Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

руку

  • 61 набить

    -бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•

    набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•

    чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•

    набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.

    2. μπήγω, χτυπώ•

    набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•

    набить сваи μπήγω πασσάλους.

    3. βάζω, περνώ χτυπώντας•

    набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.

    4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•

    набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•

    набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•

    пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.

    5. πατώ, κάνω συνεκτικό•

    путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.

    6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.
    7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•

    набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.

    || ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•

    набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.

    8. σπάζω (πολλά)•
    9. παρασύρω, ρίχνω•

    набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.

    10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ
    εκφρ.
    набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•
    набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•
    набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•
    набить себе цену – επιδείχνομαι•
    набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.
    1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•

    на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > набить

  • 62 наложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.
    2. καλύπτω, σκεπάζω.
    3. γεμίζω, πληρώ.
    4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•

    арест на имущество κατάσχω την περιουσία•

    -запрт απαγορεύω•

    наложить налог φορολογώ•

    наложить штраф προστιμάρω•

    наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•

    наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.

    || γράφω• θεωρώ•

    наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•

    наложить визу θεωρώ διαβατήριο,

    5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.
    εκφρ.
    наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•
    - печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•
    наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•
    наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•

    Большой русско-греческий словарь > наложить

  • 63 нечистый

    επ., βρ: -ист, -а, -о.
    1. ακάθαρτος, λερωμένος, βρώμικος•

    -ая посуда ακάθαρτα αγγεία.

    2. μη γνήσιος, νοθευμένος. || μουντός•

    нечистый цвет μουντό χρώμα.

    || μη καθαρόαιμος•

    собака -ой породы σκύλος από διασταύρωση (μπαστάρδικης ράτσας).

    3. μη καθαρός, μη σωστός, μη ακριβής (για ήχο, προφορά).
    5. ανήθικος• ύποπτος, επιλήψιμος.
    6. άτιμος, βρωμερός, βρώμιος•

    -ое дело βρώμικη υπόθεση ή βρωμοδουλειά.

    7. αμαρτωλός, ανόσιος, ανοσιουργός, ανίερος.
    8. πονηρός, κακός•

    нечистый дух ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας).

    9. ουσ. το ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας).
    εκφρ.
    - ая силе – ο δαίμονας, ο διάβολος, ο τρισκατάρατος•
    на руку -ист – που έχει ροπή για κλέψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > нечистый

  • 64 о

    о 1, об, обо
    πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτ.
    1. (με αιτ.) εις, σε και άρθρο: στον, στην, στο, στους, στις, στα•

    удариться о камень χτυπώ στην πέτρα•

    испачкаться ос стену λερώνομαι στον τοίχο•

    опереться о перила στηρίζομαι στα κάγκελα•

    сломить палку о колено σπάζω το παλούκι στο γόνατο.

    2. με επανάλειψη του ουσ. σχηματίζει επιρρημαρικούς συνδυασμούς: πολύ κοντά, δίπλα, έγγιστα, πλάι-πλάι, κολλητά με•

    плечо о плечо πλάτη με πλάτη•

    рука об руку χέρι με χέρι•

    бок о бок πλάι-πλάι.

    3. (για χρόνο) σε, κατά•

    об эту пору σ αυτόν τον καιρό (εποχή)•

    вчера о полдень χτες κατά το μεσημέρι.

    4. (με προθτ.) περί, για, ως προς•

    плакать о погибших κλαίω (για) τους πεσόντες•

    говорить о событиях μιλώ για τα γεγονότα•

    она думает обо мне αυτή σκέφτεται (για) εμένα•

    напишу твоему отцу обо всем θα τά γράψω όλα στον πατέρα σου•

    переговоры о мире διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.

    5. παλ. για αριθμητική ποσότητα με•

    каменный дом о пяти комнатах λιθόκτιστο σπίτι με πέντε δωμάτια•

    дом о трёх этажах σπίτι τριώροφο.

    6. περί, κατά•

    о заре κατά την αυγή•

    о празднике κατά τη γιορτή.

    о 2
    επιφ.
    1. (για κλήση, αναφώνηση, θαυμασμό), ω! τι!•

    о позор! τι ντροπή!•

    о, муза! ω, μούσα!

