-
81 рубить
-
82 сорвать
сорвать 1) κόβω, αποσπώ 2) (провалить) χαλνώ, ματαιώνω \сорваться 1) (упасть) πέφτω, γκρεμίζομαι 2) (не удаться ) αποτυχαίνω* * *1) κόβω, αποσπώ2) ( провалить) χαλνώ, ματαιώνω -
83 вырубать
вырубатьнесов, вырубить сов1. κόβω, κόπτω, πελεκώ, ἐκτομῶ:\вырубать деревья κόβω δέντρα·2. (дыру, окно и т. п.) ἀνοίγω·3. (уголь) ἐξορύττω, ἐξορύσσω. -
84 давить
давитьнесов1. πιέζω, ζουλώ, βαραίνω, ἐξασκώ πίεση·2. (раздавить, убивать) συντρίβω / πατῶ, κόβω, συνθλίβω (автомобилем и т. п.)·3. (мять, выжимать) στύβω, πατῶ, ζουπίζω:\давить лимон στύβω τό λεμόνι· \давить виноград πατώ τά σταφύλια·4. (душить) πνίγω, στραγγα· λίζω·5. (стягивать, жать) σφίγγω, κόβω:воротник давит ὁ γιακάς μέ σφίγγει· мне давит грудь μοῦ πλακώνει τό στήθος, μέ πιέζει στό στῆθος·6. перен (угнетать) καταπιέζω, πιέζω, πνίγω. -
85 нарубить
нарубитьсов λιανίζω, κόβω, σχίζω:\нарубить дров κόβω ξύλα -
86 настричь
настричьсов κόβω:\настричь бумаги κόβω χαρτί. -
87 остригать
остригатьнесов κόβω, ψαλιδίζω:\остригать волосы κουρεύω, κόβω τά μαλλιά. -
88 отрывать
отрывать Iнесов1. κόβω, ξεκολλώ (μετ.), ἀποσπῶΓ \отрывать пу́говицу κόβω τό κουμπί·2. (взгляд и т. ἡ.) ξεκολλώ, ἀποσπὤ3. (разлучать) χωρίζω:\отрывать от семьи χωρίζω ἀπό τήν οἰκογένειά4. (отвлекать) ἀποσπώ:\отрывать от работы ἀποσπώ ἀπό τήν δουλειά.отрывать IIнесов прям., перен ξε-θαύω, ξεσκάβω, ξεχὠνω. -
89 отучаться
отуч||атьсянесов (от чего-л.) ξεμαθαίνω, ἀπεθίζομαι, κόβω (συνήθεια):\отучатьсяаться курить κόβω τό κάπνισμα -
90 подрезать
подрезатьсов, подрезать несов κόβω (волосы и т. п.) / κλαδεύω (деревья) / περικόπτω, ψαλιδίζω (по краям)· ◊ \подрезать крылья кому́-л. κόβω τά φτερά κάποιου. -
91 порвать
порватьсов1. см. рвать I 1·2. (прекратить) διακόπτω:\порвать дипломатические отношения διακόπτω τίς διπλωματικές σχέσεις· \порвать с прошлым κόβω μέ τό παρελθόν \порвать с друзьями κόβω μέ τους φίλους μου. -
92 прекратить
прекратитьсов, прекращать несов παύω 0««т·), σταματώ (μετ.) / διακόπτω, κόβω (прерывать):\прекратить разговор παύω τήν συζήτηση· \прекратить работу σταματώ τή δουλειά· \прекратить знакомство κόβω τίς σχέσεις. -
93 распластать
распластатьсов, распластывать несов1. (делить на пласты) λιανίζω, κόβω σέ κομμάτια:\распластать рыбу κόβω τό ψάρι σέ φιλέτα·2. (растягивать плашмя) ξαπλώνω:\распластать крылья ἀπλώνω τά πτερά. -
94 рубить
рубитьнесов κόβω, κόπτω/ ὑλοτομώ (лес):\рубить капусту κόβω (или κόπτω) τά λάχανα· \рубить мясо λιανίζω τό κρέας, κάνω τό κρέας κιμᾶ· ◊ лес рубят \рубить щепки летят погов. οταν κόβουν τό δάσος πετιούνται καί πελεκούδια· \рубить с плеча τά λέγω ὁρθά κοφτά. -
95 скашивать
