-
1 ασθενεία
ἀσθενείᾱ, ἀσθένειαwant of strength: fem nom /voc /acc dual——————ἀσθενείᾱͅ, ἀσθένειαwant of strength: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 ασθένεια
-
3 ἀσθένεια
-
4 ασθένεια
ασθένεια η1) болезнь;2) слабость, немощь:και ειρηκέν μοι, αρκεί σοι η χάρις μου, η γαρ δύναμις εν ασθενεία τελείται. Ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμεις του Χριστού (2 Κορ. 12, 9-10) — но Господь сказал мне: «довольно для тебя благодати Моей, ибо сила Моя совершается в немощи». И потому я гораздо охотнее буду хвалиться своими немощами, чтобы обитала во мне сила Христова (2 Кор. 12, 9-10)
-
5 ἀσθένεια
ἀσθένεια, ας, ἡ (σθένος ‘strength’, s. next entry; Hdt., Thu.+)① a state of debilitating illness, sickness, disease (X., Mem. 4, 2, 32; Appian, Bell. Civ. 5, 16 §65; Herodian 1, 4, 7; pap; 2 Macc 9:21f; Jos., Bell. 1, 76, Ant. 15, 359) Ac 5:15 D; w. νόσος Mt 8:17; ἔχειν ἀ. be ill Ac 28:9; ἀσθένειαν τῇ σαρκὶ αὐτῶν ἐπισπῶνται Hv 3, 9, 3; θεραπεύεσθαι ἀπὸ τῶν ἀ. Lk 5:15. For this ἀπολύεσθαι τῆς ἀ. 13:12; ἔτη ἔχειν ἐν ἀ. (s. ἔτος end) J 5:5, cp. 11:4; Hs 6, 3, 4. διʼ ἀσθένειαν τῆς σαρκός because of a bodily ailment (Persaeus [III B.C.]: 584 Fgm. 3a Jac. διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀσθένειαν; Dio Chrys. 28 [45], 1 σώματος ἀσθ., likew. Ael. Aristid. 27, 2 K.=16 p. 382 D.—PLond III, 971, 4 p. 128 [III/IV A.D.] ἀδύνατος γάρ ἐστιν ἡ γυνὴ διὰ ἀσθένιαν τῆς φύσεως, cp. also PFlor 51, 5 σωματικῆς ἀσθενείας) Gal 4:13. ἀσθένειαι (pl., as 2 Cor 12:5, 9f) times of weakness, weaknesses 1 Ti 5:23. Caused by hostile spirits, the πνεύματα ἀσθενείας Lk 8:2; 13:11.② incapacity for someth. or experience of limitation, weaknessⓐ gener., Hv 3, 11, 4; 3, 12, 2. Opp. δύναμις (Diod S 4, 8, 3: many do not believe the writers of history when they relate the marvelous deeds of one like Heracles, because they judge the δύναμις of the divine hero in comparison with the ἀσθένεια of contemporary pers.) of inability to function as effectively as one might wish 1 Cor 15:43. δυναμοῦσθαι ἀπὸ ἀ. come out of weakness to strength Hb 11:34. In Paul’s ἀ., which appears in τὰ τῆς ἀ. μου 2 Cor 11:30 or αἱ ἀσθένειαι (s. 1 above) 12:5, 9f, all of which suggest ineffectualness, God’s δύναμις manifests itself 12:9 (s. τελέω 1 end), thus in effect converting displays of weakness into heroic performance.ⓑ gener., of the frailty to which all human flesh is heir (Pla., Leg. 854a ἀ. τ. ἀνθρωπίνης φύσεως; Diod S 1, 2, 3 ἡ τῆς φύσεως ἀ.; 13, 24, 4 and 6; Orig., C. Cels. 3, 42, 11; Did., Gen. 55, 19) of Christ (Orig., C. Cels. 3, 42, 11) ἐσταυρώθη ἐξ ἀ. (opp. ἐκ δυνάμεως θεοῦ) he was crucified as a result of his weakness (his vulnerability as a human being) 2 Cor 13:4. περίκειται ἀσθένειαν Hb 5:2. For this ἀ. ἔχειν 7:28.