Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ҡыҙҙар+гимназияһы

  • 1 гимназия

    гимн||азия
    ж τό γυμνάσιο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > гимназия

  • 2 гимназия

    θ.
    το γυμνάσιο.

    Большой русско-греческий словарь > гимназия

  • 3 женский

    επ.
    γυναικείος, -κίσιος, -ώδης, θη-λικός•

    -ая обувь γυναικείο παπούτσι•

    женский труд γυναικεία εργασία•

    -ая хитрость γυναικεία πονηριά•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας•

    женский почерк γυναικείος γραφικός χαρακτήρας•

    -ая нежность γυναικεία τρυφερότητα•

    -ие прихоти γυναικεία καπρίτσια.

    || των θηλέων, για τα θήλεα•

    -ая школа παρθεναγωγείο•

    -ая гимназия γυμνάσιο θηλέων•

    -ие органы γυναικεία όργανα•

    -ие цветки у растений τα θήλεα άνθη.

    εκφρ.
    - ие болезни – γυναικολογικές παθήσεις•
    женский вопрос – το γυναικείο ζήτημα (της κοινωνικής χειραφέτησης της γυναίκας)•
    - ая логикаειρν. κ. αστ.) γυναικεία λογική•
    женский пол – γυναικείο φύλο (τα γενετικά όργανα ή οι γυναίκες)•
    - ая линия – συγγένεια από το μέρος της γυναίκας•
    - ая рифма – θηλυκές ομοιοκαταλήξεις (που λήγουν σε άφωνη συλλαβή).

    Большой русско-греческий словарь > женский

  • 4 классический

    επ.
    κλασσικός.
    εκφρ.
    - ая гимназия – κλασσικό γυμνάσιο (όπου διδάσκονταν η αρχαιοελληνική και λατινική γλώσσα)
    -ое образование κλασσική μόρφωση (αρχαιοελληνική και λατινική).

    Большой русско-греческий словарь > классический

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»