Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀλλὰ+καί

  • 1 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 2 тот

    та, то (αντων.).
    1. εκείνος, -η -ο•

    тот ученик εκείνος ο μαθητής•

    та женщина εκείνη η γυναίκα•

    то яблоко εκείνο το μήλο•

    ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•

    с того дня από εκείνη τη μέρα•

    с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•

    тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•

    на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.

    || (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•

    я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•

    собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.

    || αυτός, -ή, -ό•

    тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•

    с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.

    2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•

    тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.

    εκφρ.
    тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•
    до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•
    тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•
    не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•
    не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•
    то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•
    ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•
    ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•
    ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•
    тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > тот

  • 3 же

    I же Ι частица 1) (усилительная) λοιπόν, επί τέλους я же знаю... μα εγώ το ξέρω когда же? πότε λοιπόν; 2) (означающая тождество ) επίσης тогда же τότε ακριβώς здесь же εδώ, στο ίδιο μέρος там же εκεί πάλι тот же о ίδιος II же II союз αλλά, και, όμως он уезжает, я же остаюсь αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω
    * * *
    I частица
    1) ( усилительная) λοιπόν, επί τέλους

    я же зна́ю... — μα εγώ το ξέρω

    когда́ же? — πότε λοιπόν

    тогда́ же — τότε ακριβώς

    здесь же — εδώ, στο ίδιο μέρος

    тот жеο ίδιος

    II союз
    αλλά, και, όμως

    он уезжа́ет, я же остаю́сь — αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω

    Русско-греческий словарь > же

  • 4 однако

    однако
    1. союз и вводн. сл. (ἄλλ') ὅμως, ἀλλα, καί ὀμως, ἐν τούτοις:
    все это хорошо, \однако... αὐτά εἶναι καλά καί ἄγια, ἀλλα...·
    2. межд:
    ὁ!, ὄχι δά!, ἔ ὄχι!

    Русско-новогреческий словарь > однако

  • 5 не

    не I
    частица отриц. ὄχι / δέν, μή[ν] (с глаголом):
    я не хочу δέν θέλω· не знаю, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· там не было места ἐκεῖ δέν ὑπήρχε θέση· не говори́ ничего́ μήν πεϊς τίποτα· это совсем не τό αὐτό εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό· разве вы не читали статью в газете? μά δέν διαβάσατε τό ἀρθρο στήν ἐφημερίδα;· он не очень хороший человек δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος' ее не узнать Εγινε ἀγνώριστη· им не уйти́ от ответа θά δώσουν λογο· не могу не согласиться δέν μπορώ νά μή συμφωνήσω· не хотите ли пойти́ в театр? θά θέλατε μήπως νά πᾶτε στό θέατρο;· кто не знает... ποιος δέν ξέρει...· как не помочь... πως νά μή βοηθήσει κανείς·
    2. в составе сложных союзов:
    не то разг εἰδεμή,. ἐν ἐναντία περιπτώσει· уходи́, не то плохо будет φύγε, είδεμή θά βρεις τό μπελά σου· не то... не то... ή... ή...· не то ехать не то нет νά πάω νά μήν πάω, δέν ξέρω νά φύγω ἡ νά μή φύγω· не кто нно́й как... αὐτός ὁ ἰδιος· не только, но и... ὄχι μόνον, ἀλλά καί...· ◊ ему не до развлечений δέν εἶναι γιά διασκεδάσεις· ему не до меня δέν ἔχει καιρό ν' ἀσχοληθεί μαζί μου· чуть не... παρά λίγο· едва не... σχεδόν не за что (в ответ на благодарность) παρακαλώ, τίποτε· не раз πολλές φορές, πολλάκις· ему́ было не по себе αἰσθανότανε τόν ἐαυτό του ἀσχημα· тем не менее κι ὀμως, πλήν ὀμως, παρ· ὀλα αὐτά.
    не II
    (отделяемая часть местоимений некого, нечего) δέν:
    не у кого спросить δέν ὑπάρχει κανένας νά ρωτήσουμε· не с кем поговорить δέν ὑπάρχει ἀνθρωπος νά μιλήσουμε μαζύ του· не к кому обратиться δέν ἔχω σέ ποιόν νά ἀποταν-θῶ· не о чем говорить δέν ἐχουμε τί νά ποῦμε· не на что жить δέν ἐχει τά προς τό ζήν.

