-
1 αρι-
-
2 Αρι
-
3 Ἄρι
-
4 ἀρι-
Grammatical information: prefixMeaning: inseparable prefix `good, very' (Il.)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Generally connected with ἄριστος (q.v.), which cannot be verified. - Not to Skt. ari- in Ved. ari-gūrtá-, ari-ṣtutá-. Can hardly be separated from its synonym ἐρι-, but this seems impossible if it is IE: the ἐ- requires a *h₁, but this makes ἀ- impossible. Fur. 348 thinks the element is Pre-Greek because of the ἐ- \/ ἀ-. Szemerényi, too, ( Gnomon 43, 1971, 667f.) thinks of an Anatolian element (Hitt.-Luv. ura-\/ uri- `great'). Willi HS 112, 1999, 86-100 convincingly disconnects the two and maintains the connection with ἄριστος; on ἐρι- s.v.Page in Frisk: 1,138Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρι-
-
5 ἀρι-
-
6 αρί
-
7 ἀρί
-
8 ἀρι-
A like ἐρι-, strengthening the notion conveyed by its compd.: cogn. with ἀρείων, ἄριστος, chiefly denoting goodness, excellence: mostly in older [dialect] Ep. and Lyr. -
9 ἀρι-
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀρι-
-
10 ἀρι
ἀρι-, untrennbares Präfixum der Nomina, den Begriff des Wortes verstärkend: sehr -
11 ἀρι-δείκετος
Grammatical information: adj.Meaning: `most famous' (Il.)Origin: IE [Indo-European] [188] *deiḱ- `show'Etymology: Formerly connected with δηδέχαται (with metrical lengthening for *ἀρι- δέκετος; Schulze Q. 242), but this form is now seen as a form of δείκνυμι, so that ἀριδείκετος must also, as seemed obvious anyhow, derive from this verb \/ root.Page in Frisk: 1,138-139Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρι-δείκετος
-
12 ἀρί-ζηλος
Grammatical information: adj.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Explained by Schulze Q. 244 A. 1 (s. Bechtel Lex.) from *-δι̯ηλος to δέατο, q.v. Doubts by Shipp Studies 50ff.; cf. Chantr. Gr. hom. 169. Wilamowits, Hesiodus Erga v. 6.Page in Frisk: 1,139Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρί-ζηλος
-
13 ἀρι-πρεπής
ἀρι-πρεπής, ές, hervorragend, ausgezeichnet, schön, αἰγίς Iliad. 15, 309, χηλός Od. 8, 424, ὄρος, Νήριτον εἰνοσίφυλλον αριπρεπές 9, 22, ἵππος Iliad. 23, 453, εἶδος Od. 8, 176, βασιλῆες 8, 390, ἄστρα φαίνετ' ἀριπρεπέα Iliad. 8, 556, ἵνα τ' ἄνδρες ἀριπρεπέες τελέϑουσιν 9, 441, δότε τόνδε γενέσϑαι παῖδ' ἐμὸν ἀριπρεπέα Τρώεσσιν 6, 477.
-
14 ἀρι-πρέπεια
ἀρι-πρέπεια, ἡ, Stattlichkeit, Herrlichkeit.
-
15 ἀρι-στάφυλος
ἀρι-στάφυλος ( σταφυλή), traubenreich, Anth. IX, 580, wo jetzt ἐριστ. steht.
-
16 ἀρι-σφαλής
ἀρι-σφαλής (σφάλλω), οὐδός, wo man leicht aus gleitet, trüglich, Od. 17, 196.
-
17 ἀρι-σκύδης
ἀρι-σκύδης ( σκύζω), sehr zornig, Callim. frg. 108.
-
18 ἀρι-φραδής
ἀρι-φραδής, ές (φράζομαι), 1) sehr deutlich, σῆμα Iliad. 23, 326 Od. 11, 126. 21, 217. 23, 73. 273. 24. 329; ἐπεὶ ἤδη σήματ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς, v. l. ἀριφραδέως, Od. 23, 225; ὀστέα Πατρὁκλοιο λέγωμεν, εὖ διαγιγνώσκοντες. ἀριφραδέα δὲ τέτυκται· ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ Iliad. 23, 240, – 2) τοῖχοι, sehr erhellt, Theocr. 24, 39. – 3) ἀνήρ. Soph. Ant. 347, leicht erkennend, klug.
-
19 ἀρι-φανής
-
20 ἀρι-κύμων
См. также в других словарях:
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek
αρι- — (AM ἀρι ) προθεματικό, επιτατικό μόριο που χρησιμεύει για να επιτείνει τη σημασία του β συνθετικού της λέξης στην οποία απαντά και σημαίνει «πολύ, κατεξοχήν» (πρβλ. το συνώνυμο ερι ). Χρησιμοποιείται σε αρκετές λέξεις, κυρίως του αρχαίου… … Dictionary of Greek
Ἄρι — Ἄρις fem voc sg Ἄρῑ , Ἄρις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρί — ἀρίς bow drill fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀρί — ἀρί , ἀρίς bow drill fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρις — Ἄρῑς , Ἄρις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἄρις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… … Dictionary of Greek
εφτάρι — το [εφτά] 1. σύνολο επτά ομοειδών μονάδων 2. το αριθμητικό ψηφίο επτά (7) 3. χαρτί τής τράπουλας που έχει επτά φορές το συμβολικό σημείο ενός από τα τέσσερα χρώματα: εφτάρι σπαθί κούπα καρό μπαστούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά + κατάλ. αρι* (πρβλ. εξ… … Dictionary of Greek
ζευγάρι — το (AM ζευγάριον, Μ και ζευγάριο και ζευγάριν) ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια τής γης (α. «ζευγάριον βοεικόν», Αριστοφ. β. «τίποτα δεν μάς μένει, ούτε ζευγάρι ούτε σπορά», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. 1. «κάνω ζευγάρι» καλλιεργώ, οργώνω 2. «βγήκαν… … Dictionary of Greek
θηκάρι — και φηκάρι και φουκάρι, το (ΑΜ θηκάριον) [θήκη] μικρή θήκη ξίφους ή μαχαιριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + κατάλ. άρι*, πρβλ. βλαστ άρι, ζευγ άρι] … Dictionary of Greek
ιδρωτάρι — και δρωτάρι, το άφθονη έκκριση ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώτας + κατάλ. άρι (πρβλ. λιθ άρι, πιθ άρι)] … Dictionary of Greek