Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

улыбка

  • 41 льстивый

    επ., βρ: -тив, -а, -о
    κολακευτικός, γαλίφικος•

    льстивый человек κόλακας•

    -ке слова κολακευτικά λόγια•

    -ая улыбка κολακευτικό χαμόγελο•

    -ая ласка κολακευτικό χάδι.

    Большой русско-греческий словарь > льстивый

  • 42 милый

    επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.
    1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•

    -ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•

    -ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•

    она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.

    || ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.
    2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•

    милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).

    3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.
    εκφρ.
    мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•
    - ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•
    вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα!

    Большой русско-греческий словарь > милый

  • 43 миндальный

    επ.
    1. της αμυγδαλιάς αμυγδά-λινος•

    -ое дерево η αμυγδαλιά•

    миндальный вкус αμυγδάλινη γεύση.

    || από αμύγδαλο•

    -ое масло αμυγδαλέλαιο, αμυγδαλόλαδο•

    -ое молоко αμυγ-δαλόγαλα.

    || αμυγδαλάτος, αμυγδαλωτός•

    -ое печенье αμυγδαλωτό μπισκότο.

    2. ρόδινος (όπως το χρώμα των λουλουδιών της αμυγδαλιάς)•

    -ые щёки ρόδινα μάγουλα.

    3. μτφ. υπέρ το δέον τρυφερός•

    -ая улыбка παρατραβηγμένο χαμόγελο.

    εκφρ.
    миндальный камень – αμυγδαλίτης, αμυγδαλόπετρα, ορυκταμύγδαλο.

    Большой русско-греческий словарь > миндальный

  • 44 многозначительность

    θ.
    το πολυσήμα-ντον ύπαρξη πολλών σημασιών. || μαρτυρία ή δήλωση πολλών•

    -ая улыбка χαμόγελο που λέει πολλά.

    Большой русско-греческий словарь > многозначительность

  • 45 напряжённый

    επ. από μτχ.
    1. τεταμένος• εντατικός τεντωμένος•

    -ое внимание η τεταμένη προσοχή•

    напряжённый труд εντατική δουλειά•

    -ые международные отношения τεταμένες διεθνείς σχέσεις•

    -ое ожидание αγωνιώδης Ιαναμονή•

    -ые мышцы τεταμένοι μύες•

    -ая борьбе, εντατικός αγώνας.

    2. προσποιητός, αφύσικος•

    -ая улыбка προσποιητό χαμόγελο•

    напряжённый голос αφύσικη φωνή•

    -ая поза κόρδωμα, ποζάρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > напряжённый

  • 46 натянутый

    επ. από μτχ.
    βεβιασμένος, αναγκαστικός επιτηδευμένος ψυχρός•

    -ая улыбка προσποιητό χαμόγελο.

    || τεταμένος•

    -ые отношения τεταμένες σχέσεις•

    -ая атмосфера τεταμένη ατμόσφαιρα.

    Большой русско-греческий словарь > натянутый

  • 47 невесёлый

    επ., βρ:, -всел, -а, -весело
    μη χαρούμενος, άθυμος, δύσθυμος, θλιμμένος, άκεφος, κακόκεφος, βαρύθυμος, βαρυκάρδιος, μελαγχολικός• κατηφής, κατσουφιασμένος•

    -ое лицо μελαγχολικό πρόσωπο•

    -ая улыбка θλιμμένο χαμόγελο•

    -сел, голову повесил ο βαρύθυμος κρέμασε (έσκυψε) το κεφάλι.

    || άχαρος•

    -ое занятие άχαρη απασχόληση.

    Большой русско-греческий словарь > невесёлый

  • 48 неестественный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о;
    1. αφύσικος, μη φυσιολογικός•

    -ая смерть ο μη φυσιολογικός θάνατος.

    2. προσποιητός, επιτηδευμένος•

    неестественный цвет лица το μη φυσικό χρώμα του προσώπου•

    неестественный смех, улыбка το προσποιητό γέλιο, χαμόγελο.

    3. αντικανονικός, ασυνήθης.
    4. εξαιρετικός, σπάν ιος•

    -ая величина εξαιρετικό μέγεθος.

    Большой русско-греческий словарь > неестественный

  • 49 осветить

    -ещу, -етишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освещенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. φωτίζω, φέγγω, ρίχνω φως•

    луна -ла поля το φεγγάρι φώτισε τα χωράφια•

    осветить фана-рм дорогу φωτίζω με το φανάρι το δρόμο•

    улыбка -ла его лицо το χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του.