    Русско-новогреческий словарь > не

  • 6 однако

    [αντνάκα] εισαγ. λέξ. όμως, αλλά, και όμως

    Русско-греческий новый словарь > однако

  • 7 однако

    [αντνάκα] εισαγ. λέξ. όμως, αλλά, και όμως

    Русско-греческий новый словарь > однако

  • 8 однако

    [αντνάκα] εισαγ. λέξ. όμως, αλλά, και όμως

    Русско-эллинский словарь > однако

  • 9 однако

    [αντνάκα] εισαγ. λέξ. όμως, αλλά, και όμως

    Русско-эллинский словарь > однако

  • 10 котиться

    -ится
    ρ.δ. γεννώ (για γάτα, αλλά και για προβατίνα, γίδα, λαγίνα).

    Большой русско-греческий словарь > котиться

  • 11 а

    а 1
    είναι το πρώτο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου• α•

    от а до зет παλ. από το α ως το ω (από την αρχή ως το τέλος)•

    кто сказал а, тот должен сказать и б αυτός που το άρχισε πρέπει και να το τελειώσει ή συνεχίσει.

    а 2
    σύνδ. αντιθετικός• μα, αλλά, όμως, ενώ, και.
    1. (κατ’ αντιπαράθεση)•

    отец трудолюбивый, а сын ленивый ο πατέρας είναι εργατικός, αλλά ο γιος οκνηρός•

    не годы старят, а горе δε γεράζουν τα χρόνια, αλλά τα φαρμάκια•

    я остаюсь в Москве, а вы в Ленинграде εγώ μένω στη Μόσχα και σεις στο Λένινγκραντ.

    2. (μετά από ενδοτικές προτάσεις μπορεί και να λείψει)•

    хотя мне и весело, а надо уходить αν και μου είναι ευχάριστα, (όμως) πρέπει να φύγω.

    3. εξάλλου•

    а вам всем известно, что... εξάλλου όλοι σας ξέρετε ότι....

    4. και•

    ученик сделал уроки, а затем вышел играть ο μαθητής έκανε τα μαθήματα και μετά βγήκε να παίξει.

    5. (στην αρχή των ερωτηματικών και επιφωνηματικών προτάσεων ή του λόγου χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό)•

    а когда ты поедешь? και πότε θα πας;•

    а когда нам будет весело? και πότε εμείς θα χαρούμε;•

    а все-таки я не согласен και παρ’ όλ’ αυτά, εγώ δε συμφωνώ.

    εκφρ.
    а то – ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά•
    спеши, а то опоздаешь – κάμε γρήγορα (βιάσου), διαφορετικά θ’ αργήσεις.
    а 3
    μόριο (για ερώτηση ή κάλεσμα)• α•

    пойдем гулять а? θα πάμε περίπατο α;

    (επιτακτικό)• ε•

    Ваня, а Ваня Γιάννη, ε Γιάννη.

    а 4
    επιφ. (εκφράζει θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ. αισθήματα)• α•

    а, так это вы были? α, ώστε εσείς ήσαστε;•

    а, попался α, μου έπεσες (στα χέρια)•

    а! закричал мальчик, как увидел змею α! φώναξε το παιδάκι, σαν είδε το φίδι.

    Большой русско-греческий словарь > а

  • 12 другой

    друг||ой
    1. прил (иной) ἀλλος, Ετερος:
    и тот и \другой καί ὁ ἔνας καί ὁ ἀλλος· и те и \другойи́е καί οἱ μέν καί οἱ δέ· ни то ни \другойо́е ὁὔτε τό ἔνα, ὁὔτε τό ἀλλο· кто́-то \другой κάποιος ἀλλος· никто \другой (как) он αὐτός ὁ ἰδιος, αὐτός ἀκριβῶς· оди́и за \другойи́м ὁ ἔνας κατόπιν τοῦ ἀλλου, ὁ ἔνας πίσω ἀπ' τόν ἀλλο· ничего́ \другойо́п> τίποτε ἄλλο· ду́мает одно́, а говорит \другойое ἀλλα σκέπτεται κι ἀλλα λέγει· в \другойо́м месте σ' ἄλλο μέρος· с \другой стороны ἀπ· τήν ἄλλη (πλευρά), ἀφ' ἐτέρου· \другойи́ми словами μ' ἀλλα λόγια· \другоййм способом μ' ἄλλον τρόπο· э́то \другойо́е дело αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα·
    2. прил (второй, следующий) ἐπόμενος, ἄλλος, δεύτερος:
    на \другой день τήν ἐπομένη ήμερα, τήν ἄλλη ήμέρα· в \другой раз ἄλλη φορά· 3.

    Русско-новогреческий словарь > другой

  • 13 другой

    1. αντων. άλλος, έτερος•

    и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•

    приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•

    он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•

    и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•

    тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•

    кто-то другой κάποιος άλλος•

    никто другой κανένας άλλος•

    с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•

    -ими словами μ' άλλα λόγια.

