-
41 льстивый
επ., βρ: -тив, -а, -оκολακευτικός, γαλίφικος•льстивый человек κόλακας•
-ке слова κολακευτικά λόγια•
-ая улыбка κολακευτικό χαμόγελο•
-ая ласка κολακευτικό χάδι.
-
42 милый
επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•-ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•
-ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•
она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.
|| ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).
3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.εκφρ.мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•- ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα! -
43 миндальный
επ.1. της αμυγδαλιάς αμυγδά-λινος•-ое дерево η αμυγδαλιά•
миндальный вкус αμυγδάλινη γεύση.
|| από αμύγδαλο•-ое масло αμυγδαλέλαιο, αμυγδαλόλαδο•
-ое молоко αμυγ-δαλόγαλα.
|| αμυγδαλάτος, αμυγδαλωτός•-ое печенье αμυγδαλωτό μπισκότο.
2. ρόδινος (όπως το χρώμα των λουλουδιών της αμυγδαλιάς)•-ые щёки ρόδινα μάγουλα.
3. μτφ. υπέρ το δέον τρυφερός•-ая улыбка παρατραβηγμένο χαμόγελο.
εκφρ.миндальный камень – αμυγδαλίτης, αμυγδαλόπετρα, ορυκταμύγδαλο. -
44 многозначительность
-и θ.το πολυσήμα-ντον ύπαρξη πολλών σημασιών. || μαρτυρία ή δήλωση πολλών•-ая улыбка χαμόγελο που λέει πολλά.
-
45 напряжённый
επ. από μτχ.1. τεταμένος• εντατικός τεντωμένος•-ое внимание η τεταμένη προσοχή•
напряжённый труд εντατική δουλειά•
-ые международные отношения τεταμένες διεθνείς σχέσεις•
-ое ожидание αγωνιώδης Ιαναμονή•
-ые мышцы τεταμένοι μύες•
-ая борьбе, εντατικός αγώνας.
2. προσποιητός, αφύσικος•-ая улыбка προσποιητό χαμόγελο•
напряжённый голос αφύσικη φωνή•
-ая поза κόρδωμα, ποζάρισμα.
-
46 натянутый
επ. από μτχ.βεβιασμένος, αναγκαστικός επιτηδευμένος ψυχρός•-ая улыбка προσποιητό χαμόγελο.
|| τεταμένος•-ые отношения τεταμένες σχέσεις•
-ая атмосфера τεταμένη ατμόσφαιρα.
-
47 невесёлый
επ., βρ:, -всел, -а, -веселоμη χαρούμενος, άθυμος, δύσθυμος, θλιμμένος, άκεφος, κακόκεφος, βαρύθυμος, βαρυκάρδιος, μελαγχολικός• κατηφής, κατσουφιασμένος•-ое лицо μελαγχολικό πρόσωπο•
-ая улыбка θλιμμένο χαμόγελο•
-сел, голову повесил ο βαρύθυμος κρέμασε (έσκυψε) το κεφάλι.
|| άχαρος•-ое занятие άχαρη απασχόληση.
-
48 неестественный
επ., βρ: -вен, -венна, -о;1. αφύσικος, μη φυσιολογικός•-ая смерть ο μη φυσιολογικός θάνατος.
2. προσποιητός, επιτηδευμένος•неестественный цвет лица το μη φυσικό χρώμα του προσώπου•
неестественный смех, улыбка το προσποιητό γέλιο, χαμόγελο.
3. αντικανονικός, ασυνήθης.4. εξαιρετικός, σπάν ιος•-ая величина εξαιρετικό μέγεθος.
-
49 осветить
-ещу, -етишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освещенный, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. φωτίζω, φέγγω, ρίχνω φως•луна -ла поля το φεγγάρι φώτισε τα χωράφια•
осветить фана-рм дорогу φωτίζω με το φανάρι το δρόμο•
улыбка -ла его лицо το χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του.
2. μτφ. διασαφηνίζω, ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω διευκρινίζω.1. φωτίζομαι.2. μτφ. λάμπω•его лицо -лось радостью το πρόσωπο του έλαμψε από χαρά.
-
50 осенить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осенённый, βρ: -нён, -нена, -нено.1. επισκιάζω, καλύπτω με τη σκιά. || μτφ. παλ. περιβάλλω, αγκαλιάζω.2. (για σκέψη, εικασία)• μού ρχεται, μου κατεβαίνει•-ла мени блестящая идея μου ήρθε μια φωτεινή ιδέα•
его -ло (απρόσ.) του ήρθε ή του κατέβηκε.
|| εμφανίζομαι, φαίνομαι•улыбка -ла лицо матери το χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο της μάνας.
