Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

язык

  • 101 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 102 изучить

    -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изученный βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μαθαίνω•

    изучить русский язык μαθαίνω ρωσική γλώσσα•

    изучить электросварку μαθαίνω ηλεκτροκόλληση.

    || σπουδάζω, ερευνώ, μελετώ•

    изучить причины экономического кризиса ψάχνω να βρω τις αίτιες της οικονομικής κρίσης•

    изучить древнюю рукопись μελετώ αρχαίο χειρόγραφο•

    изучить обстановку μελετώ την κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > изучить

  • 103 канцелярский

    επ.
    του γραφείου•

    канцелярский стол το γραφείο (τραπέζι)•

    -ие принадлежности γραφικά είδη•

    канцелярский почерк όμορφος γραφικός χαραχτήρας•

    канцелярский язык ή слог γλώσσα των γραφείων (βαριά και άχαρη).

    Большой русско-греческий словарь > канцелярский

  • 104 колокол

    α., πλθ. -ла.
    1. καμπάνα, κώδωνας•

    церковный колокол καμπάνα της εκκλησιάς•

    -водолазный καταδυτικός κώδωνας•

    пожарный -πυροσβεστικός κώδωνας•

    набатный колокол κώδωνας κινδύνου ή συναγερμού•

    язык -а γλωσσίδι της καμπάνας, ρόπτρο;•

    ударить колокол χτυπώ την καμπάνα•

    звонит: -α ηχούν οι καμπάνες.

    2. πλθ. -а, -ов (μουσ.) κωδωνοστοιχία.

    Большой русско-греческий словарь > колокол

  • 105 латинский

    επ.
    λατινικός•

    латинский язык λατινική γλώσσα•

    -ая Америка Λατινική Αμερική.

    || παλ. καθολικός•

    -ая церковь η καθολική εκκλησία.

    Большой русско-греческий словарь > латинский

  • 106 литературный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно
    φιλολογικός, λογοτεχνικός•

    -ое произведение!.λογοτεχνικό έργο•

    -ое наследство λογοτεχνική κληρονομιά•

    литературный кружок φιλολογικός όμιλος•

    литературный талант φιλολογικό ταλέντο•

    литературный труд λογοτεχνική εργασία•

    -ая деятельность λογοτειχνική δραστηριότητα•

    -ая собственность λογοτεχνική ιδιοκτησία•

    -ое имя φιλολογικό όνομα•

    литературный герой ήρωας λογοτεχνικού έργου•

    -язык φιλολογική γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > литературный

  • 107 мёртвый

    επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы
    1. νεκρός, πεθαμένος•

    -ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•

    приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.

    2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•

    мёртвый вид νεκρική όψη•

    -ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•

    на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•

    мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•

    -ые знания νεκρές γνώσεις•

    -ые краски εξίτηλα χρώματα.

    3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.
    εκφρ.
    - ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•
    - ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•
    мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•
    - ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.
    4. (αερπ.) το λούπιγκ•
    - ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•
    - ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•
    - ая природа – νεκρή φύση•
    - ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•
    мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•
    мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•
    мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•
    мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•
    ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•
    пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•
    спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά.

    Большой русско-греческий словарь > мёртвый

  • 108 мозолить

    ρ.δ.μ. παλ. ροζιάζω.
    εκφρ.
    мозолить глаза – γίνομαι ενοχλητικός•
    мозолить язык – φαυλατώ, αεροκοπανίζω, γλωσσαλγώ.

    Большой русско-греческий словарь > мозолить

  • 109 морской

    επ.
    1. θαλάσσιος, θαλασσινός•

    -ая вода θαλασσινό νερό•

    морской климат θαλάσσιο κλίμα•

    -ое путешествие θαλασσινό ταξίδι•

    морской бой η ναυμαχία•

    -йе животные θαλάσσια ζώα•

    -ая рыба θαλασσινό ψάρι•

    -ое дно ο βυθός της θάλασσας•

    -ое купанье θαλάσσιο λουτρό•

    порт θαλασσινό λιμάνι.

    2. ναυτικός, θαλασσινός•

    морской флот ναυτικός στόλος•

    -ая пехота οι πεζοναύτες•

    морской офицер αξιωματικός ναυτικού•

    -ая милия ναυτικό μίλίο•

    -ая карта ο ναυτικός χάρτης•

    -ое сражение ναυμαχία•

    разбойник πειρατής, κουρσάρος•

    -ое право ναυτικό δίκαιο•

    -ая держава ναυτική δύναμη (κράτος)•

    -ое училище ναυτική σχολή.