③ lack of confidence or feeling of inadequacy, weakness. Of Paul’s self-effacement, timidity (w. φόβος and τρόμος) 1 Cor 2:3. Of a sense of helplessness (Paul’s friends wish that Paul would remain with them ‘because of their weakness’, i.e. they cannot get along without him) AcPl Ha 6, 36. Of weakness in judgment (cp. Orig., C. Cels. 1, 9, 22) τῆς σαρκός Ro 6:19. Of lack of spiritual insight 8:26. Of moral deficiency 1 Cl 36:1; Hm 4, 3, 4. συμπαθῆσαι ταῖς ἀ. sympathize w. weaknesses Hb 4:15.—MBarré, CBQ 42, ’80, 216–27 (background of persecution in Qumran).—DELG s.v. σθένος. M-M. TW. -
6 ασθενεια
-
7 ἀσθένεια
ἡ ἀσθένεια немощь, слабость (ср. мед. астения) (syn. ἡ νόσος) -
8 ἀσθενεία
Βλ. λ. ασθενεία -
9 ἀσθενείᾳ
Βλ. λ. ασθενεία -
10 ἀσθένεια
{сущ., 24}1. немощь, бессилие, слабость;2. болезнь, недуг.Ссылки: Мф. 8:17; Лк. 5:15; 8:2; 13:11, 12; Ин. 5:5; 11:4; Деян. 28:9; Рим. 6:19; 8:26; 1Кор. 2:3; 15:43; 2Кор. 11:30; 12:5, 9, 10; 13:4; Гал. 4:13; 1Тим. 5:23; Евр. 4:15; 5:2; 7:28; 11:34. LXX: 3782 ( לשׁכּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀσθένεια
-
11 ασθένεια
{сущ., 24}1. немощь, бессилие, слабость;2. болезнь, недуг.Ссылки: Мф. 8:17; Лк. 5:15; 8:2; 13:11, 12; Ин. 5:5; 11:4; Деян. 28:9; Рим. 6:19; 8:26; 1Кор. 2:3; 15:43; 2Кор. 11:30; 12:5, 9, 10; 13:4; Гал. 4:13; 1Тим. 5:23; Евр. 4:15; 5:2; 7:28; 11:34. LXX: 3782 ( לשׁכּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ασθένεια
-
12 ἀσθενείᾳ
болезни[со] слабостью слабости ἀσθένειαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀσθενείᾳ
-
13 ἀσθένεια
болезньἀσθενείᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀσθένεια
-
14 ασθένεια
η1).болезнь, заболевание; 2) слабость, недомогание; 3) слабость (характера, воли и т. п.) -
15 ἀσθένεια
1. немощь, бессилие, слабость; 2. болезнь, недуг; LXX: (כּשׂל).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀσθένεια
-
16 ασθένεια
I.ηErkrankung fII.ηKrankheit fIII.η [έλλειψη δύναμης]Schwäche fIV.η ανεπάρκειαςMangelkrankheit f -
17 ασθένεια
[астэниа] ουσ. Θ. болезнь, слабость, недомогание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασθένεια
-
18 ἀσθένεια
-ας + ἡ N 1 0-0-2-3-2=7 Jer 6,21; 18,23; Ps 15(16),4; Jb 37,7; Eccl 12,4weakness Jb 37,7; disease, sickness 2 Mc 9,21; stumbling block Jer 6,21→ NIDNTT; TWNT -
19 ασθένεια
[астэниа] ουσ θ болезнь, слабость, недомогание. -
20 ἀσθένεια
ἀσθέν-εια, ἡ,A want of strength, weakness, Th.1.3, etc.: in pl.,ἰσχύες καὶ ἀ. Pl.R. 618d
; esp. feebleness, sickliness, Hdt.4.135;ἀ. τοῦ γήρως Antipho 4.3.2
, Pl.R. 330e;σωμάτων Th.4.36
, etc.3ἀ. βίου
poverty,Hdt.
