Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

сердцем

  • 1 легкий

    легк||ий
    прил ἐλαφρός, ἀβαρής / ἐΰκο-λος (нетрудный)! εὐστροφος, εὐκίνητος, σβέλτος (проворный):
    \легкийая работа ἡ ἐλαφριά δουλειά· \легкийое наказание ἡ ἐλαφρά ποινή, ἡ μικρή τιμωρία· \легкий завтрак τό ἐλαφρό[ν] πρόγευμα· \легкийое вино τό ἐλαφρό κρασί· \легкийое чтение τό εὐκολο ἀνάγνωσμα· \легкийая промышленность ἡ ἐλαφρά βιομηχανία· ◊ \легкий характер ὁ βολικός (или καλοβολος) χαρακτήρας· \легкийая атлетика спорт. ὁ ἀθλητισμός στίβου· с\легкийим сердцем μέ ἐλαφριά καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > легкий

  • 2 тяжелый

    тяжел||ый
    прил
    1. βαρύς:
    \тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·
    2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):
    \тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·
    3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:
    \тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·
    4. (серьезный) σοβαρός:
    \тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·
    5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:
    \тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > тяжелый

  • 3 болеть

    -ею, -еешь, ρ.δ.
    1. ασθενώ, νοσώ, είμαι άρρωστος•

    он давно -ет αυτός είναι από καιρό άρρωστος•

    она -ет тифом αυτή είναι άρρωστη από τύφο.

    2. παλ. λυπούμαι, συμπονώ•

    болеть о нищих и убогих λυπούμαι τους φτωχούς και τους ανάπηρους.

    εκφρ.
    болеть душой ή сердцемβλ. 2 σημ.
    -ит, ρ.δ.
    (για μέλος του σώματος) πονώ•

    нога -ит το πόδι πονά•

    зубы -ят τα δόντια πονούν.

    εκφρ.
    душа ή сердце -ит – η ψυχή, η καρδιά πονά (λυπούμαι, θλίβομαι).

    Большой русско-греческий словарь > болеть

  • 4 лёгкий

    επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.
    1. ελαφρός•

    лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•

    лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.

    || εύπεπτος•

    -ая пища ελαφρά τροφή.

    2. άνετος, ελεύθερος•

    -ая походка ελαφρό βάδισμα.

    3. εύκολος•

    лёгкий урок εύκολο μάθημα•

    -ая работа εύκολη δουλειά•

    -ие роды εύκολη γέννα.

    4. αδύνατος, ασήμαντος•

    лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•

    лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•

    лёгкий туман αραιά ομίχλη.

    || λεπτός•

    -ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.

    || μικρής έντασης, αδύνατος•

    -сон ελαφρός ύπνος.

    || μη δραστικός•

    -ое вино ελαφρό κρασί•

    лёгкий табак ελαφρός καπνός.

    || ακίνδυνος, μη σοβαρός•

    -ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.

    5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.
    6. βολικός, καλόβουλος•

    лёгкий человек βολικός άνθρωπος.

    7. μικρός, ευκίνητος•

    -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•

    -ая кавалерия ελαφρό ιππικό.

    εκφρ.
    -ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•
    с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•
    - ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•
    лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•
    лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•
    -ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•
    с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•
    с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•
    женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > лёгкий

  • 5 отдохнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ.
    αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω. || ξαπλώνω, κοιμούμαι.,
    εκφρ.
    отдохнуть душой – γαληνεύω, ησυχάζω, αναπαύεται η ψυχή μου•
    отдохнуть сердцем – ξαλαφρώνει η καρδιά μου, ησυχάζω.

    Большой русско-греческий словарь > отдохнуть

  • 6 открытый

    επ. από μτχ.
    1. ανοιχτός•

    -ое окно ανοιχτό παράθυρο.

    2. απροκάλυπτος•

    -ая местность ανοιχτό μέρος.

    || ακάλυπτος, απροστάτευτος•

    открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.

    3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•

    открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.

    4. γυμνός•

    -ая шя γυμνός λαιμός.

    || έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•

    открытый ворот ανοιχτός γιακάς•

    блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.

    5. ελεύθερος (εισόδου)•

    открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•

    -ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.

    6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•

    с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•

    открытый характер ευθύς χαρακτήρας.

    7. του είδους, της μορφής•

    -ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.

