-
21 давать
дава||тьнесов1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):\давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:\даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·2. (дать поймать себя) πιάνομαι:не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν. -
22 нападение
напад||ениес1. ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ προσβολή, ἡ Εφοδος:вооруженное \нападениеение ἡ Ενοπλη ἐπίθεση· \нападениеение с тыла ἡ προσβολή ἐκ τῶν νώτων открытый для \нападениеения εὐπρόσβλητος· совершать \нападениеение κάμνω ἐπίθεση· отражать \нападениеение ἀποκρούω ἐπίθεση·2. спорт. ἡ ἐπίθεση. -
23 отбивать
отбиватьнесов1. (отражать) ἀποκρούω·2. (отнимать) разг παίρνω, ἀποσπώ I ξαναπαίρνω (обратно)·3. (отламывать) σπάζω·4. (вкус, запах) ἀπομακρύνω, βγάζω, ἐξαλείφω· ◊ \отбивать такт κρατῶ τόν χρόνος· \отбивать шаг κρατώ τό βήμα· \отбивать охо́ту к чему́-л. κόβω τήν ὀρεξη κάποιου. -
24 отбрасывать
отбрасыватьнесов, отбросить сов1. ρίχνω, πετώ, ἀποτινάζω, ἀποβάλλω· \отбрасывать тень ρίχνω σκιά·2. (неприятеля) ἀποκρούω, ἀπωθώ·3. перен ἀφήνω, ἐγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω:\отбрасывать сомнения ἀφήνω τίς ἀμφιβολίες· \отбрасывать мысль ἐγκαταλείπω τήν ίδέα. -
25 отвергать
отвергатьнесов, отвергнуть сов ἀπορρίπτω, ἀποκρούω, ἀποποιούμαι, ἀρνιέμαι:\отвергать предложение ἀπορρίπτω τήν πρόταση· \отвергать помощь ἀποποιούμαι τήν βοήθεια. -
26 отводить
отводитьнесов1. (кого-л. куда-л.) ὀδηγῶ, προπέμπω, ξεπροβοδίζω/ ἀπάγω, ἀποκομίζω (уводить)/ συνοδεύω (сопровождать):\отводить детей домой φέρνω (или συνοδεύω) τά παιδιά στό σπίτι·2. (в сторону) (μβτα)στρέφω, ἐκτρέπω / παροχετεύω (воду):\отводить русло реки́ στρέφω τόν ροῦν τοῦ ποταμοῦ· \отводить уда́р ἀποκρούω κτύπημα·3. (отклонять, отвергать) ἀπορρίπτω, ἐξαιρώ/ δέν δέχομαι (кандидата и т. п.)·4. (землю, помещение) ὁρίζω, προσδιορίζω· ◊ \отводить ду́шу λέγω τόν πόνο μου· \отводить глаза кому́-л. ξεγελώ κάποιον я не мог отвести́ глаз δέν μπορούσα νά ξεκολλήσω τό βλέμμα μου. -
27 отпор
отпорм ἡ ἀπόκρουση [-ις], ἡ ἀντίστα· ση [-ις]:давать решительный \отпор ἀποκρούω ἀποφασιστικά· встречать \отпор συναντώ ἀντίσταση· быть готовым к \отпору εἶμαι ἐτοιμος νά ἀντιμετωπίσω. -
28 отстреливаться
отстреливатьсянесов ἀποκρούω μέ πυροβολισμούς, ἀντιπυροβολώ. -
29 отталкивать
отталкива||тьнесов1. ἀπωθῶ, σπρώχνω, σκουντώ·2. перен ἀπωθώ, ἀποκρούω. -
30 отшибать
отшибатьнесов, отшибить сов разг1. (отбрасывать ударом) ἀποκρούω·2. (повреждать) χτυπώ, μωλωπίζομαι:\отшибать себе ру́ку χτυπώ τό χέρι μου·3. (отламывать, откалывать) σπάζω· ◊ отшибить охо́ту к чему́-л. κόβω τήν ὀρεξη γιά κάτι, ξεμαθαίνω· память отши́бло χάνω τό μνημονικό, ξεχνάω. -
31 парировать
парироватьсов и несов прям., перен ἀποκρούω. -
32 отбивать
[ατμπιβάτ*] ρ. αποκρούω -
33 отбивать
[ατμπιβάτ'] ρ αποκρούω -
34 домогательство
-а ουδ.εκβιασμός, -ση, επίμονη επιδίωξη, επιζήτηση πίεση•отвергнуть чьи-л. -а αποκρούω αποφασιστικά τους εκβιασμούς κάποιου•
поддерживать -а кого-н. υποστηρίζω τις πιέσεις κάποιου.