    2. (για αισθήματα πόνου, απελπισίας κ.τ.τ.) ω, όι•

    о-о! больно όι-όι! Πονά.

    3. (με επιτακτική σημ.) ω•

    о да! ω ναι!, ω μάλιστα!•

    о нет! α όχι!

    Большой русско-греческий словарь > о

  • 65 об

    Χρησιμοποιείται: α) μπροστά από λέξη που αρχίζει από φωνήεν: об армии, об отце. β) σε μερικές εκφρ. που αρχίζουν από σύμφωνα: рука об руку (βλ. σημασίες о 1.).

    Большой русско-греческий словарь > об

  • 66 обварить

    -арю, -аришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обваренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ζεματίζω, καίω με ζεστό νερό, βράζω.
    2. καίω με καυτό υγρό ή ατμό•

    обварить руку καίω το χέρι.

    ζεματίζομαι, καίγομαι με καυτό υγρό ή ατμό.

    Большой русско-греческий словарь > обварить

  • 67 окровенить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ματώνω•

    окровенить руку ματώνω το χέρι.

    Большой русско-греческий словарь > окровенить

  • 68 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 69 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 70 отдёрнуть

    ρ.σ.μ. αναμερίζω τραβώντας, τραβώ•

    отдёрнуть в сторону занавеску αναμερίζω με τράβηγμα το κουρτινάκι.

    || αποτραβώ, παίρνω πίσω γρήγορα•

    отдёрнуть руку αποτραβώ γρήγορα το χέρι.

    Большой русско-греческий словарь > отдёрнуть

  • 71 отлежать

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлжанный, βρ: -жан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. μουδιάζω (από το ξάπλωμα ή την πίεση)•

    отлежать себе руку μουδιάζω το χέρι μου•

    отлежать бока μουδιάζω το πλευρό.

    2. (για άρρωστο) κάθομαι ξαπλωμένος.
    1. γερεύω, αναρρώνω.
    2. ωριμάζω διατηρούμενος•

    яблоки -лись τα μήλα ωρίμασαν διατηρούμενα.

    Большой русско-греческий словарь > отлежать

  • 72 отнести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. отнс
    -несла.
    -лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω•

    брат отнс письмо в почту ο αδερφός πήγε το γράμμα στο ταχυδρομείο.

    || μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο παίρνω αναμερίζω•

    отнести й камни от дороги πάρε τις πέτρες από το δρόμο.

    2. παρασύρω•

    ветер отнс шляпу в другую сторону улицы ο άνεμος παρέσυρε το καπέλο στην άλλη μεριά του δρόμου•

    течением -лб (απρόσ.) лодку το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα.

    || μετακινώ, προωθώ, επεκτείνω•

    сосед отнс забор на три метра дальше ο γείτονας επέκτεινε τον περίβολο τρία μέτρα πιο πέρα.

    || απομακρύνω, αναμερώ•

    отнести ей руку в сторону πάρε το χέρι πέρα, αναμέρισε το χέρι.

    3. συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω. || χρονολογώ, προσδιορίζω χρονολογία• ανάγω. || αποδίδω• θεωρώ•

    отнести ошибку к небрежности αποδίδω το λάθος σε αμέλεια.

    4. αναβάλλω•

    отнести дело на осень αναβάλλω την υπόθεση για το Φθινόπωρο.

    || αποκόπτω, κόβω μονομιάς.
    1. (συμπερι) φέρομαι•

    он к нему отнёсся высокомерно αυτός του φέρθηκε αλαζονικά (υπεροπτικά)•

    отнести с уважнием φέρνομαι με σεβασμό.

    || δέχομαι, εκλαμβάνω, παίρνω• δείχνω•

    он отнёсся с недоверием к его словам αυτός έδειξε δυσπιστίαστα λόγια του ή αυτός δέχτηκε τα λόγια τουμε δυσπιστία.

    2. παλ. αποτείνομαι, απευθύνομαι•

    к нему и следует отнести σ αυτόν πρέπεινα αποτανθείτε•

    это ко мне не -стся αυτόδε θα αφορέσει εμένα.

    Большой русско-греческий словарь > отнести

  • 73 отнять

    -ниму, -нимешь κ. (παλ. κ. απλ.) отныму, отнимешь (κλίση από το ρ. отьять) ; παρλθ. χρ. отнял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αφαιρώ, αποσπώ αρπάζω. || ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι υπεξαιρώ.
    2. παίρνω, τραβώ, αν.αμερίζω.
    3. (ιατρ,)- ακρωτηριάζω, αποκόπτω•

    отнять руку κόβω το χέρι.

