Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ставить

  • 81 печать

    θ.
    1. σφραγίδα, βούλα• στάμπα.• ставить печать βάζω σφραγίδα, σφραγίζω.
    2. μτφ. αποτύπωμα• ίχνος• σημάδι•

    печать времени σημάδι των καιρών.

    3. εκτύπωση•

    книга ещё в -и το βιβλίο είναι ακόμα υπο εκτύπωση.

    4. ο τύπος•

    работники -и οι τυπογράφοι•

    иностранная ο ξένος τύπος•

    выступить в -и δημοσιεύω στον-τύπο.

    5. τα τυπογραφικά γράμματα•

    книга крупной -и βιβλίο με μεγάλα γράμματα.

    εκφρ.
    печать молчания (безмолвия) – σφράγισμα ή βούλωμα του στόματος (απαγόρευση σε κάποιον να μιλά)•
    в -и – στον τύπο•
    выйти из -и, появиться в -и – βγαίνω, εμφανίζομαι στον τύπο (δημοσιεύομαι στον τύπο).

    Большой русско-греческий словарь > печать

  • 82 пиявка

    θ.
    1. (α)βδέλλα•

    ставить -и βάζω αβδέλλες•

    ловить -и πιάνω αβδέλλες.

    2. εκμεταλλευτής.

    Большой русско-греческий словарь > пиявка

  • 83 поставить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. ставить 1.
    2. μόνο ως παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поставленный βαλμένος, τοποθετημένος.
    ρ.σ.μ.
    εφοδιάζω, προμηθεύω, παρέχω, χορηγώ (για εμπορεύματα).

    Большой русско-греческий словарь > поставить

  • 84 самовар

    α.
    το σαμοβάρι•

    ставить βάζω (ανάβω) το σαμοβάρι.

    || τεϊοποσία•

    звать кого на самовар καλώ κάποιον να πιούμε τσάι.

    Большой русско-греческий словарь > самовар

  • 85 становить(ся)

    ρ.σ. (παλ. κ. απλ.) βλ. ставить(ся).
    -влюсь, -новишься. ρ.δ.
    1. βλ. стать 2 (2, 3 σημ.).
    2. καθίσταμαι, γίνομαι, εξελίσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > становить(ся)

  • 86 стенка

    θ.
    1. τοιχάκος, τοιχούλης• τοίχος.
    2. τοίχωμα, παρειά• περίβλημα•стенкаи кастрюли τα τοιχώματα της κατσαρόλας•стенкаи сердца τα τοιχώματα της καρδιάς.
    3. (στρατ.) πυκνός ζυγός ή φάλαγγα.
    εκφρ.
    стенка в -у и об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (σπίτι, δωμάτιο)•
    гимнастическаяκ. παλ. шведская стенка (αθλτ.) το πολύζυγο•
    ставить к -е – βάζω στα έξι μέτρα (εκτελώ, τουφεκίζω).

    Большой русско-греческий словарь > стенка

  • 87 термометр

    α.
    θερμόμετρο•

    ставить термометр βάζω το θερμόμετρο.

    Большой русско-греческий словарь > термометр

  • 88 точка

    θ.
    1. στίξη, στιγμή,
    μτφ. σημαδάκι.
    2. (γραμμ.) η τελεία.
    3. σημείο, μέρος•

    точка пересечения σημείο τομής ή διασταύρωσης•

    точка касания дуги с прямой το σημείο επαφής του τόξου με την ευθεία•

    точка опоры το. σημείο στήριξης•

    точка попадания снарядов σημείο πτώσης των βλημάτων•

    наивысшая точка το υψηλότερο σημείο•

    пулемтная точка φωλιά πολυβόλου•

    торговая точка μαγαζί• περίπτερο.

    || όριο•

    кипения σημείο βρασμού (ζέσης)•

    точка плавл-ния σημείο τήξης•

    точка замерзания σημείο ψύξης.

    4. ω? κατήγ. τέλος, φτάνει•

    ещё пол часа поработаю и -! ακόμα μισή ώρα θα δουλέψω και τελειώνω.

    5. τέλος, θάνατος, χαμός.
    εκφρ.
    дветочкаи – η διπλή τελεία (:)• точка с запятой η άνω τελεία στα ρωσικά (;) точка в -у απόλυτη ακρίβεια, ίσα-ίσα, ακριβής σύμπτωση•
    до -и (дойти, довести) – στο έπακρο• στο αμήν•
    доточкаи (знать, видеть) – λεπτομερέστατα, με κάθε λεπτομέρεια•
    ставит -у – βάζω τελεία και παύλα (βάζω οριστικό τέρμα)•
    ставить -у, -и на ή над – (προεπαναστατικά)• α) διευκρινίζω λεπτομερέστατα, β) οδηγώ σε λογικό συμπέρασμα•
    попасть в (самую) -у – α) βρίσκω το στόχο στο κέντρο, β) μαντεύω ακριβώς ή λέγω κάτι πολύ πετυχημένο•
    смотреть (глядть) вод-ну -у – καρφώνω το μάτι σ ένα σημείο.
    θ.
    1. τρόχισμα, ακόνισμα.
    2. τόρνευση. || σκάλισμα, λάξευση.