    2. μτφ. διασαφηνίζω, ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω διευκρινίζω.
    1. φωτίζομαι.
    2. μτφ. λάμπω•

    его лицо -лось радостью το πρόσωπο του έλαμψε από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > осветить

  • 50 осенить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осенённый, βρ: -нён, -нена, -нено.
    1. επισκιάζω, καλύπτω με τη σκιά. || μτφ. παλ. περιβάλλω, αγκαλιάζω.
    2. (για σκέψη, εικασία)• μού ρχεται, μου κατεβαίνει•

    -ла мени блестящая идея μου ήρθε μια φωτεινή ιδέα•

    его -ло (απρόσ.) του ήρθε ή του κατέβηκε.

    || εμφανίζομαι, φαίνομαι•

    улыбка -ла лицо матери το χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο της μάνας.

    εκφρ.
    осенить крстным знамением; осенить крестом – κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό.
    παλ.
    επισκιάζομαι, καλύπτομαι με σκιά.
    εκφρ.
    осенить крстным знамением; осенить крестом – κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό.

    Большой русско-греческий словарь > осенить

  • 51 ответный

    επ.
    απαντητικός της απάντησης•

    ответный визит αντεπίσκεψη•

    -ая улыбка απαντητικό χαμόγελο•

    -ая атака αντεπίθεση•

    -ое письмо απάντηση σε επιστολή•

    ответный поклон ανταποδοτική υπόκλιση•

    ответный удар αντιχτύπημα•

    ответный выстрел α-ντιπυροβολισμός.

    Большой русско-греческий словарь > ответный

  • 52 отлететь

    -лечу, -летишь ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ πετώντας, πετώ, αφίπταμαι•

    ласточки -ли τα χελιδόνια έφυγαν (αποδήμησαν), са-молт -л το αεροπλάνο πέταξε.

    || εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνω•

    -ла молодость πάνε (έφυγαν) τα νιάτα•

    -ла от не улыбка έσβησε το χαμόγελο της.

    2. αναπηδώ, ανατινάζομαι, τίτ-νάζομαι, πετιέμαι πίσω•

    мяч -л от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε προς τα πίσω.

    3. αποσπώμαι, πετιέμαι πέρα ξεκολλώ•

    подошва -ла η σόλα βγήκε•

    пуговицы -ли τα κουμπιά (από το τέντωμα) πετάχτηκαν πέρα.

    || απομακρύνομαι• αφίπταμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отлететь

  • 53 поощрительный

    επ.
    ενθαρρυντικός• εμψυχωτικός•

    -ая улыбка ενθαρρυντικό χαμόγελο.

    Большой русско-греческий словарь > поощрительный

  • 54 презрительный

    επ.
    περιφρονητικός•

    -ая улыбка περιφρονητικό χαμόγελο•

    -ая гримаса περιφρονητικός μορφασμός.

    βλ. презренный (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > презрительный

  • 55 приторный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. λιγουδιαστικός•

    -ое блюдо λιγουδιαστικό φαγητό•

    -ая конфета λιγουδιαστική καραμέλα.

    2. μτφ. παρατραβηγμένος, αηδιαστικός, άχαρος•

    -ая улыбка παρατραβηγμένο χαμόγελο•

    -ые комплименты παρατραβηγμένα κοπλιμέντα.

    Большой русско-греческий словарь > приторный

  • 56 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 57 растечься

    -течтся, -текутся, παρλθ. χρ. расткся, -теклась, -лось
    ρ.σ. ρέω, τρέχω• κυλώ, χύνομαι (προς διάφορες κατευθύνσεις). Ι| (για ρευστά) απλώνω, -ομαι, -διαχύνομαι, διαχέομαι. || μτφ. διαρρέω, απέρχομαι, χωρίζω (προς διάφορες κατευθύνσεις), σκορπίζω, -ομαι. || μτφ. διαχέομαι, διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•

    бледность -лась по лицу η ωχρότητα ξαπλώθηκε στο πρόσωπο•

    улыбка -лась по лицу το χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο.

    Большой русско-греческий словарь > растечься

  • 58 самоуверенный

    επ., βρ: -рен, -ренна, -о; πεπεισμένος, με πεποίθηση στον εαυτό• σίγουρος•

    -ое спокойствие ηρεμία από πεποίθηση, σιγουριά•

    -ая улыбка χαμόγελο πεποίθησης.

