-
1 ιλιγγιαω
(ῑλ), тж. εἰλιγγιάω испытывать головокружение, быть близким к обмороку(ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Plat.; ὑπὸ τοῦ δέους Arph.; πρὸς τέν ὄψιν Plut.)
ἰλιγγιᾷ ὥσπερ μεθύουσα Plat. — (душа) охвачена, словно пьяная, головокружением;εἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος Arph. — от удара камнем в голову у меня голова кружится;ἐσκοτώθην καὴ ἰλιγγίασα Plat. — у меня в глазах потемнело, и голова пошла кругом -
2 εναντιωσις
- εως ἥ1) противодействие, сопротивление(τὸ κῦμα δι΄ ἐναντίωσιν ἐγίγνετο πνευμάτων Arst.)
2) противоречие(τοῦ λεχθέντος Plat.; λύειν τὰς ἀπορίας καὴ τὰς ἐναντιώσεις Arst.)
ἥ ἐ. τῶν ὑπό τινος λεχθέντων Thuc. чьё-л. — возражение3) противоположность4) разногласие, спор(ἐ. παλαιά Plat.)
См. также в других словарях:
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος … Deutsch Wikipedia
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
Συμεών — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γέρος Ισραηλίτης ο οποίος κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ με την προσδοκία του Μεσσία. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος τον αναφέρει, σημειώνει ότι «ην αυτώ κεχρηματισμέvov υπό του Πνεύματος του Αγίου μη… … Dictionary of Greek