-
1 αθροος
стяж. ἄθρους, атт. тж. ἁθρόος, стяж. ἅθρους 31) собранный вместе, совокупный, совместный, всеобщийἀθρόοι ἴομεν Hom. — пойдем все вместе;
οὐκ ἀθρόοι, ἀλλ΄ ἄλλοι ἄλλοθεν Xen. — не сомкнутым строем, а кто куда;οἱ ἀθρούστατοι (πολέμιοι) Plut. — самая гуща неприятельских войск;ἀθρόα πάντα Hom. — все вместе (сразу);ἀθρόα πόλις Thuc. — весь город в целом;κῶμαι ἀθρόαι Xen. — селения, расположенные кучно (на близком друг к другу расстоянии);ἀθρόους τινὰς κρίνειν Plat. — судить кого-л. вместе (огулом);ἀθρόῳ στόματι Eur. — единогласно;οὐ μανθάνειν ἀθρόον λεγόμενον Plat. — не понимать общего смысла;ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν Pind. — в течение трех ночей подряд;ὕλη καύσιμος ἀθρόα Plat. — весь запас древесного топлива;λῖς ἀ. ἆλτο Theocr. — лев вскочил одним прыжком;κατήριπε ἐς ὕδωρ ἀ. Theocr. — он мгновенно погрузился в воду2) непрерывный, сплошной, обильный(κακότης Pind.; δάκρυ Eur.; πνεῦμα Arst.)
ἀ. καὴ πολὺς λόγος Plat. — пространная и непрерывная речь -
2 ἁθρόος
ἁθρόος, ά, ον собранный вместе, скученный; совокупный, весь -
3 αθρόος
-
4 αθρους
См. также в других словарях:
ἁθρόος — ἀθρόος in crowds masc nom sg ἀθρόος in crowds masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθροος — ἄθροος, ον (Α) αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θρόος ή θροῦς (= οχλαγωγία, συγκεχυμένος θόρυβος)] … Dictionary of Greek
ἀθρόος — in crowds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθροος — ἀθρόος in crowds masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς … Dictionary of Greek
αθρόος — α, ο συμπυκνωμένος, πολύς, άφθονος: Τις τελευταίες μέρες έγιναν αθρόες συλλήψεις φοιτητών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁθροώτερον — ἀθρόος in crowds masc/fem acc comp sg (attic) ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc comp sg (attic) ἀθρόος in crowds adverbial comp ἀθρόος in crowds masc acc comp sg ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc comp sg ἀθρόος in crowds masc acc comp sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁθροώτατον — ἀθρόος in crowds masc/fem acc superl sg (attic) ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc superl sg (attic) ἀθρόος in crowds masc acc superl sg ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc superl sg ἀθρόος in crowds masc acc superl sg (attic) ἀθρόος in crowds neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροώτερον — ἀθρόος in crowds masc/fem acc comp sg (attic) ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc comp sg (attic) ἀθρόος in crowds adverbial comp ἀθρόος in crowds masc acc comp sg ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁθρόα — ἀθρόος in crowds fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc pl ἁθρόᾱ , ἀθρόος in crowds fem nom/voc/acc dual ἁθρόᾱ , ἀθρόος in crowds fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁθρόως — ἀθρόος in crowds masc/fem acc pl (attic doric) ἀθρόος in crowds adverbial ἀθρόος in crowds masc acc pl (doric) ἀθρόος in crowds adverbial (attic) ἀθρόος in crowds masc/fem acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)