    Большой русско-греческий словарь > самоуверенный

  • 59 сардонический

    επ. (γραπ. λόγος)• σαρδόνιος•

    сардонический смех σαρδόνιο γέλιο•

    -ая улыбка σαρδόνιο χαμόγελο.

    Большой русско-греческий словарь > сардонический

  • 60 сбежать

    сбегу, сбежишь, сбегут ρ. σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω.
    2. ρέω, τρέχω• κυλώ•

    слеза -ла по щеке δάκρυ κύλισε στο μάγουλο.

    || φεύγω, λιώνω, σηκώνομαι•

    -ал снег σηκώθηκε το χιόνι.

    || βγαίνω, φεύγω• ξεβάφω, αποχρωματίζομαι•

    краска -ла βγήκε η μπογιά.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    улыбка -ла χάθηκε το χαμόγελο.

    3. ξεχειλίζω, χύνομαι (κατά το βράσιμο)•

    молоко -ло χύθηκε το γάλα (από το σκεύος).

    4. δραπετεύω•

    сбежать из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || φεύγω, το σκάζω•

    сбежать с уроков το σκάζω από τα μαθήματα.

    1. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι• συρρέω.
    2. παλ. συναντιέμαιτρέχοντας • συνωθούμαι τρέχοντας.

    Большой русско-греческий словарь > сбежать

См. также в других словарях:

  • УЛЫБКА — УЛЫБКА, улыбки, жен. Мимика лица, губ или глаз, показывающая расположение к смеху или выражающая привет, удовольствие либо иронию, насмешку. «От бледных уст улыбка отлетела.» Пушкин. «Губы сложены в грустную улыбку.» Чехов. «В одной улыбке… …   Толковый словарь Ушакова

  • улыбка — См …   Словарь синонимов

  • улыбка — безгласная (Бунин); беззаботная (Майков, Полежаев, Ратгауз, Эртель); благодушная (Бунин, Серафимович); благосклонная (Хомяков); веселая (Гусев Оренбургский, Сергеев Ценский, Тургенев); всепрощающая (Мей); вялая (Арцыбашев); гордая (Пушкин,… …   Словарь эпитетов

  • Улыбка — Мистерия чувств * Воспоминание * Желание * Мечта * Наслаждение * Одиночество * Ожидание * Падение * Память * Победа * Поражение * Слава * Совесть * Страсть * Суеверие * Уважение * …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • улыбка —     УЛЫБКА, усмешка, разг. ухмылка     УЛЫБЧИВЫЙ, усмешливый     УЛЫБАТЬСЯ/УЛЫБНУТЬСЯ, усмехаться/ усмехнуться, разг. ухмыляться/ухмыльнуться, разг. осклабляться/осклабиться, разг. сниж. лыбиться, разг. сниж. оскаляться/оскалиться, разг. сниж.… …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • УЛЫБКА — УЛЫБКА, и, жен. Мимическое движение лица, губ, глаз, показывающее расположение к смеху, выражающее привет, удовольствие или насмешку и другие чувства. Добрая, весёлая у. Насмешливая, злая, горькая у. | уменьш. улыбочка, и, жен. Толковый словарь… …   Толковый словарь Ожегова

  • УЛЫБКА — «УЛЫБКА», Россия, ЛЕНФИЛЬМ/СПиЭФ (Ленфильм), 1991, цв., 97 мин. Социальная аллегория. По книге Дмитрия Лазарева. В основном, действие фильма происходит в сумасшедшем доме. Но абсурд не имеет границ, у него есть только причина. И в этом тотальном… …   Энциклопедия кино

  • улыбка — • улыбка, усмешка, ухмылка Стр. 1199 Стр. 1200 Стр. 1201 Стр. 1202 Стр. 1203 …   Новый объяснительный словарь синонимов русского языка

  • улыбка — (не) сходила улыбка • действие, субъект, окончание блуждает улыбка • действие, субъект вызвать улыбку • действие, каузация играет улыбка • действие, субъект появилась улыбка • действие, субъект, начало прятать улыбку • Neg, демонстрация сдержать… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • Улыбка — «Мона Лиза» …   Википедия

  • улыбка — сущ., ж., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? улыбки, чему? улыбке, (вижу) что? улыбку, чем? улыбкой, о чём? об улыбке; мн. что? улыбки, (нет) чего? улыбок, чему? улыбкам, (вижу) что? улыбки, чем? улыбками, о чём? об улыбках 1. Улыбкой… …   Толковый словарь Дмитриева

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»