скашивать Iнесов (траву и т. п.) κοσίζω, θερίζω (или κόβω) χορτάρι.скашивать IIнесов ι, (глаза) στρα-βίζω, ἀλλοιθωρίζω·2. (ребро, край) κόβω, τέμνω. -
96 срезать
срезатьсов, срезать несов1. κόβω, κόπτω, τέμνω· 2.:\срезать на экзамене разг κόβω (или ἀπορρίπτω) στίς ἐξετάσεις. -
97 срубать
срубатьнесов, срубить сов κόβω, κόβω σύρριζα/ δενδροκόβω, ὑλοτομώ (лес). -
98 тереть
теретьнесов1. τρίβω:\тереть глаза (ру́ки) τρίβω τά μάτια (τά χέρια)·2. (натирать до блеска) γυαλίζω·3. (мельчить) τρίβω, κόβω, κοπανίζω:\тереть табак κόβω τόν καπνό· \тереть миндаль κοπανίζω ἀμύγδαλα· \тереть краски τρίβω τήν μπογιά· \тереть на терке τρίβω στον τρίφτη, ξύνω·4. (причинять боль) πληγώνω:ботинок трет τό παπούτσι μοὔκανε πληγή. -
99 фасон
фасонм1. τό σχέδιο, τό κόψιμο, τό μοντέλο:снять \фасон κόβω σχέδιο, κόβω χνάρι·2. перен (щегольство) прост. ὁ ἰ τσιριμόνιες. -
100 чеканить
чекан||итьнесов κόβω, χαράσσω:\чеканить монету κόβω νομίσματα· \чеканить надписи на монетах χαράσσω ἐπιγραφή στά νομίσματα.
См. также в других словарях:
κόβω — και κόφτω έκοψα, κόπηκα, κομμένος 1. τεμαχίζω, μοιράζω: Κόβω το καρπούζι. 2. τραυματίζω, πληγώνω: Έκοψα το πρόσωπό μου με το ξυράφι. 3. κόβω κάτι και το πετάω ως άχρηστο: Κόβω τα νύχια μου. 4. αλέθω, κοπανίζω: Θα κόψουμε καφέ. 5. αποβάλλω κακή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόβω — κόβω, έκοψα βλ. πίν. 7 (και ως απρόσ. [μου] κοψε) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
αντι(σ)κόβω — αντι(σ)κόβω, αντί(σ)κοψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κιιντίζω — κόβω το κρέας ώστε να γίνει κιμάς, λειανίζω, κιμαδιάζω το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αορ. kiydim τού τουρκ. ρ. kiymak «κόβω, λειανίζω»] … Dictionary of Greek
αποκλαδίζω — κόβω τα κλαδιά που προεξέχουν … Dictionary of Greek
κοντοκλαδεύω — κόβω τα κλαδιά ενός δέντρου έτσι ώστε να μείνουν κοντά, κλαδεύω κοντά τα κλωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + κλαδεύω ή < κοντοκλάδι] … Dictionary of Greek
κοψοκεφαλιάζω — κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + κεφαλ ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονο κεφαλιάζω, σπαζο κεφαλιάζω] … Dictionary of Greek
βλαστοκοπώ — κόβω τα κλαδιά, κλαδεύω χρησιμοποιώντας το ειδικό δεντροκομικό μαχαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… … Dictionary of Greek
εκτέμνω — (AM ἐκτέμνω) 1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη 2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφω μσν. «μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» διανύω (Γ. Πισίδ.) αρχ. 1. κόβω, αφαιρώ 2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος 3. (για μαλλιά) κουρεύω,… … Dictionary of Greek