    Большой русско-греческий словарь > точка

  • 89 угол

    угла, προθτ. об угле, в углу κ. (μαθ.) в угле α.
    1. η γωνία•

    угол дома γωνία του σπ,ι-τιού•

    угол стола γωνία του τραπεζιού•

    угол улицы η στροφή της οδού•

    стоять на -у στέκομαι στη γωνία.

    || στενό μέρος δισμονής, μέρος δωματίου, γωνιά. || διαμονή, κατοικία•

    угол иметь свой угол ή собственный угол έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου.

    2. μέρος απόκεντρο. || τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.).
    3. (απλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αξία 25 ρουβλιών.
    4. (μαθ.) γωνία•

    прямой угол ορθή γωνία•

    угол тупой угол αμβλεία γωνία•

    острый угол οξεία γωνία•

    двухгранный угол δίεδρη γωνία•

    угол падения γωνία πτώσης•

    угол отражения γωνία αντανάκλασης•

    угол прицела γωνία σκόπευσης•

    угол зрения γωνία όρασης.

    εκφρ.
    из-за - – ά ενεδρεύοντας, από ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά•
    под -ом – υπο γωνία•
    красный ή передний уголπαλ. γωνία ή κορυφή (θέση στο σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)•
    прижать ή припереть в угол – στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συζήτηση, συνομιλία)- ставить в угол βάζω στη γωνία (για τιμωρία)•
    по -эм говорить ή ше-птэться – μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρίζω•
    из -а в угол ходить ή шагать – κόβω βόλτες, σουλατσάρω.

    Большой русско-греческий словарь > угол

  • 90 удар

    α.
    1. χτύπημα•

    нанести удар καταφέρω χτύπημα•

    удар молотком χτύπημα με το σφυρί•

    отвести от себя удар αποφεύγω (αποκρούω) το χτύπημα•

    одним -ом με ένα χτύπημα.

    || χτύπος• κρότος•

    -ы топора τα χτυπήματα του τσεκουριού•

    подземные -ы υπόγειοι κρότοι.

    2. μτφ. πλήγμα• δεινό•

    -ы судьбы τα χτυπήματα της τύχης•

    перенести удар υπομένω το πλήγμα.

    3. ορμητική επίθεση ή χτύπημα•

    молненосный -κεραυνοβόλο πλήγμα•

    фяанговый удар πλευρική επίθεση•

    решительный удар αποφασιστικό χτύπημα.

    4. αποπληξία•

    он внезапно умер от -а αυτός ξαφνικά πέθανε από αποπληξία.

    εκφρ.
    под -ом (быть, находить(ся) – α) απειλούμαι από χτύπημα ή επίθεση• βρίσκομαι σε κίνδυνο, β) βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση•
    ставить под – βάζω σε κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > удар

  • 91 укор

    α.
    βλ. упрк.
    εκφρ.
    не в укор сказано – δεν ειπώθηκε για κατηγορία•
    ставить в укор кому что – μέμφομαι κάποιον για κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > укор

  • 92 упрёк

    α.
    μομφή, μέμψη, ψέξη, κατηγόρια-
    επίκριση•

    строгий упрёк αυστηρή μομφή•

    упрёк взаимныеупрёки αλληλοκατηγορίες•

    осыпать -ами кого-н. λέγω ένα σωρό κατηγόριες για κάποιον.

    εκφρ.
    бросить упрёк кому – επιρρίπτω (προσάπτω) μομφή σε κάποιον, κοτσάρω•
    ставить в упрёк кому что – κατηγορώ κάποιον για κάτι•
    не в упрёк кому – όχι με σκοπό να κατηγορήσω κάποιον•
    без -аπαλ. άμεμπτα, άψογα.

    Большой русско-греческий словарь > упрёк

  • 93 факт

    α.
    1. γεγονός• συμβάν•

    исторический факт ιστορικό γεγονός•

    это, а не выдумка αυτό είναι γεγονός κι όχι επινόηση•

    перед совершившимся -ом μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός•

    искажать -ы διαστρεβλώνω τα γεγονότα•, что... γεγονός είναι ότι...