2.47, 8.51.4 in moral sense, feebleness, weakness,τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως Pl.Lg. 854a
, cf. Arist.EN 1150b19;τοῦ ἀκροατοῦ Arist.Rh. 1419a18
.—Rare in poetry, as E.HF 269. -έω, to be weak, feeble, sickly, ἀ. μέλη to be weak in limb, E.Or. 228;τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀ. Pl.Ly. 209e
; ἀ. ἀσθένειαν Id.Chrm. 155b: abs., E.Hipp. 274, Th.7.47, Ev.Matt.10.8, etc.; ἠσθένησε he fell sick, D.1.13; sick man,Hp.
VM 12 (Phot. says that μαλακίζεσθχι is used of women);ἠσθενηκότα Plb. 31.13.7
.3 c. inf., to be too weak to do a thing, not to be able.., J.BJ2.15.5;εἰς τὸ θεωρεῖν Plot.3.8.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσθένεια
См. также в других словарях:
ἀσθενεία — ἀσθενείᾱ , ἀσθένεια want of strength fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενείᾳ — ἀσθενείᾱͅ , ἀσθένεια want of strength fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθένεια — want of strength fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθένεια — η (AM ἀσθένεια) [ασθενής] 1. έλλειψη σθένους, αδυναμία σωματική ή ψυχική 2. αρρώστια, νόσος 3. αδυναμία, νοσηρή κατάσταση της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου (σε σχέση με τον Θεό) 4. αμαρτία νεοελλ. επιδημία αρχ. η πενία («ἀσθένεια βίου») … Dictionary of Greek
ασθένεια — η νόσος, αρρώστια: Η ασθένειά του είναι στα νεφρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσθενείας — ἀσθενείᾱς , ἀσθένεια want of strength fem acc pl ἀσθενείᾱς , ἀσθένεια want of strength fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίωση — Ασθένεια των φυτών, που οφείλεται σε βακτήρια. Χαρακτηρίζεται κυρίως από τέσσερις τύπους συμπτωμάτων: τους όγκους (όπως ο φυτικός καρκίνος, που προκαλείται από το αγροβακτήριο το ογκοποιό), τις υγρές σήψεις (όπως η σήψη της πατάτας, που… … Dictionary of Greek
ερίνωση — Ασθένεια του αμπελιού που οφείλεται στο μικροσκοπικό άκαρι εριόφυοςφυτόπτης. Το άκαρι αυτό ζει ομαδικά στην κάτω επιφάνεια των φύλλων και προκαλεί στο έλασμα χαρακτηριστικά στρογγυλά κηκίδια, κυρτά και λεία από πάνω, κοίλα, επενδεδυμένα με… … Dictionary of Greek
ψιττάκωση ή ψιττακίαση — Ασθένεια των πτηνών, κυρίως αυτών που ανήκουν στην οικογένεια των ψιττακών (παπαγάλων), αλλά και ορισμένων άλλων ειδών (καναρινιών κτλ.). Εκδηλώνεται με πεπτικές διαταραχές, ανωμαλίες του αναπνευστικού συστήματος και εξασθένηση, συνήθως δε… … Dictionary of Greek
ἀσθενείαι — ἀσθενείᾱͅ , ἀσθένεια want of strength fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρογχίτιδα — Ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος που προσβάλλει κυρίως τον βλεννογόνο υμένα των βρόγχων. Οι αιτίες που την προκαλούν είναι πολλές. Προέρχεται κυρίως από λοίμωξη που προκαλεί ο ιός της γρίπης, της ιλαράς, του κοκίτη και πολλών άλλων νοσημάτων … Dictionary of Greek