    εκφρ.
    - ая болезнь – ναυτία, -ση•
    - ая игла – η βελόνα, σακκοράφα, σύγγναθος (ψάρι)•
    - ая собака – το σκυλόψαρο•
    морской волк – θαλασσόλυκος (ναυτικός έμπειρος και ατρόμητος)•
    - ая корова – αλικόρη, θαλασσινή αγελάδα, δουγκόνγκ•
    - ая змея – θαλασσινό φίδι•
    морской слон – θαλασσινός ελέφαντας•
    морской язык – γλώσσα η κοινή (ψάρι)•
    морской лев – διάφορα είδη φωκιών•
    на дне -ом найти (сыскать); со дна -го достать – να βρεθεί όπου και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας.

    Большой русско-греческий словарь > морской

  • 110 невоздержанный

    επ., βρ: -жан, -а, -о
    ακρατής• αχαλίνωτος•

    невоздержанный в еде φαγάς•

    невоздержанный в вине μεγάλος κρασοπότης κρασοπατέρας•

    невоздержанный на язык αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος.

    || άσωτος, ακόλαστος, έκδοτος•

    -ая жизнь άσωτη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > невоздержанный

  • 111 обложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιβάλλω, περιθέτω περιστοιχίζω περικαλύπτω, σκεπάζω•

    нбо -ли дождевые тучи τον ουρανό σκέπασαν βροχοφόρα σύννεφα.

    || απρόσ. (για λαιμό, γλώσσα) ασπρίζω (λόγω ασθένειας)•

    язык -ло η γλώσσα άσπρισε.

    || παλ. • περψράβω.
    2. βλ. облицевать.
    3. πολιορκώ, περικυκλώνω•

    обложить город πολιορκώ την πόλη.

    4. (για άγρια ζώα) κυκλώνω.
    5. επιβάλλω (φόρο, πρόστιμο, δόσιμο κ.τ.τ.).
    6. βρίζω άσχημα, περιλούζω• σκυλοβρίζω.
    1. περιβάλλομαι, περιστοιχίζομαι.
    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•

    нбо тучами -лось ο ουρανός σκεπάστηκε από σύννεφα.

    3. κάνω λάθος στην τοποθέτηση.

    Большой русско-греческий словарь > обложить

  • 112 отечественный

    επ.
    πάτριος, της πατρίδας• προγονικός•

    отечественный язык η γλώσσα των προγόνων•

    -ая страна η γενέθλια χώρα.

    || εγχώριος•

    товары -ого производства εμπορεύματα εγχώριας παραγωγής.

    εκφρ.
    - ая воина – πατριωτικός πόλεμος.

    Большой русско-греческий словарь > отечественный

  • 113 очистить

    очищу, очистишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очищенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καθαρίζω, παστρεύω•

    очистить двор καθαρίζω την αυλή•

    очистить сапоги от грязи καθαρίζω τις μπότες από τις λάσπες•

    очистить дно бассеина καθαρίζω τον πυθμένα της δεξαμενής.

    || κάνω τι διαυγές. || μτφ. απαλλάσσω•

    очистить язык от излишних иностранных слов καθαρίζω τη γλώσσα από τις περισσές ξένες λέξεις.

    || μτφ. εξαγνίζω.
    2. ξεφλουδίζω απολεπίζω αφαιρώ το τσόφλι.
    3. εκκαθαρίζω, κάνω εκκαθάριση (από τους ανίκανους, ανεπιθύμητους κ.τ.τ.). || εγκαταλείπω• αδειάζω•

    жильцы -ли квартиру οι ενοικιαστές μας άδειασαν το διαμέρισμα.

    4. τρώγω, αδειάζω•

    он -ил две тарелки кашу αυτός καταβρόχθισε δυο πιάτα κουρκούτι.

    || εκκενώνω•

    очистить почтовый ящик αδειάζω το γραμματοκιβώτιο.

    5. (απλ.) κατακλέβω.
    6. παλ. απαλλάσσω (από χρέη).
    1. καθαρίζω, καθαρίζομαι•

    спирт -лся το οινόπνευμα καθάρισε (έγινε διαυγές)•

    воздух -лся ο αέρας καθάρισε•

    нбо -лось ο ουρανός (ξε)καθάρισε.

    || μτφ. αποκαθαίρομαι, εξαγνίζομαι.
    2. παλ. μένει κέρδος, όφελος.