    8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.
    εκφρ.
    открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•
    - ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•
    лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•
    - ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•
    выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•
    - ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•
    открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•
    в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•
    под -ым небом – στο ύπαιθρο•
    с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•
    в -ом поле – στο ύπαιθρο.

    Большой русско-греческий словарь > открытый

  • 7 переболеть

    ρ.σ.
    1. αρρωσταίνω, ασθενώ•

    переболеть тифом αρρωσταίνω από τύφο.

    || μτφ. υποφέρω, πονώ.
    2. περνώ πολλές αρρώστειες. || (για όλους ή πολλούς) αρρωσταίνω•

    все дети -ли корью όλα τα παιδιά αρρώστησαν από ιλαρά.

    εκφρ.
    переболеть сердцем – υποφέρω ψυχικά, καρδιο-σώνομαι, βασανίζεται η καρδιά μου (ανησυχώ πολύ, φοβούμαι υπερβολικά).
    -йт
    ρ.σ. πονώ πολύ, έχω μεγάλο πόνο.
    εκφρ.
    душа -ла ή сердце -ло – ανησυχώ, φοβούμαι πάρα πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > переболеть

  • 8 переполнить

    ρ.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.)
    παραγεμίζω, υπερπληρώ•

    переполнить кувшин молоком παραγεμίζω το λαγήνι με γάλα•

    с сердцем, переполненным радостью με την καρδιά γεμάτη χαρά.

    παραγεμίζω, υπερπληρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > переполнить

  • 9 стеснённый

    επ. από μτχ.
    1. διστακτικός, συνεσταλμένος, ενδοιαστικός.
    2. δύσκολος, δυσχερής• στενόχωρος•

    -ое положение δυσχερής κατάσταση•

    -ые обстоятельства δύσκολες περιστάσεις.

    3. θλιμμένος, βαρύς•

    с -ым сердцем με βαριά την καρδ ιά, βαρ ιοκαρδ ισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > стеснённый

  • 10 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

См. также в других словарях:

  • Сердцем слышу — Сердцем слышу …   Википедия

  • сердцем чую — чутье, нюх, интуиция Словарь русских синонимов. сердцем чую сущ., кол во синонимов: 3 • интуиция (10) • нюх …   Словарь синонимов

  • Сердцем и соломинки не переломишь. — Сердцем и соломинки не переломишь. См. ДОБРО МИЛОСТЬ ЗЛО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Сердцем копья у недруга не переломишь. — Сердцем копья у недруга не переломишь. См. ДОБРО МИЛОСТЬ ЗЛО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Сердцем ничего не возьмешь. — (или: не сделаешь). См. ДОБРО МИЛОСТЬ ЗЛО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Сердцем притчи не изломишь. — Сердцем притчи (или: притки) не изломишь. См. ДОБРО МИЛОСТЬ ЗЛО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • сердцем, словом и делами{...} — Он сердцем, словом и делами Творцу и ближнему служил Козлов. Кн. Н.Б. Долгорукая. 1, 4. (пов.) Ср. Прости ми грехи, яже сотворих в сей день делом, словом и помышлением. Св. Макарий Великий. Ср. Остави нам прегрешения наши, яже делом и словом и… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Сердцем — нареч. качеств. обстоят. 1. Душой, всем существом. 2. Употребляется как несогласованное определение. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • СЕРДЦЕМ ПРИКОСНУВШИСЬ К ПОДВИГУ —   1975, 1 ч., цв., ш/э, «Ленфильм».   реж. Иосиф Шапиро, сц. Иосиф Шапиро, опер. Вадим Грамматиков, зв. Геннадий Корховой.   В ролях: Лев Успенский, Михаил Ершов, Анатолий Назаров, Михаил Иванов, Вениамин Баснер.   По заказу Всесоюзного… …   Ленфильм. Аннотированный каталог фильмов (1918-2003)

  • С ТЯЖЁЛЫМ СЕРДЦЕМ — делать что л. В подавленном настроении, с беспокойством, с предчувствием недоброго. Имеется в виду, что лицо (Х), делая что л. или думая о чём л., испытывает гнетущее чувство тревоги за кого л., за что л. Говорится с неодобрением. реч. стандарт.… …   Фразеологический словарь русского языка

  • Храбрая сердцем — англ. Brave Другие названия …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»