρας λαμβάνει ὁ πόλεμος, 5, 31, 2. Er braucht auch πέρας u. τὸ πέρας adverbial, endlich, zuletzt, 2, 55, 6. 3, 48, 3 u. öfter, wie Aesch. 1, 61; Alexis bei Ath. II, 60 (v. 13). – Auch wie τέλος, die höchste vollziehende Gewalt im Staate, οἱ τὸ πέρας ἔχοντες τῶν ἐν τῇ πόλει ἁπάντων, die obersten Richter, Din. 3, 16. – Vgl. πεῖραρ.
-
11 ὁμ-ῑλία
ὁμ-ῑλία, ἡ, das Zusammensein, die Gemeinschaft, der Umgang; ἐν παντὶ πράγει δ' ἔσϑ' ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, Aesch. Spt. 581; τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ ϑ' ὁμιλία, Prom. 39; die Versammlung, τὸ φῠλον οὐκ ὄπωπα τῆςδ' ὁμιλίας, Eum. 57, vgl. 384. 681, wie Soph. Ai. 859 O. R. 1489; παύσω συμποτῶν ὁμιλίας, Eur. Alc. 344; ἀνδρῶν ἀρίστων ὁμιλίην ἐπιλέξαντες, ein Collegium, Her. 3, 81; Aesch. auch ἐμβριϑεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις, Eum. 924, Unterredungen; πρός τινα, mit Einem, Soph. Phil. 70; εἰςιδεῖν πατρὸς δευτέραν ὁμιλίαν ἐλϑόντος ἐς φῶς, El. 410; μείζω βροτείας προςπεσὼν ὁμιλίας, Eur. Hipp. 19; αὗται αἱ γυναῖκες λέγονται οὐδαμῶς ἀνδρῶν ἐς ὁμιλίην φοιτᾶν, ehelichen Umgang haben, Her. 1, 182; vgl. ἄνευ τῆς πρὸς τὸν ἄνδρα ὁμιλίας, Luc. sacrif. 6; τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας, Plat. Phaedr. 239 c, Umgang mit ibm; ἐκ τῆς τούτων ὁμιλίας τε καὶ τρίψεως πρὸς ἄλληλα γίγνεται ἔκγονα ἄπειρα, Theaet. 156 a; ἀρετῆς ἕνεκα τὰς ὁμιλίας ποιεῖσϑαι, Soph. 223 a; u. so öfter, bes. bei Folgdn der Unterricht, λαμβάνειν τῆς ὁμιλίας μισϑόν, Xen. Mem. 1, 2, 6. – Ueberredung, ἐὰν τοὺς κυρίους ἢ δώροις ἢ δι' ἄλλης ἡςτινοςοῠν ὁμιλίας ἐξαρέσηται, Dem. 60, 25, vgl. epist. 2 p. 635, 26. – Ὀνόματος, der Gebrauch, D. L. 10, 67.
-
12 μεριστος
31) разделенный Plat.2) делимый(μ. ἢ ἀμερής Arst., Plut.)
μ. εἰς ἄπειρα Arst. — делимый до бесконечности -
13 απειράτοις
ἀπείρατοςmasc /fem /neut dat plἀπειρά̱τοις, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem /neut dat pl (attic doric) -
14 ἀπειράτοις
ἀπείρατοςmasc /fem /neut dat plἀπειρά̱τοις, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem /neut dat pl (attic doric) -
15 απειράτου
ἀπείρατοςmasc /fem /neut gen sgἀπειρά̱του, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem /neut gen sg (attic doric) -
16 ἀπειράτου
ἀπείρατοςmasc /fem /neut gen sgἀπειρά̱του, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem /neut gen sg (attic doric) -
17 απειράτους
ἀπείρατοςmasc /fem acc plἀπειρά̱τους, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem acc pl (attic doric) -
18 ἀπειράτους
ἀπείρατοςmasc /fem acc plἀπειρά̱τους, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem acc pl (attic doric) -
19 απειράτω
ἀπείρατοςmasc /fem /neut dat sgἀπειρά̱τῳ, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem /neut dat sg (attic doric) -
20 ἀπειράτῳ
ἀπείρατοςmasc /fem /neut dat sgἀπειρά̱τῳ, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem /neut dat sg (attic doric)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄπειρα — ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc pl ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπειρ' — ἄπειρα , ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc pl ἄπειρε , ἄπειρος 1 without trial masc/fem voc sg ἄπειρα , ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc pl ἄπειρε , ἄπειρος 2 boundless masc/fem voc sg ἄ̱πειρε , ἤπειρος terra firma fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… … Dictionary of Greek
Μπρούνο, Τζορντάνο — (Giordano Bruno, Νόλα 1548 – Ρώμη 1600). Ιταλός φιλόσοφος. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Φιλίπο, αλλά έλαβε το όνομα Τζορντάνο όταν, σε ηλικία δέκα οχτώ ετών, μπήκε σε μοναστήρι Δομινικανών στη Νάπολη. Πνεύμα ανήσυχο, φύση ορμητική και μαχητική,… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… … Dictionary of Greek
Μπολτσάνο, Μπέρναρντ — (Bernard Bolzano, Πράγα 1781 – 1848). Τσέχος φιλόσοφος, μαθηματικός και κληρικός. Οι επίσημοι θεολόγοι τον πολέμησαν για τον ηθικιστικό ορθολογισμό του, καταδιώχτηκε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο της Πράγας.… … Dictionary of Greek
ἀπειράτως — ἀπείρατος adverbial ἀπείρατος masc/fem acc pl (doric) ἀπειρά̱τως , ἀπείρητος without trial adverbial (attic doric) ἀπειρά̱τως , ἀπείρητος without trial masc/fem acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείρατον — ἀπείρατος masc/fem acc sg ἀπείρατος neut nom/voc/acc sg ἀπείρᾱτον , ἀπείρητος without trial masc/fem acc sg (attic doric) ἀπείρᾱτον , ἀπείρητος without trial neut nom/voc/acc sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)