    Большой русско-греческий словарь > очистить

  • 114 пирог

    α.
    πίτα•

    мясной пирог κρεατόπιτα•

    рисовый пирог ριζόπιτα•

    сладкий пирог γλυκό ταψιού•

    медовый пирог μελόπιτα•

    яблочный пирог μηλόπιτα•

    ешь пирог с грибами, а держи язык за зубами παρμ.. άκου πολλά και λέγε λίγα ή των φρονίμων ολίγα•

    печь -и ψήνω πίτες•

    отрезать ломоть -а κόβω ενα κομμάτι πίτα.

    Большой русско-греческий словарь > пирог

  • 115 письменный

    επ.
    1. γραφτός, -πτός,έγγραφος•

    -ое донесение έγγραφη αναφορά•

    -ая работа γραπτή εργασία•

    -ая речь γραπτός λόγος•

    -ое обещание γραπτή υπόσχεση•

    -ое доказательство γραπτή απόδειξη•

    -ые знаки γραπτά σημάδια (τα γράμματα).

    2. της γραφής για γράψιμο•

    -ые принадлежности τα είδη (χρειώδη) γραφής•

    письменный стол το γραφείο (τραπέζι)•

    письменный набор η καλαμαριά, το καλαμάρι.

    εκφρ.
    в -ом виде – εγγράφως, γραπτώς, γραφτά•
    письменный язык – ο γραπτός λόγος.

    Большой русско-греческий словарь > письменный

  • 116 повернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    στρίβω, στρέφω, γυρίζω•

    повернуть ключ в замке γυρίζω το κλειδί στην κλείδωνιά•

    -ни налево στρίψε αριστερά•

    -ни назад γύρισε πίσω•

    колесо στρέφω τον τροχό•

    повернуть внимание μτφ. στρέφω την προσοχή•

    повернуть разговор μτφ. γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    στρέφομαι, στρίβω, γυρίζω•

    ключ -лся в замке το κλειδί έστριψε στην κλείδωνιά•

    он -лся лицом ко мне αυτός έστρεψε το πρόσωπο κατ. εμένα.

    || αλλάζω κατεύθυνση•

    дело -лось совсем иначе η υπόθεση πήρε τελείως διαφορετική τροπή.

    εκφρ.
    язык -лся у кого – τόλμησε κάποιος να μιλήσει, λύθηκε η γλώσσα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > повернуть

  • 117 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

  • 118 прикусить

    -ушу, -усишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прикушенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δαγκώνω λίγο (τη γλώσσα, τα χείλη ή το εσωτερικό της παρειάς). || δαγκώνω, σφίγγω με τα δόντια•

    прикусить сигару δαγκώνω το πούρο.

    2. τρώγω λίγο, τσιμπώ.
    εκφρ.
    прикусить язык – δαγκώνω τη γλώσσα (σιωπώ, βουβαίνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > прикусить

  • 119 разговорный

    επ.
    1. ομιλούμενος•

    разговорный язык η ομιλούμενη γλώσσα•

    -ая речь ο απλός λόγος.

    2. της συνδιάλεξης•

    -ая будка καμπίνα τηλεφωνικής συνδιάλεξης.

    3. προφορικός•

    разговорный урок μάθημα προφορικής εξάσκησης.

    Большой русско-греческий словарь > разговорный

  • 120 распустить

    ρ.σ.μ.
    1. απολύω, αφήνω ελεύθερους (να φύγουν). || διαλύω•

    распустить комиссию δια-λΰω επιτροπή.

    2. ζεσφίγγω, χαλαρώνω, (ξε) λασκάρω, μποσκάρω. || ανοίγω, ξετυλίγω, ξεδιπλώνω•

    распустить паруса ανοίγω τα πανιά.

    || ξεπλέκω• ξηλώνω•

    распустить косы ξεπλέκω τις κοτσίδες•

    распустить чулок ξηλώνω την κάλτσα.

    3. χαλαρώνω (την πειθαρχία, επίβλεψη)• καλομαθαινω• χαλνώ.
    4. διαδίδω (φήμες, κουτσομπολιά κ.τ.τ.).
    5. διαλύω•

    распустить синьку в воде διαλύω λουλάκι στο νερό.