    2. διάφορος, διαφορετικός•

    после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•

    зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.

    || αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•

    перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•

    πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•

    не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.

    3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•

    уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•

    на -день την άλλη μέρα•

    один за -им ο ένας μετά τον άλλον.

    || κάποιος, άλλος•

    -ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,

    εκφρ.
    смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > другой

  • 14 а

    а I
    союз
    1. (при противопоставлении) καί:
    я остаюсь в Ленингра́де, а вы в Москве; ἐγώ μένω στό Λένινγκραντ, κι ἐσείς στήν Μόσχα;
    2. (после отрицания) ἀλλα:
    я приеду вас навестить не сегодня, а за́втра θά ἔρθω νά σᾶς ἰδῶ ὄχι σήμερα, ἀλλά αὐριο;
    3. (после предложений с уступительным смыслом) ὅμως, καί ὅμως, ὡστόσο:
    прошло́ десять лет с тех пор, а я все по́мню, как бу́дто э́то было вчера́ πέρασαν ἀπό τότε δέκα χρόνια, ὅμως ἐγώ ὅλα τά θυμάμαι σάν νά ήταν (ἐ)χθές; хотя́ я уже́ закончил работу, а все же хочу́ посмотреть ее еще раз ἄν καί τελείωσα τήν ἐργασία, ὡστόσο θέλω νά τήν κυττάζω ἀκόμη μιά φορά;
    4. (при присоединении) καί:
    он написал письмо́, а затем ушел ἐγραψε τό γράμμα καί ἔπειτα ἔφυγε
    5. (при пояснении с оттенком следствия) καί γι ' αὐτό, γιά τοῦτο:
    он еще слаб после боле́зни, а потому́ не выходит из дому εἶναι ἀκόμη ἀδύνατος ἀπό τήν ἀρρώστια καί γι ' αὐτό δέν βγαίνει ἀπό τό σπίτι του; ◊ а то, а не τό ἀλλιῶς, ειδεμή, γιατί; поспеши, а то опоздаешь κάνε γρήγορα, γιατί θ'ἀργήσης; а и́менно δηλαδή, ἤτοι.
    а II
    частица разг ἔ, τί λές:
    пойдем гуля́ть, а? πᾶμε νά περπατήσουμε, ἔ;; мальчик, а мальчик, подойди сюда μικρέ, ἔ, μικρέ! ἐλα ἐδῶ.
    а III
    межд (выраж. неожиданность, радость, боль, страх и т. п.) ἆ, ὦ:
    а, наконе́ц-то ты пришел! ἆ, ήρθες ἐπί τέλους!

    Русско-новогреческий словарь > а

  • 15 а

    а союз 1) противит. και, αλλά, όμως, μα; я его зову, а он не отвечает τον φωνάζω, μα αυτός δεν απαντά 2) присоед. και; я написал письмо, а затем... έγραψα το γράμμα και ύστερα...◇ а именно δηλαδή
    * * *
    союз
    1) противит. και, αλλά, όμως, μα

    я его́ зову́, а он не отвеча́ет —τον φωνάζω, μα αυτός δεν απαντά

    2) присоед. και

    я написа́л письмо́, а зате́м… — έγραψα το γράμμα και ύστερα…

    ••

    а и́менно — δηλαδή

    Русско-греческий словарь > а

  • 16 да

    да I
    частица
    1. (утвердительная) ναί, μάλιστα:
    Вы придете завтра? · Да! Θά ἔρθετε αὐριο; · Ναί!· да, конечно ναί, βέβαια· да или нет? ναί ἡ ὄχι;· ни да ни нет οὔτε ναί οὔτε ὄχι· да, это так μάλιστα, ἐτσι εἶναι
    2. (при выражении удивления, недоверия) ναί, ἀλήθεια, πραγματικά [-ῶς]:
    ну да! ναί!·
    3. (вводн. сл. в начале речи) ἄ ναί:
    да, еще забыл вам сказать... ἄ ναί, ξέχασα ἐπίσης νά σᾶς πῶ...·
    4. (усилительная) λοιπόν, ντέ, δά, μά:
    да говорите же скорее! λέγετε λοιπόν πιό γρήγορα!· да замолчи же! σώπα ντέ!, σώπα λοιπόν!· да не может быть! αὐτό εἶναι ἀδύνατο!·
    5. (пусть) ᾶς, νά (в переводе часто опускается):
    да здравствует Первое мая! ζήτω ἡ Πρώτη τοῦ Μάη!, ζήτω ἡ πρωτομαγιά! да живет он многие годы! νά ζήσει χρόνια πολλά!
    да II
    союз
    1. (соединительный) καί (перед гласными принимает форму κἰ):
    ты да я ἐσύ κι ἐγώ·
    2. (присоединительный в смысле «к тому же», «вдобавок») καί, κι ἐπί πλέον:
    холодно, да дождь льет κάνει κρύο καί ἐκτός αὐτοῦ (или κι ἐπί πλεον) βρέχει· шел он один, да еще в темноте βάδιζε μόνος του καί μάλιστα στά σκοτεινά·
    3. (противительный) μά, ἀλλά, ὀμως:
    хорошо, да не очень καλά, μά ὄχι καί τόσο, εἶναι καλό, ἀλλά ὄχι καί σπουδαίο.

