-
1 потеря
потер||яж1. ἡ ἀπώλεια, ὁ χαμός, τό Χάσιμο:\потеря времени ἡ ἀπώλεια χρόνου, τό χάσιμο χρόνου· \потеря памяти ἡ ἀμνησία· *"· речи ἡ ἀφασία·2. (убыток) ἡ ζημία, τό ζημίωμα:нести \потеряи ἔχω (или ὑφίσταμαι) ἀπώλειες. -
2 неметь
-ею, -ешьρ.δ.1. βουβαινομαι, γίνομαι άφωνος•больной -ет ο άρρωστος πέφτει σε αφασία.
|| μτφ. αποστομώνομαι, μένω άναυδος.2. μουδιάζω•пальцы -ют от холода τα δάχτυλα μουδιάζουν (ξενεύουν) αποτοκρύο.
-
3 немота
-ы θ.αφωνία, βουβότητα, αφασία•немота от рождения βουβότητα εκ γενετής.
-
4 онемелость
-и θ.αφωνία, αφασία, βουβότητα, αλαλιά. || μούδιασμα, αιμοδίαση, νάρκωση. -
5 Dumb
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dumb
-
6 Dumbness
subs.P. ἀφωνία, ἡ, P. and V. ἀφασία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dumbness
-
7 Speechlessness
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Speechlessness
-
8 Swoon
subs.V. φρενῶν καταφθορά (Æsch., Choe. 211).——————v. intrans.I swoon and my limbs faint: V. προλείπω λύεται δέ μοι μέλη (Eur., Hec. 438).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Swoon
См. также в других словарях:
ἀφασία — ἀφασίᾱ , ἀφασία fem nom/voc/acc dual ἀφασίᾱ , ἀφασία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφασίᾳ — ἀφασίαι , ἀφασία fem nom/voc pl ἀφασίᾱͅ , ἀφασία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφασία — Η αδυναμία ομιλίας που είναι σύμπτωμα διαφόρων παθολογικών καταστάσεων και συνήθως οφείλεται σε σοβαρές βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος (εμβολές, θρομβώσεις, όγκοι, τραύματα). Πρόσκαιρο αφασικό σύνδρομο μπορεί να εμφανιστεί και κατά την… … Dictionary of Greek
αφασία — η το χάσιμο της ικανότητας να μιλά κανείς: Δύο μέρες τώρα ο τραυματισμένος βρίσκεται σε αφασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφασίας — ἀφασίᾱς , ἀφασία fem acc pl ἀφασίᾱς , ἀφασία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφασίαι — ἀφασία fem nom/voc pl ἀφασίᾱͅ , ἀφασία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφασίαν — ἀφασίᾱν , ἀφασία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφασίη — ἀφασία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Греческая философия — обнимает собою более чем тысячелетний период истории. Она зарождается за VI в. до Р. X., совпадая с началом того умственного и нравственного брожения, которое постепенно охватывало весь древний мир, и кончается в V или VI в. по Р. X., незаметно и … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Aphasie — Klassifikation nach ICD 10 F80.1 Expressive Sprachstörung F80.28 Sonstige rezeptive Sprachstörung F80.3 … Deutsch Wikipedia
Aphasiker — Klassifikation nach ICD 10 R47.0 Dysphasie und Aphasie … Deutsch Wikipedia