-
1 απόκλιμα
-
2 ἀπόκλιμα
-
3 αποκλιμα
-
4 ἀπόκλιμα
A a slope, EM374.35, Aristeas 59.II Astrol., cadent place, preceding one of the four κέντρα, Cat.Cod.Astr. 1.100; opp. ἐπαναφορά(q.v.), S.E.M.5.14, Paul.Al.P.2, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκλιμα
-
5 ἀπόκλιμα
ἀπό-κλιμα, abschüssige Lage, Abdachung -
6 ἀπό-νευμα
-
7 αποκλιμάτεσσιν
-
8 ἀποκλιμάτεσσιν
-
9 αποκλιμάτων
-
10 ἀποκλιμάτων
-
11 αποκλίμασι
-
12 ἀποκλίμασι
-
13 αποκλίμασιν
-
14 ἀποκλίμασιν
-
15 αποκλίματα
-
16 ἀποκλίματα
-
17 αποκλίματι
-
18 ἀποκλίματι
-
19 αποκλίματος
-
20 ἀποκλίματος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απόκλιμα — ἀπόκλιμα, το (Α) [αποκλίνω] 1. η κατηφοριά 2. το σημείο που δύουν οι αστερισμοί … Dictionary of Greek
ἀπόκλιμα — a slope neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλιμάτεσσιν — ἀπόκλιμα a slope neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλιμάτων — ἀπόκλιμα a slope neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλίμασι — ἀπόκλιμα a slope neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλίμασιν — ἀπόκλιμα a slope neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλίματα — ἀπόκλιμα a slope neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλίματι — ἀπόκλιμα a slope neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλίματος — ἀπόκλιμα a slope neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)