    4. μτφ. στερώ•

    двадцать лет жизни он отнял у меня αυτός μου έφαγε (έκοψε) είκοσι χρόνια ζωή•

    эта работа у меня -ла много времени αυτή η δουλειά μού φάγε πολύ χρόνο.

    5. (μαθ.) αφαιρώ•
    αφαιρέσομε πέντε.
    εκφρ.
    отнять от груди – αποθηλάζω•
    нельзя отнять – δεν πρέπει να αρνηθείς ή να μή παραδεχτείς (κάτι που ενυπάρχει).
    παραλύω, παθαίνω παράλυση•

    у бабушки -лись ноги η γιαγιά έπαθε παράλυση των ποδιών.

    || μουδιάζω ακινητώ.

    Большой русско-греческий словарь > отнять

  • 74 оторвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оторвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оторванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κόβω, αποκόπτω τραβώντας, τεντώνοντας•

    оторвать нитку κόβω την κλωστή•

    оторвать пуговицу κόβω το κουμπί.

    || κόβω, αποκόπτω•

    снарядом -ло ногу το βλήμα του έκοψε το πόδι•

    машиной -ло руку η μηχανή του έκοψε το χέρι.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αποσπώ, παίρνω, (απο)τραβώ.
    3. χωρίζω•

    оторвать дети от матери αποσπώ τα παιδιά από τη μάνα.

    || μτφ. απομακρύνω, απομονώνω, ξεκόβω•

    он был оторван от жизни ήταν ξεκομμένος από τη ζωή.

    εκφρ.
    оторвать от себя – κόβω από τον εαυτόμου (στερώ τον εαυτό μου)•
    с руками оторвать – (απλ.) αρπάζω, αποσπώ (με τα χέρια) κάτι αξιοζήλευτο.
    1. αποκόπτομαι, κόβομαι. || κυρλξ. κ. μτφ. αποσπώμαι. || ξεκολλώ.
    2. μτφ. ξεκόβομαι, απομονώνομαι•

    оторвать от масс ξεκόβομαι από τις μάζες•

    оторвать от жизни ξεκόβομαι από τη ζωή.

    3. αφίπταμαι, αποσπώμαι•

    самолёт оторватьлся от земли το αεροπλάνο απογειώθηκε.

    εκφρ.
    сердце -лось; -лось в сердце (в груди)βλ. έκφραση στη λ. оборваться.

    Большой русско-греческий словарь > оторвать

  • 75 отрубить

    -ублго, -убишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отрубленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποκόπτω, κόβω (με κοφτερό εργαλείο)•

    отрубить ветку κόβω κλαδί•

    отрубить руку κόβω το χέρι•

    отрубить голову κόβω το κεφάλι, αποκεφαλίζω,καρατομώ.

    2. διακόπτω ομιλούντα, λέγω απότομα ή σύντομα.

    Большой русско-греческий словарь > отрубить

  • 76 отстрелить

    -елю, -лшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстреленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. αποκόπτω, κόβω με σφαίρα ή βλήμα (μέλος του σώματος)•

    ему -ли правую руку τα πυρά του έκοψαν το δεξί χέρι.

    Большой русско-греческий словарь > отстрелить

  • 77 отхватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отхваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. παίρνω, τραβώ, αποσύρω γρήγορα•

    отхватить руку τραβώ γρήγορα το χέρι.

    2. αποκόπτω, κόβω.
    3. αποκτώ, κτώμαι, παίρνω.
    4. εκτελώ, επιδέξια, ζωηρά.

    Большой русско-греческий словарь > отхватить

  • 78 охулка

    θ.:
    -и на руку не класть ή положить (απλ.) μη κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια, μην αφήνεις την ευκαιρία να σου ξεφύγει, μη χαζεύεις.

    Большой русско-греческий словарь > охулка

  • 79 ошпарить

    ρ.σ.μ. ζεματίζω, καίω με καυτό νερό ή άλλο υγρό•

    ошпарить клопов ζεματίζω τους κοριούς•

    она -ла руку αυτή έκαψε το χέρι με βραστό νερό.

