Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

фронта

  • 1 фронт

    фронт
    м в разн. знач. τό μέτωπο[ν]:
    линия \фронта ἡ γραμμή τοῦ μετώπου· народный \фронт τό λαϊκό μέτωπο· идеологический \фронт τό Ιδεολογικό μέτωπο· культурный \фронт τό πολιτιστικό μέτωπο· трудовой \фронт τό μέτωπο τής δουλείας· единым \фронтом σέ ἐνιαϊο μέτωπο· на \фронте στό μέτωπο· борьба т два \фронта ὁ διμέτωπος ἀγώνας· стать во \фронт στέκομαι προσοχή.

    Русско-новогреческий словарь > фронт

  • 2 прорыв

    прорыв
    м
    1. воен. τό ρήγμα, ἡ διάσπαση:
    \прорыв фронта ἡ διάσπαση τοῦ μετώπου·
    2. перен (в работе) ἡ καθυστέρηση.

    Русско-новогреческий словарь > прорыв

  • 3 разрыв

    разрыв
    м
    1. прям., перен ἡ ρήξη [-ις], τό ρήγμα, ἡ διάσπαση [-ις], τό σπάσιμο:
    \разрыв дипломатических отношений ἡ διακοπή τών διπλωματικών σχέσεων \разрыв линии фронта ἡ διάσπαση (или τό σπάσιμο) τής γραμμής той μετώπου·
    2. (взрыв). ἐκρηξη [-ις], ἡ διάρρηξη [-ις]· ◊ \разрыв сердца разг ἡ συγκοπή τής καρδιάς.

    Русско-новогреческий словарь > разрыв

  • 4 участок

    уча́ст||ок
    м
    1. τό οἰκόπεδο[ν], τό γήπε-δο[ν]/ τό χωράφι, ὁ κλήρος (земельный):
    строительный \участок τό οίκόπεδο οἰκοδομής· лесной \участок τό μέρος δάσους· пораженный \участок мо́зга τό προσβεβλημένο μέρος τοῦ μυαλοϋ· делить на \участокки μοιράζω σέ ὁΙκόπεδα· арендовать \участок земли́ νοικιάζω χωράφι[ον] (или τμήμα γής)·
    2. (сфера деятельности) ὁ τομέας [-εύς]:
    \участок работы ὁ τομέας ἐργασίας' врачебный \участок ὁ τομέας ίατροῦ·
    3. (административный) τό τμήμα:
    избирательный \участок τό ἐκλογικό τμήμα·
    4. воен. ὁ τομέας [-εύς]:
    \участок фронта ὁ τομέας τοῦ μετώπου· б. ист. (полицейский) τό ἀστυνομικό τμήμα.

    Русско-новогреческий словарь > участок

  • 5 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 6 направление

    ουδ.
    1. κατεύθυνση αποστολή• υποβολή• (κατευθυντήρια): γραμμή πορεία•

    направление главного удара κατεύθυνση του κύριου χτυπήματος•

    направление ветра κατεύθυνση ανέμου•

    в неизвестном -и σε άγνωστη κατεύθυνση•

    менять направление αλλάζω κατεύθυνση.

    2. ροπή• ρους τροπή, (μετά)στροφή. || ρεύμα, τάση•

    либеральное направление φιλελεύθερο ρεύμα•

    реалистическое в искусстве η ρεαλιστική κατεύθυνση στην ίΡεχνη•

    направление журнала η τάση του περιοδικού.

    3. (στρατ.) τομέας του μετώπου•

    на южном -и фронта без перемен στο νότιο τμήμα του μετώπου αμετάβλητη η κατάσταση.

    4. έγγραφο διορισμού, διορισμός φύλλο πορείας, δικαίωμα εισόδου•

    получить направление παίρνω διορισμό•

    направление в дом отдыха φύλλο πορείας για το σπίτι ανάπαυσης.

    Большой русско-греческий словарь > направление

  • 7 пересечь

    -секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. переск, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пересекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. διατέμνω, κόβω•

    пересечь вервку κόβω την τριχιά.

    2. διασχίζω, διέρχομαι, διαβαίνω, περνώ•

    пересечь линию фронта περνώ τη γραμμή του μετώπου•

    пересечь улицу περνώ το δρόμο.

    3. διασταυρώνω.
    4. εμποδίζω, φράζω•

    пересечь дорогу кому-н κόβω το δρόμοκάποιου.

    διασταυρώνομαι•

    улицы -клись οι οδοί διασταυρώθηκαν•

    οι γραμμές διασταυρώθηκαν. || μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι, σταματώ•

    разговор перескся η συνομιλία διακόπηκε.

