-
21 сумасбродный
сумасброд||ныйприл παλαβός, παράλογος. -
22 бессмысленный
[μπισσμύσλιννυϊ] επ. παράλογος -
23 нелогичный
[νιλαγκίτσνυΐ] εκ. παράλογος -
24 нерассудительный
[νιρασουντίτιλ'νυϊ] εκ. παράλογος -
25 сумасбродный
[σουμασμπρόντνυϊ] εκ. παλαβός παράλογος -
26 бессмысленный
[μπισσμύσλιννυϊ] επ παράλογος -
27 нелогичный
[νιλαγκίτσνυϊ] επ παράλογος -
28 нерассудительный
[νιρασουντίτιλ'νυϊ] επ παράλογος -
29 сумасбродный
[σουμασμπρόντνυϊ] επ παλαβός παράλογος -
30 абсурдный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноπαράλογος, ανόητος•-ое понятие παράλογη έννοια.
-
31 алогичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно;άλογος, παράλογος. -
32 безумный
επ., βρ: -мен, -мна, -мно;1. παλ. τρελλός, παράφρονας.2. παράλογος, ανόητος • απερίσκεπτος. -
33 бредовой
κ. бредовый επ.παραληρητικός, του παραληρήματος•-ое состояние κατάσταση παραληρήματος.
|| ανόητος, παράλογος• ανεδαφικός• φανταστικός•-ая идея παραληρητική ιδέα.
-
34 дикий
επ., βρ: дик, дика, -дико.1. άγριος•-ая коза αγριόγιδα•
-ая утка αγριόπαπια•
виноград αγριόκλημα•
-ая яблоня αγριομηλιά.
|| άγγιχτος, άθικτος, παρθένος• ακατοίκητος. || ερημικός, κακοτράχαλος•-ие скалы άγρια βράχια.
2. απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος. || ως ουσ. βλ. дикарь.3. ακράτητος, βίαιος, ορμητικός, ατίθασος•дикий нрав άγριο ήθος.
4. φριχτός, φρικώδης, φοβερός•-ая боль φριχτός πόνος.
5. παράδοξος, παράλογος, άφρονας•дикий восторг εξωφρενικός ενθουσιασμός•
-ая мысль άφρονη σκέψη.
6. ακοινώνητος, απομονωμένος, κλεισμένος στο καβούκι του.7. παλ. γκρίζος, σταχτής, φαιός•дикий камень γκρίζια πέτρα.
εκφρ.- ое мясо – παλ. ιατρ. παρασάρκωμα. -
35 иррациональный
επ.αντιορθολογιστίκός, αλόγιστος, παράλογος.(μαθ.) υπερβατός•-ое число υπέρβατός αριθμός.
-
36 маловразумительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноλίγο παράλογος• ασαφής• ακατάληπτος, ακαταλαβίστικος, ακατανόητος•-ое изложение ακατάληπτη έκθεση•
маловразумительный ответ ασαφής απάντηση.
-
37 нелепый
επ., βρ: -лп, -а, -о.1. ανόητος, κουτός, μωρός•-ая мысль κουτή σκέψη.
|| άτοπος, παράλογος γελοίος•это -о αυτό είναι παράλογο.
2. ατακτοποίητος, άγαρμπος, κακοφτιαγμένος•-ая фигура άγαρμπη φιγούρα.
-
38 нелогичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноάλογος, παράλογος. -
39 неразумный
επ., βρ: -мен, -мна, -мноπαράλογος•-ые требования παράλογες απαιτήσεις•
-ые слова λόγια έξω από κάθε λογική.
-
40 нерациональный
επ., βρ: -лен, -льна, -о; μη ορθολογικός• παράλογος, άσκοπος•-ое расходование άσκοπη δαπάνη.
См. также в других словарях:
παράλογος — beyond calculation masc/fem nom sg παράλογος beyond calculation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλογος — η, ο, ΝΑ αυτός που λέγεται ή γίνεται αντίθετα με τον ορθό λόγο, έξω από τους κανόνες τής λογικής, άλογος («παράλογες αξιώσεις») 2. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει όταν και όπως δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, ανέλπιστος («τὰς αἰφνιδίους καὶ … Dictionary of Greek
παράλογος — η, ο αυτός που δε συμφωνεί με τη λογική, ο άστοχος, ασύνετος, ανόητος, ο μη λογικός: Με το μεθυσμένο υπάρχει συνεννόηση, με τον παράλογο όχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλογώτερον — παράλογος beyond calculation masc acc comp sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc comp sg παράλογος beyond calculation adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλόγως — παράλογος beyond calculation adverbial παράλογος beyond calculation masc/fem acc pl (doric) παράλογος beyond calculation masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλογον — παράλογος beyond calculation masc/fem acc sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc sg παράλογος beyond calculation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογωτάτων — παράλογος beyond calculation fem gen superl pl παράλογος beyond calculation masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογωτέρων — παράλογος beyond calculation fem gen comp pl παράλογος beyond calculation masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογώτατα — παράλογος beyond calculation adverbial superl παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογώτατον — παράλογος beyond calculation masc acc superl sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλόγοις — παράλογος beyond calculation masc/fem/neut dat pl παράλογος beyond calculation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)