-
35 нападение
-я ουδ.1. επίθεση•внезапное -αιφνιδιαστική επίθεση•
вооружнное нападение ένοπλη επίθεση•
отразить нападение αποκρούω επίθεση.
2. οι κυνηγοί (στο ποδόσφαιρο κ. άλλα παιγνίδια). -
36 отбросить
-бшу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отброшенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•отбросить камни от дороги πετώ τις πέτρες από το δρόμο.
|| αναμερίζω, παραμερίζω. || μτφ. αποβάλλω, διώχνω, βγάζω•отбросить сомнения βγάζω τις αμφιβολίες•
отбросить страх αποβάλλω το φόβο.
2. αποκρούω, απωθώ (επιτιθέμενο)..3. μτφ. (με τα ουσ. тень, свет, луч κ.τ.τ.)• ρίχνω•отбросить тень ρίχνω σκιά.
-
37 отвергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. отверг, -ла, -лоκ. παλ. отвергнул-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвергнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. παλ. отверженный, βρ: -жен, -а, -о;ρ.σ.μ. απορρίπτω, αποκρούω, αποποιούμαι, αποστέργω. || διώχνω, αποβάλλω. -
38 отвести
-еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вела, -ло μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведенный, βρ: -ден, -дена, -дено επιρ. μτχ. отведяρ.σ.μ.1. φέρω, πηγαίνω•отвести ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό.
2. απάγω, αποσύρω, απομακρύνω παίρνω•отвести стадо от дороги παίρνω το κοπάδι από το δρόμο.
|| μεταφέρω, μετακομίζω. || μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω.3. διοχετεύω, παροχετεύω αποχετεύω παίρνω•-воду от города διοχετεύω τα νερά έξω από την πόλη•
отвести глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού).
|| αποκρούω•отвести удар αποκρούωτο χτύπημα.
|| προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•беду προλαβαίνω το κακό.
4. μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι• — заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση.5. παραχωρώ, παρέχω• χορηγώ•отвести участок под школьный сад παραχωρώ τόπο για σχολικό κήπο.
6. πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.εκφρ.отвести глаза кому – αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ. -
39 отпор
-а α.απόκρουση•дать отпор врагу αποκρούω τον εχθρό•
быть готовым к -у είμαι έτοιμος ναποκρούσω.
|| αντίσταση•он встретил отпор αυτός συνάντησε αντίσταση.
|| μτφ. αντίκρουση. -
40 отринуть
ρ.σ.μ. παλ. απορρίπτω, αποβάλλω, διώχνω αποκρούω, αποστέργω.
См. также в других словарях:
αποκρούω — αποκρούω, απέκρουσα (σπάν. απόκρουσα) βλ. πίν. 40 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκρούω — (AM ἀποκρούω) [κρούω] 1. απωθώ αυτόν που επιτίθεται εναντίον μου 2. αντικρούω, ανασκευάζω (λόγους, επιχειρήματα) 3. αποδοκιμάζω, δεν δέχομαι 4. αποφεύγω, περιφρονώ (κάποιον) μσν. νεοελλ., ( ομαι) απομακρύνω, εξουδετερώνω αρχ. μσν. εκδιώκω κάποιον … Dictionary of Greek
αποκρούω — ουσα, ούστηκα 1. απωθώ κάποιον που μου επιτίθεται: Η επίθεση του εχθρού είχε αποκρουστεί. 2. ανασκευάζω: Τα επιχειρήματά του εύκολα μπορούσε να τα αποκρούσει. 3. αρνούμαι, δε δέχομαι: Απόκρουσε τις προτάσεις του αντίδικού του για συμβιβασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκρούεσθε — ἀποκρούω beat off pres imperat mp 2nd pl ἀποκρούω beat off pres ind mp 2nd pl ἀποκρούω beat off imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρούῃ — ἀποκρούω beat off pres subj mp 2nd sg ἀποκρούω beat off pres ind mp 2nd sg ἀποκρούω beat off pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκρουμένον — ἀποκρούω beat off perf part mp masc acc sg ἀποκρούω beat off perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκρουσμένον — ἀποκρούω beat off perf part mp masc acc sg ἀποκρούω beat off perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκροῦσθαι — ἀποκρούω beat off perf inf mp ἀποκρούω beat off perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουομένων — ἀποκρούω beat off pres part mp fem gen pl ἀποκρούω beat off pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουσαμένων — ἀποκρούω beat off aor part mid fem gen pl ἀποκρούω beat off aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουσθέντα — ἀποκρούω beat off aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποκρούω beat off aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)