εκφρ.осенить крстным знамением; осенить крестом – κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό.παλ.επισκιάζομαι, καλύπτομαι με σκιά.εκφρ.осенить крстным знамением; осенить крестом – κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό. -
51 ответный
επ.απαντητικός της απάντησης•ответный визит αντεπίσκεψη•
-ая улыбка απαντητικό χαμόγελο•
-ая атака αντεπίθεση•
-ое письмо απάντηση σε επιστολή•
ответный поклон ανταποδοτική υπόκλιση•
ответный удар αντιχτύπημα•
ответный выстрел α-ντιπυροβολισμός.
-
52 отлететь
-лечу, -летишь ρ.σ.1. φεύγω, αναχωρώ πετώντας, πετώ, αφίπταμαι•ласточки -ли τα χελιδόνια έφυγαν (αποδήμησαν), са-молт -л το αεροπλάνο πέταξε.
|| εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνω•-ла молодость πάνε (έφυγαν) τα νιάτα•
-ла от не улыбка έσβησε το χαμόγελο της.
2. αναπηδώ, ανατινάζομαι, τίτ-νάζομαι, πετιέμαι πίσω•мяч -л от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε προς τα πίσω.
3. αποσπώμαι, πετιέμαι πέρα ξεκολλώ•подошва -ла η σόλα βγήκε•
пуговицы -ли τα κουμπιά (από το τέντωμα) πετάχτηκαν πέρα.
|| απομακρύνομαι• αφίπταμαι. -
53 поощрительный
επ.ενθαρρυντικός• εμψυχωτικός•-ая улыбка ενθαρρυντικό χαμόγελο.
-
54 презрительный
επ.περιφρονητικός•-ая улыбка περιφρονητικό χαμόγελο•
-ая гримаса περιφρονητικός μορφασμός.
βλ. презренный (2 σημ.). -
55 приторный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. λιγουδιαστικός•-ое блюдо λιγουδιαστικό φαγητό•
-ая конфета λιγουδιαστική καραμέλα.
2. μτφ. παρατραβηγμένος, αηδιαστικός, άχαρος•-ая улыбка παρατραβηγμένο χαμόγελο•
-ые комплименты παρατραβηγμένα κοπλιμέντα.
-
56 пройти
пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдяρ.σ.1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•
пройти вперёд περνώ μπροστά.
|| διανύω, διασχίζω, διατρέχω•пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).
|| μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.
|| διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•-шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•
-шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).
|| μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.
2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.
3. πέφτω, ρίχνω•-шёл град έπεσε χαλάζι•
-шёл дождь έβρεξε•
-шёл снег χιόνισε.
|| διαπερνώ, διαποτίζω•чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..
διεξάγομαι, γίνομαι•собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.
|| προχωρώ, προβαίνω•пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.
|| δουλεύω, φτιάχνω•пройти грядку φτιάχνω βραγιά.
4. διέρχομαι, γίνομαι•здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.
5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.6. αλείφω•пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•
пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.
7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.
8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•-шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.
|| τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.
9. εκπληρώνω•военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•
пройти практику περνώ την πρακτική•
пройти курс лечения κάνω θεραπεία.
|| τελειώνω•пройти школу περνώ το σχολείο.
10. μαθαίνω, διδάσκομαι•пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•
пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.
11. σταματώ, παύω•дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.
|| δεν υποφέρω•зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.
εκφρ.пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•это не -дт – αυτό δε θα περάσει.1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.2. χορεύω•пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•
пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.
3. περνώ πάνω σε κάτι.εκφρ.пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές). -
57 растечься
-течтся, -текутся, παρλθ. χρ. расткся, -теклась, -лосьρ.σ. ρέω, τρέχω• κυλώ, χύνομαι (προς διάφορες κατευθύνσεις). Ι| (για ρευστά) απλώνω, -ομαι, -διαχύνομαι, διαχέομαι. || μτφ. διαρρέω, απέρχομαι, χωρίζω (προς διάφορες κατευθύνσεις), σκορπίζω, -ομαι. || μτφ. διαχέομαι, διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•бледность -лась по лицу η ωχρότητα ξαπλώθηκε στο πρόσωπο•
улыбка -лась по лицу το χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο.
-
58 самоуверенный
επ., βρ: -рен, -ренна, -о; πεπεισμένος, με πεποίθηση στον εαυτό• σίγουρος•-ое спокойствие ηρεμία από πεποίθηση, σιγουριά•
-ая улыбка χαμόγελο πεποίθησης.