    παράδειγμα, περίπτωση•

    приводить -ы φέρω παραδείγματα.

    || στοιχείο• δεδομένο•

    исследование опирается на -ы η έρευνα στηρίζεται σε στοιχεία•

    с -ами на руках με χειροπιαστά στοιχεία.

    2. πραγματικότητα. || ύπαρξη.
    εκφρ.
    ставить перед совершившимся -ом – βάζω μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός•
    факт оказаться перед совершившимся -ом – βρίσκομαι μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός.

    Большой русско-греческий словарь > факт

  • 94 цель

    θ.
    1. στόχος, σκοπός, σημάδι•

    бить в цель χτυπώ (πετυχαίνω) το στόχο•

    попасть в цель βρίσκω το στόχο•

    стрелять в цель πυροβολώ στο στόχο, ρίχνω στο σημάδι•

    движущая цель κινητός στόχος•

    не попасть в цель αστοχώ.

    || παλ. • το στόχαστρο.
    2. μτφ. πρόθεση, επιδίωξη•

    иметь своею -ью что-Η. έχω για σκοπό μου κάτι•

    επιδιώκω κάποιο σκοπό•
    επίτευξη του σκοπού•

    ставить своей -ыо что-Η. βάζω για σκοπό μου κάτι•

    без -и χωρίς σκοπό, άσχοπα•

    с -ью ή в -ях με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > цель

  • 95 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

См. также в других словарях:

  • СТАВИТЬ — ставлю, ставишь, несов. (к поставить). 1. кого что. Придавать кому чему н. стоячее положение, укреплять стоймя, помещать что н. куда н. так, чтоб стояло. Ставить палку в угол. Ставить столбы. Ставить цветы в вазу. Ставить книги на полку. Бутылки… …   Толковый словарь Ушакова

  • СТАВИТЬ — и становить что; ставливать, станавливать; в песнях и сказках ставлять: Ставляет он столы белодубовые и пр. заставить стать и стоять, помещать где либо стоячую вещь, стойком, стоймя, как положить и класть говорят о помещении логом, лежмя, плашмя …   Толковый словарь Даля

  • ставить —   Ставить во главу угла что признать что н. основным, самым важным.     Ставить дисциплину во главу угла.   Ставить крест на чем перен. считать что н. бесповоротно конченным, потерянным; отчаяться в ком нибудь, потерять надежду на кого н.… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ставить — СТАВИТЬ, влю, вишь; несов., что. Грабить, обворовывать. ставить хату обворовывать квартиру. Возм. влияние уг. «ставить» в самом широком зн., напр. «ставить банки» бить в живот, «ставить на уши» грабить в пустынном месте, «ставить пику» бить ножом …   Словарь русского арго

  • ставить — См. помещать... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. ставить помещать, класть, устанавливать; становить; оценивать, назначать, укреплять, наставлять, городить, установлять,… …   Словарь синонимов

  • СТАВИТЬ — СТАВИТЬ, влю, вишь; вленный; несовер. 1. что. Помещать, укреплять стоймя, в стоячем положении, не лёжа. С. столбы. С. книги на полки. С. портрет на стол. 2. кого (что). Заставлять стать 1 (в 1 знач.), занять где н. место в стоячем положении. С.… …   Толковый словарь Ожегова

  • Ставить в счёт — кому. ПОСТАВИТЬ В СЧЁТ кому. Прост. Вменять что либо в вину кому либо. Мне дорог дружбы неподдельной Душевный лад и обиход. Где слово шутки безыдейной Тотчас тебе не ставят в счёт (Твардовский. За далью даль) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • ставить — глаг., нсв., употр. часто Морфология: я ставлю, ты ставишь, он/она/оно ставит, мы ставим, вы ставите, они ставят, ставь, ставьте, ставил, ставила, ставило, ставили, ставящий, ставимый, ставивший, ставленный, ставя; св. поставить 1. Если вы …   Толковый словарь Дмитриева

  • ставить — влю, вишь; нсв. (св. поста/вить) см. тж. ставиться 1) что Придавать чему л. стоячее положение, располагать, укреплять в стоячем положении. Ста/вить мачту, антенну. Ста/вить телеграфные столбы. Ста/вить лестницу к стене …   Словарь многих выражений

  • ставить — вопрос ставить • действие ставить вопрос • действие ставить диагноз • действие ставить задачу • действие ставить опыты • действие ставить проблему • демонстрация ставить спектакли • существование / создание ставить условия • существование /… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • ставить — (в разных значениях) что л. куда и где. 1. куда (направление действия). Ставить книги в шкаф. Ставить посуду на стол. Ставить утюг на плиту. Ставить резолюцию на голосование. Левин, ставивший между тем ружье в шкаф, уже выходил из двери (Л.… …   Словарь управления

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»