    Русско-новогреческий словарь > да

  • 17 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 18 но

    но αλλά, όμως, μα* не только..., но и... όχι μόνο... αλλά (или μα) και...
    * * *
    αλλά, όμως, μα

    не то́лько..., но и… — όχι μόνο... αλλά ( или μα) και…

    Русско-греческий словарь > но

  • 19 да

    I да Ι (утвердительная час9 тица) ναι, μάλιστα II да II союз 1) (противительный) αλλά, μα, όμως 2) (соединительный) και· он да я αυτός και εγώ II да III (пусть) ας, να, μα κάρι· да здравствует...! ζήτω...! да здравствует мир во всём мире! ζήτω η ειρήνη σ' όλο τον κόσμο!
    * * *
    I II союз
    1) ( противительный) αλλά, μα, όμως
    III
    ( пусть) ας, να, μακάρι

    да здра́вствует...! — ζήτω...!

    да здра́вствует мир во всём ми́ре! — ζήτω η ειρήνη σ'όλο τον κόσμο!

    Русско-греческий словарь > да

  • 20 только

    только
    1. частица (всего лишь) μό-νο[ν]:
    \только один раз μόνο μιά φορά· это \только начало αὐτό εἶναι μόνο ἡ ἀρχή·
    2. частица (единственно, исключительно) μό-νο[ν]:
    \только из уважения к вам μόνο γιά τό χατήρι σας· \только здесь я себя чу́вст-вую хорошо μόνον ἐδώ αίσθάνομαι καλά·
    3. союз (но, однако) ἀλλά, μά, δμως:
    я согласен пойти, \только не сеи́час δέχομαι νά πάω, δμως ὄχι τώρα· \только имейте в виду́, что я занят νά Εχετε δμως ὑπ' ὀψιν, δτι εἶμαι ἀπασχολημένος·
    4. союз:
    не \только, но (и) ὄχι μόνο, ἀλλά...·
    5. союз:
    \только бы φτάνει νά μήν, ἀρκεῖ νά· \только бы ничего́ не случилось ἀρκεῖ νά μή συμβεί τίποτε·
    6. союз (едва) μόλις:
    \только вы уехали, как он пришел μόλις φύγατε ἐσεϊς, αὐτός ήρθε· как \только, чуть \только, едва \только, лишь \только μόλις·
    7. нареч (едва, лишь только) μόλις:
    совсем молодой, видно \только школу кончил πολύ νεαρός, φαίνεται πώς μόλις τέλειωσε τό σχολείο·
    8. частица усил.:
    каких \только книг у него не было καί τί βιβλία δέν είχε· где он \только не был καί ποῦ δέν ἐχει πάει· зачем \только я сказал это τί ήθελα νά τό πω αὐτό· ◊ посмей \только! (угроза) τόλμησε ἄν σοῦ βαστάει, τόλμησε μόνον \только н всего́ разг αὐτό εἶναι ὅλο· н \только καί τίποτε ἄλλο· \только что μόλις τώρα, πρό ὁλίγου· он \только что пришел μόλις τώρα ήλθε.

    Русско-новогреческий словарь > только

См. также в других словарях:

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — σύνδεσμος αντιθετικός αντίστοιχος με τον μα 1. μπαίνει στην αρχή πρότασης, περιόδου ή παραγράφου ως μεταβατικός, αλλά και με κάποια αντίθεση προς τα προηγούμενα: Αλλά όλα αυτά τα προτερήματα θα μεναν ίσως σε αδράνεια, αν δεν είχε ο άντρας αυτός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Άγιος Βικέντιος και οι Γρεναδίνες Έκταση: 389 τα. Σλμ. Πληθυσμός: 115.942 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Κινγκστάουν (16.000 κάτ. το 2001)Ο Ά.Β. και οι Γ. ανήκουν στο… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»