-
59 сардонический
επ. (γραπ. λόγος)• σαρδόνιος•сардонический смех σαρδόνιο γέλιο•
-ая улыбка σαρδόνιο χαμόγελο.
-
60 сбежать
сбегу, сбежишь, сбегут ρ. σ.1. κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω.2. ρέω, τρέχω• κυλώ•слеза -ла по щеке δάκρυ κύλισε στο μάγουλο.
|| φεύγω, λιώνω, σηκώνομαι•-ал снег σηκώθηκε το χιόνι.
|| βγαίνω, φεύγω• ξεβάφω, αποχρωματίζομαι•краска -ла βγήκε η μπογιά.
|| χάνομαι, εξαφανίζομαι•улыбка -ла χάθηκε το χαμόγελο.
3. ξεχειλίζω, χύνομαι (κατά το βράσιμο)•молоко -ло χύθηκε το γάλα (από το σκεύος).
4. δραπετεύω•сбежать из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.
|| φεύγω, το σκάζω•сбежать с уроков το σκάζω από τα μαθήματα.
1. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι• συρρέω.2. παλ. συναντιέμαιτρέχοντας • συνωθούμαι τρέχοντας.
См. также в других словарях:
УЛЫБКА — УЛЫБКА, улыбки, жен. Мимика лица, губ или глаз, показывающая расположение к смеху или выражающая привет, удовольствие либо иронию, насмешку. «От бледных уст улыбка отлетела.» Пушкин. «Губы сложены в грустную улыбку.» Чехов. «В одной улыбке… … Толковый словарь Ушакова
улыбка — См … Словарь синонимов
улыбка — безгласная (Бунин); беззаботная (Майков, Полежаев, Ратгауз, Эртель); благодушная (Бунин, Серафимович); благосклонная (Хомяков); веселая (Гусев Оренбургский, Сергеев Ценский, Тургенев); всепрощающая (Мей); вялая (Арцыбашев); гордая (Пушкин,… … Словарь эпитетов
Улыбка — Мистерия чувств * Воспоминание * Желание * Мечта * Наслаждение * Одиночество * Ожидание * Падение * Память * Победа * Поражение * Слава * Совесть * Страсть * Суеверие * Уважение * … Сводная энциклопедия афоризмов
улыбка — УЛЫБКА, усмешка, разг. ухмылка УЛЫБЧИВЫЙ, усмешливый УЛЫБАТЬСЯ/УЛЫБНУТЬСЯ, усмехаться/ усмехнуться, разг. ухмыляться/ухмыльнуться, разг. осклабляться/осклабиться, разг. сниж. лыбиться, разг. сниж. оскаляться/оскалиться, разг. сниж.… … Словарь-тезаурус синонимов русской речи
УЛЫБКА — УЛЫБКА, и, жен. Мимическое движение лица, губ, глаз, показывающее расположение к смеху, выражающее привет, удовольствие или насмешку и другие чувства. Добрая, весёлая у. Насмешливая, злая, горькая у. | уменьш. улыбочка, и, жен. Толковый словарь… … Толковый словарь Ожегова
УЛЫБКА — «УЛЫБКА», Россия, ЛЕНФИЛЬМ/СПиЭФ (Ленфильм), 1991, цв., 97 мин. Социальная аллегория. По книге Дмитрия Лазарева. В основном, действие фильма происходит в сумасшедшем доме. Но абсурд не имеет границ, у него есть только причина. И в этом тотальном… … Энциклопедия кино
улыбка — • улыбка, усмешка, ухмылка Стр. 1199 Стр. 1200 Стр. 1201 Стр. 1202 Стр. 1203 … Новый объяснительный словарь синонимов русского языка
улыбка — (не) сходила улыбка • действие, субъект, окончание блуждает улыбка • действие, субъект вызвать улыбку • действие, каузация играет улыбка • действие, субъект появилась улыбка • действие, субъект, начало прятать улыбку • Neg, демонстрация сдержать… … Глагольной сочетаемости непредметных имён
Улыбка — «Мона Лиза» … Википедия
улыбка — сущ., ж., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? улыбки, чему? улыбке, (вижу) что? улыбку, чем? улыбкой, о чём? об улыбке; мн. что? улыбки, (нет) чего? улыбок, чему? улыбкам, (вижу) что? улыбки, чем? улыбками, о чём? об улыбках 1. Улыбкой… … Толковый словарь Дмитриева