-
101 тшетный
тшетн||ыйприл μάταιος, ἀνωφελής, ἄδικος; \тшетныйые усилия οἱ μάταιες προσπάθειες· \тшетныйые надежды οἱ μάταιες ἐλπίδες. -
102 α-
(перед гласными αν\) отрицательная приставка, обознач, отсутствие признака, свойства, выраженного основной частью слова, напр.:άδικος несправедливый; άνομος незаконный; ανηθικότης аморальность -
103 έργο(ν)
τό1) работа, занятие, дело;τί έργο(ν) κάνεις; — чем ты занимаешься?;
2) творение, произведение, сочинение;ποιητικό έργο(ν) — поэтическое произведение;
ζωγραφικό έργο(ν) — произведение живописи;
έργο(ν) τέχνης — произведение искусства;
θεατρικό έργο(ν) — пьеса;
γλυπτικό έργο(ν) — скульптура;
τό έργο(ν) των χειρών μου — дело моих рук;
3) перен. дело, действие; дела; поступки;έργα αγαθά — добрые дела;
η ζωή και το έργο(ν) — жизнь и деятельность;
χρειάζονται έργα και όχι λόγια — нужны дела, а не слова;
από τα λόγια έρχομαι στα έργα — переходить от слов к делу;
όλης της ζωής μου — дело всей моей жизни;έργο(ν) φρονήσεως — благоразумный акт;
4) сооружение, постройка;τεχνικά έργα — технические сооружения;
οχυρωματικά έργα — оборонительные, фортификационные сооружения или работы;
5) работы;δημόσια έργα — общественные работы;
καταναγκαστικά έργα — принудительные работы;
6) долг, обязанность;τό θεωρώ έργο(ν) — считать долгом, обязанностью;
έργο(ν) μου είναι να... — мой долг...;
δεν είναι ιδικόν μου έργο(ν) να... — это не моя обязанность;
7) театр., кино постановка, пьеса; фильм;τί έργο(ν) παίζεται στο Εθνικό; — что идёт в «Этнико»?;
8) задание, норма;τελειώνω το έργο(ν) μου — выполнять своё задание;
9) физ. работа;10): έργω (δοτ.) в.действительности, на деле, в самом деле, фактически; έργω βοήθεια реальная помощь;§ τίθεμαι επί το έργο(ν) — приступать к делу;
εις έργ! — к делу!;
ευχής έργο(ν) θα ήτο — было бы желательно;
είναι έργο(ν) μου — это моё дело;
άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο εργος, λόγω μεν δίκαιος, εργω δε άδικος погов, на словах одно, а на деле другое;μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου — очень странно!, удивительно!, удивительны дело твой, господи!
-
104 έργο(ν)
τό1) работа, занятие, дело;τί έργο(ν) κάνεις; — чем ты занимаешься?;
2) творение, произведение, сочинение;ποιητικό έργο(ν) — поэтическое произведение;
ζωγραφικό έργο(ν) — произведение живописи;
έργο(ν) τέχνης — произведение искусства;
θεατρικό έργο(ν) — пьеса;
γλυπτικό έργο(ν) — скульптура;
τό έργο(ν) των χειρών μου — дело моих рук;
3) перен. дело, действие; дела; поступки;έργα αγαθά — добрые дела;
η ζωή και το έργο(ν) — жизнь и деятельность;
χρειάζονται έργα και όχι λόγια — нужны дела, а не слова;
από τα λόγια έρχομαι στα έργα — переходить от слов к делу;
όλης της ζωής μου — дело всей моей жизни;έργο(ν) φρονήσεως — благоразумный акт;
4) сооружение, постройка;τεχνικά έργα — технические сооружения;
οχυρωματικά έργα — оборонительные, фортификационные сооружения или работы;
5) работы;δημόσια έργα — общественные работы;
καταναγκαστικά έργα — принудительные работы;
6) долг, обязанность;τό θεωρώ έργο(ν) — считать долгом, обязанностью;
έργο(ν) μου είναι να... — мой долг...;
δεν είναι ιδικόν μου έργο(ν) να... — это не моя обязанность;
7) театр., кино постановка, пьеса; фильм;τί έργο(ν) παίζεται στο Εθνικό; — что идёт в «Этнико»?;
8) задание, норма;τελειώνω το έργο(ν) μου — выполнять своё задание;
9) физ. работа;10): έργω (δοτ.) в.действительности, на деле, в самом деле, фактически; έργω βοήθεια реальная помощь;§ τίθεμαι επί το έργο(ν) — приступать к делу;
εις έργ! — к делу!;
ευχής έργο(ν) θα ήτο — было бы желательно;
είναι έργο(ν) μου — это моё дело;
άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο εργος, λόγω μεν δίκαιος, εργω δε άδικος погов, на словах одно, а на деле другое;μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου — очень странно!, удивительно!, удивительны дело твой, господи!
-
105 άδικα
-
106 ἄδικα
-
107 άδικε
-
108 ἄδικε
-
109 άδικοι
-
110 ἄδικοι
-
111 αδικωτάτην
-
112 ἀδικωτάτην
-
113 αδικωτάτης
-
114 ἀδικωτάτης
-
115 αδικωτάτοις
-
116 ἀδικωτάτοις
-
117 αδικωτάτου
-
118 ἀδικωτάτου
-
119 αδικωτάτους
-
120 ἀδικωτάτους
См. также в других словарях:
ἄδικος — wrongdoing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek
άδικος — η, ο επίρρ. α και αδίκως 1. αυτός που δεν είναι δίκαιος: Ήταν σκληρός και άδικος άνθρωπος. 2. ασεβής, αμαρτωλός: Ο Θεός στέλνει τα καλά του σε δίκαιους και άδικους. 3. μάταιος, ανωφελής: Θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά άδικος κόπος. 4. το ουδ. ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδικώτερον — ἄδικος wrongdoing masc acc comp sg ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc comp sg ἄδικος wrongdoing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικωτάτω — ἄδικος wrongdoing masc/neut nom/voc/acc superl dual ἄδικος wrongdoing masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικωτάτων — ἄδικος wrongdoing fem gen superl pl ἄδικος wrongdoing masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικωτέρων — ἄδικος wrongdoing fem gen comp pl ἄδικος wrongdoing masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικώτατα — ἄδικος wrongdoing adverbial superl ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικώτατον — ἄδικος wrongdoing masc acc superl sg ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκω — ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκως — ἄδικος wrongdoing adverbial ἄδικος wrongdoing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)