    -секу, -сечёшь
    -секут, παρλθ. χρ. пересёк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пересекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересечённый, βρ: -чён, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μαστιγώνω (όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > пересечь

  • 8 прорыв

    α.
    1. σπάσιμο• ρήγμα•

    прорыв фронта ρήγμα του μετώπου•

    прорыв плотины ρήγμα φράγματος.

    2. μτφ. διάλειψη• κενό• καθυστέρηση•

    прорыв в работе προσωρινό σταμάτημα της δουλειάς.

    Большой русско-греческий словарь > прорыв

  • 9 разрыв

    α.
    1. διακοπή, κόψιμο•

    разрыв дипломатических отношений διακοπή διπλωματικών σχέσεων.

    2. κοπή, κόψιμο. || ρήγμα, ρήξη• διάσπαση, σπάσιμο• ρήγμα•

    разрыв линии фронта σπάσιμο της γραμμής του μετώπου.

    3. έκρηξη, σκάσιμο.
    4. μτφ. διάσταση, αντίθεση.
    εκφρ.
    —трава – μαγικό χορτάρι που μπορεί (δήθεν) να ανοίξει οποιαδήποτε κλειδωνιά.

    Большой русско-греческий словарь > разрыв

  • 10 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 11 сообщение

    ουδ.
    1. ανακοίνωση•

    сообщение ТАСС ανακοίνωση του ΤΑΣΣ•

    сообщение тайных сведений ανακοίνωση μυστικών πληροφοριών.

    2. είδηση•

    последние -я с фронта οι τελευταίες ειδήσεις από το μέτωπο.

    || έκθεση• εισήγηση.
    3. επικοινωνία•

    телефонное сообщение τηλεφωνική επικοινωνία.

    || συγκοινωνία•

    пути -я συγκοινωνιακές αρτηρίες•

    морское сообщение θαλάσσια συγκοινωνία•

    речное сообщение ποτάμια συγκοινωνία•

    железнодорожное сообщение σιδηροδρομική συγκοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > сообщение

См. также в других словарях:

  • фронта́льный — фронтальный …   Русское словесное ударение

  • фронта́льный — ая, ое. 1. Направленный в сторону фронта противника; лобовой. Фронтальная атака. Фронтальный огонь. □ В то время как белые обрушивали на нас фронтальный удар, Еременко решил прощупать их с тыла. Диковский, На острове Анна. 2. иск. Обращенный… …   Малый академический словарь

  • Фронта́льный — (frontalis, лат. frons, frontis лоб) в медицине 1) лобный, относящийся ко лбу; 2) относящийся к вертикальной плоскости, перпендикулярной к сагиттальной плоскости …   Медицинская энциклопедия

  • фронта́льно — нареч. к фронтальный (в 1, 2, 3 и 5 знач.). Когда ставят монументальную фигуру, большею частью ее ставят фронтально, в важной церемониальной позе. Луначарский, История западноевропейской литературы …   Малый академический словарь

  • фронта́льность — и, ж. иск. Свойство по прил. фронтальный (во 2 знач.). Фронтальность фигуры. Фронтальность фасада …   Малый академический словарь

  • Юго-Западного фронта наступление 1916 — Брусиловский прорыв (Луцкий прорыв) Первая мировая война Восточный фронт в 1916 году Дата 3 июня …   Википедия

  • Линия фронта. Афганистан'82 — Обложка компьютерной игры «Линия фронта. Афганистан’82» Разработчики …   Википедия

  • ПРОРЫВ АВСТРО-ГЕРМАНСКОГО ФРОНТА 1916 — Брусиловский прорыв, Прорыв Юго Зап. фронта 1916, наступат. операция рус. армий Юго Зап. фронта (команд. ген. А. А. Брусилов, нач. штаба ген. В. Н. Клембовский) во время 1 й мировой войны 1914 18 против австро герм. войск 22 мая (4 июня) 31 июля… …   Советская историческая энциклопедия

  • Линия фронта. Афганистан\'82 — Обложка компьютерной игры «Линия фронта. Афганистан’82» Разработчики …   Википедия

  • Юго-Западного фронта наступление 1916 —         Брусиловский прорыв, наступательная операция русских армий Юго Западного фронта (командующий генерал А. А. Брусилов, начальник штаба генерал В. Н. Клембовский) 22 мая (4 июня) конец августа (начало сентября) во время 1 й мировой войны… …   Большая советская энциклопедия

  • Контрнаступление Восточного фронта — Гражданская война в России …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»