    εκφρ.
    распустить горло (глотку)• – (απλ.) κραυγάζω δυνατά, γκαρίζω•
    распустить язык – γλωσσοκοπανώ, αδολεσχώ• κόβει και ράβει η γλώσσα.
    1. ανοίγω (για μπουμπούκια)• ανθίζω•

    роза -лась το τριαντάφυλλο άνοιξε.

    || (για δέντρα) καλύπτομαι με φύλλωμα.
    2. ξεσφίγγομαι, χαλαρώνομαι, ξελασκάρω. || ξεπλέκομαι• ξηλώνομαι. || ξετυλίγομαι.
    3. ξεπέφτω, αδυνατίζω, εξασθενώ. || μτφ. παρακμάζω.
    4. γίνομαι ανυπάκουος• απειθαρχώ,
    5. (για οδό) λασπώνω.
    6. διαλύομαι•

    соль -лась в воде το αλάτι διαλύθηκε (έλιωσε) στο νερό.

    Большой русско-греческий словарь > распустить

См. также в других словарях:

  • ЯЗЫК — языка (языка книжн. устар., только в 3, 4, 7 и 8 знач.), м. 1. Орган в полости рта в виде подвижного мягкого выроста, являющийся органом вкуса, а у человека способствующий также образованию звуков речи. Коровий язык. Больно прикусить язык. Лизать …   Толковый словарь Ушакова

  • ЯЗЫК — муж. мясистый снаряд во рту, служащий для подкладки зубам пищи, для распознанья вкуса ее, а также для словесной речи, или, у животных, для отдельных звуков. Коровий язык, лизун; рыбий, тумак; змеиный, жало, вилка; песий, лопата; кошачий, терка.… …   Толковый словарь Даля

  • ЯЗЫК — знаковая система, используемая для целей коммуникации и познания. Системность Я. выражается в наличии в каждом Я., помимо словаря, также с и н таксиса и семантики. Синтаксис определяет правила образования выражений Я. и их преобразования,… …   Философская энциклопедия

  • язык — Говор, наречие, диалект; слог, стиль; народ. См. народ притча во языцех См. шпион владеть языком, воздержный на язык, говорить языком кого либо, держать язык за зубами, держать язык на веревочке, держать язык на привязи, закусить язык, злой язык …   Словарь синонимов

  • Язык —     ЯЗЫК. Термин Я. по отношению к человеческой речи употребляется в разных значениях: 1. для обозначения человеческого Я. вообще, как способности говорить; 2. для обозначения отдельного Я., в отличие от наречия и говора или диалекта; 3. для… …   Словарь литературных терминов

  • ЯЗЫК — говяжий, телячий, свиной, бараний в свежем или солёном виде используют для приготовления холодных и горячих блюд. Перед варкой язык следует хорошо промыть, а солёный вымочить в холодной воде: крупный 5 6 часов, небольшой 2 3 часа. Язык отварной.… …   Краткая энциклопедия домашнего хозяйства

  • ЯЗЫК — 1) естественный язык, важнейшее средство человеческого общения. Язык неразрывно связан с мышлением; является социальным средством хранения и передачи информации, одним из средств управления человеческим поведением. Язык возник одновременно с воз …   Большой Энциклопедический словарь

  • Язык —  Язык  ♦ Langage, Langue    В широком смысле – всякая коммуникация посредством знаков (именно таким «языком» обладают, например, пчелы). В строгом, или специфически человеческом, смысле – способность к говорению (потенциальный язык) или все… …   Философский словарь Спонвиля

  • ЯЗЫК — ЯЗЫК, 1) естественный язык, важнейшее средство человеческого общения. Язык неразрывно связан с мышлением; является социальным средством хранения и передачи информации, одним из средств управления человеческим поведением. Реализуется и существует… …   Современная энциклопедия

  • ЯЗЫК — слишком важная вещь, чтобы доверять его языковедам. Ольгерд Терлецкий Язык это диалект, обладающий собственной армией и флотом. Макс Вайнрайх Немецкий язык в сущности богат, но в немецкой разговорной речи мы пользуемся только десятой долей этого… …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • ЯЗЫК — (language) Суть политики состоит в борьбе принципов и теорий общества. Поэтому язык для политики – то же, что кислород для атмосферы: язык является особым, исключительно важным компонентом политики. Восприятие политических реалий формируется… …   Политология. Словарь.

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»