    ζεματίζομαι• καίγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ошпарить

  • 80 пазуха

    θ.
    1. κόλπος, κόρφος•

    засунуть руку за -у (пазухаой) χώνω το χέρι στον κόρφο•

    спрятать за -у κρύβω στον κόρφο•

    держать кошелк за -у κρατώ το πορτοφόλι στον κόρφο•

    вытащить из-за -и βγάζω από τον κόρφο.

    2. παλ. κοιλότητα, λακκούβα• άντρο.
    εκφρ.
    как у Христа за -ой жить – ζω ζωή χαρισάμενη.

    Большой русско-греческий словарь > пазуха

См. также в других словарях:

  • Руку — поясной поклон, который является обязательным (См. Фард) при совершении намаза. Руку также является необходимой составной частью намаза (См. Рукн и Шарт) совершаемой после кыяма (См. Кыям). Об этом упоминается в аяте Корана» «...и кланяйтесь с… …   Ислам. Энциклопедический словарь.

  • руку — нескл. roucou m., rocou m. Орлеан (краска и дерево). Мак. 1908. Во Французском регламенте, о крашении шолковых материй .. предписано,чтоб в бледноизабелловый и золотистый <цвет> составлять краску из малой доли року <так>… …   Исторический словарь галлицизмов русского языка

  • РУКУ — радиомагнитный указатель курсовых углов связь Словарь: С. Фадеев. Словарь сокращений современного русского языка. С. Пб.: Политехника, 1997. 527 с …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • Руку держать — чью либо (иноск.) быть на его сторонѣ, за одно съ нимъ. Ср. Бушевалъ пьяный поваръ. Пирожковъ долженъ былъ призвать дворника, но дворникъ держалъ руку повара... П. Боборыкинъ. Китай городъ. 4, 6. Ср. Родной дядя моей женушки мою руку держитъ и ко …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку на отсеченье даю! — Руку на отсѣченье даю! (увѣреніе въ истинѣ словъ) Ср. Вы, пожалуй, разболтаете «Анаѳема, хочу быть, коли скажу руку даю на отсѣченіе». Островскій. Свои люди сочтемся. 2, 7. Ср. Руку на отсѣченье даю, что Прокопка мерзавецъ укралъ (этотъ милліонъ) …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку иметь — Руку имѣть (иноск.) поддержку, протекцію. Ср. Ѳедотъ... гдѣ то имѣлъ «руку» и, слѣдовательно, считаетъ себя вправѣ колобродить, не стѣсняясь ничѣмъ, кромѣ усердія не по разуму. Салтыковъ. Пестрыя письма. 3. Ср. У перваго Ѳедота имѣетъ руку второй …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку запускать — въ сундукъ, карманъ (чужой), иноск. красть. Ср. Вѣдь онъ два раза запускалъ руку въ сундукъ!... Боборыкинъ. Василій Теркинъ. 3, 13 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку набить — (иноск.) понаторѣть, навыкнуть (намекъ на частую усиленную работу, которою руки набиваютъ до мозолей). Ср. Штабный изъ нѣмцевъ... немного набившій себѣ руку въ вицегубернаторствѣ трехъ губерній. П. Боборыкинъ. Изъ новыхъ. 2, 1. См. Зубы съесть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку подымать — (на что̀, на кого) иноск. о насиліи. Ср. На беззащитныя сѣдины Не подымается рука. А. С. Пушкинъ. Братья разбойники. Ср. Смѣясь онъ дерзко презиралъ Земли чужой языкъ и нравы: Не могъ щадить онъ нашей славы, Не могъ понять въ сей мигъ кровавый.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку и сердце предложить — (иноск.) предложить себя и любовь свою (сдѣлать предложеніе, жениться). Ср. Свѣтская поэзія (ухаживанія) не переходила для нея въ желанное прозаическое предложеніе «руки и сердца». Маркевичъ. Княжна Тата. См. Поэзия!. См. Проза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку на себя наложить — (иноск.) лишить себя жизни самоубійствомъ. Ср. Одинъ я въ избѣ то, ни привѣта, ни отвѣта, просто хоть руки на себя наложить!... Гл. Успенскій. Черезъ пень колоду. Перестала. 2. Ср. Вдругъ вѣдь это поднялось тогда, ревизіи разныя... Гляжу, онъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»