Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

под+-+ом+υπό+-

  • 41 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 42 ссуда

    το δάνει/ο
    - до востребования см. возвратная -
    долевая - (μεγάλου ποσού), χορηγούμενο υπό πολλών τραπεζών

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ссуда

  • 43 запрет

    запрет
    м ἡ ἀπαγόρευση [-ις]:
    накладывать \запрет ἀπαγορεύω κάτι, θέτω ὑπό ἀπαγό-ρευσιν находиться под \запретом εἶμαι ὑπό ἀπαγόρευση, εἶμαι ἀπαγορευμένος.

    Русско-новогреческий словарь > запрет

  • 44 наблюдение

    наблюдени||е
    с
    1. ἡ παρατήρησις:
    вести \наблюдениея παρακολουθώ, παρατηρώ·
    2. (надзор) ἡ παρακολούθηση [-ις], ἡ ἐπίβλεψη [-ις], ἡ ἐπιτήρηση [-ις]:
    быть под \наблюдениеем врача εἶμαι ὑπό τήν ἐπίβλεψη (или εἶμαι ὑπό τήν ἐπιτήρηση) τοῦ ἱατροῦ.

    Русско-новогреческий словарь > наблюдение

  • 45 секрет

    секрет
    м
    1. τό μυστικο[ν], τό κρυφό:
    по \секрету ὑπό ἐχεμύθειαν, κρυφά· сообщить, сказать что́-л. под большим \секретом λέγω κάτι ὑπό ἀπόλυτη ἐχεμύθειαν держать в \секрете φυλάγω (или κρατώ) μυστικό· выдавать \секрет προδίδω τό μυστικό·
    2. воен. τό προ(κε)χωρημένο φυλάκιο· ◊ \секрет полишинеля ирон. τό κοινό μυστικό, ὁ κόσμος τώχει τούμπανο κ' ἐμεϊς κρυφό καμάρι.

    Русско-новогреческий словарь > секрет

  • 46 сень

    сень
    ж поэт.:
    под \сенью а) ὑπό τήν σκιάν, б) перен ὑπό τήν προστασίαν.

    Русско-новогреческий словарь > сень

  • 47 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 48 надзор

    α.
    επιτήρηση, επίβλεψη, επιστασία, εποπτεία, εφορεία•

    быть под -ом είμαι υπο επιτήρηση•

    установить надзор βάζω υπό επιτήρηση•

    санитарный надзор υγειονομική εποπτεία•

    технический надзор οι τεχνικοί επόπτες.

    Большой русско-греческий словарь > надзор

  • 49 покровительство

    ουδ.
    προστασία, υπεράσπιση (αδύνατου)• κηδεμονία (ανήλικου)•

    оказывать покровительство προστατεύω•

    находить покровительство βρίσκω προστασία•

    под -ом κάτω από την προστασία, υπο την αιγίδα, υπο την σκέπην•

    покровительство своим родственникам.

    βλ. непотизм.

    Большой русско-греческий словарь > покровительство

  • 50 сажать

    ρ.δ.μ.
    1. καθίζω, βάζω να καθίσει, τοποθετώ, βάζω σε θέση• βολεύω;
    προσγειώνω (αεροπλάνο).
    2. διορίζω σε θέση.
    4. βάζω, κλείνω•

    сажать в тюръщ βάζω στη φυλακή•

    сажать в гауптвахту ή в арестантскую βάζω στο κρατητήριο•

    сажать под арест βάζω υπο κράτηση•

    сажать на цепь βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω•

    сажать в клетку βάζω στο κλουβί.

    || βάζω (υπό καθεστώς)•

    на диету βάζω σε δίαιτα.

    5. φυτεύω•

    картофель φυτεύω πατάτα•

    сажать табак φυτεύω καπνό.

    6. βάζω•

    сажать кирпичи в печь βάζω τούβλα στο φούρνο•

    сажать снопы в овин βάζω τα δεμάτια στο στεγνωτήριο.

    7. επιφέρω, προξενώ•

    сажать пятна βάζω λεκέδες•

    сажать синяки μωλωπίζω, μελανιάζω.

    || ράβω•

    сажать пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.

    8. επιθέτω, εξαρτώ•

    сажать наживку на крючок βάζω δόλωμα στο αγκίστρι.

    || μπήγω• καρφώνω.
    9. βρίσκω το στόχο, σκοπεύω εύστοχα.
    10. απορρίπτω (στις εξετάσεις).
    εκφρ.
    сажать на яйца – βάζω κλώσσα•
    сажать на царство – βάζω (κάνω)• βασιλιά.
    κάθομαι• μπαίνω• τοποθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. όλων των σημασιών.

    Большой русско-греческий словарь > сажать

  • 51 сапоги

    -пот, -ам πλθ. (ενκ. сапог -а α.)
    1. μπότες•

    кожаные -и δερμάτινες μπότες.

    2. ενκ. сапог (απλ.) άνθρωπος απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος• ανόητος.
    εκφρ.
    валяные сапогиβλ. валенки; в сапогах ходит αξίζει (κοστίζει) ακριβά•
    под -ом – κάτω από τη μπότα (υπο την εξουσία, υπο τον ζυγόν, κάτω από τη σκλαβιά).

    Большой русско-греческий словарь > сапоги

  • 52 мышка

    θ.
    ποντικάκι.
    θ.:
    под -ами ή под -ой ή под -и ή под -у κάτω από τη μασχάλη• υπό μάλης.

    Большой русско-греческий словарь > мышка

  • 53 знамя

    -мени, πλθ. знамна
    -мн ουδ.
    1. σημαία, μπαϊράκι, μπαντιέρα, φλάμπουρο, λάβαρο•

    красное знамя κόκκινη σημαία•

    голубоблое, знамя γαλανόλευκη σημαία•

    переходящее знамя η επαμειβόμενη σημαία•

    боевое знамя το φλάμπουρο•

    с развевающимися -нами με ξεδιπλωμένες τις, σημαίες•

    полковое знамя η σημαία του συντάγματος•

    водрузить знамя στήνω τη σημαία•

    поднять знамя восстания υψώνω τη σημαία της εξέγερσης• σηκώνω μπαϊράκι•

    призывать под -на καλώ κάτω από τις σημαίες.

    2. μτφ. καθοδηγητική ιδέα•

    под -ем κάτω-από τη σημαία (υπο την καθοδήγηση).

    εκφρ.
    высоко держать знамя – (κυρλξ. κ. μτφ.) κρατώ ψηλά τη σημαία•
    стать (или встать) под знамя – μιταίνω κάτω από τη σημαία (μετέχω στον αγώνα).

    Большой русско-греческий словарь > знамя

  • 54 арест

    арест
    м
    1. ἡ σύλληψη [-ις], ἡ κράτηση[-ις]:
    взять под \арест συλλαμβάνω, φυλακίζω; находиться под \арестом εὐρίσκομαι ὑπό κράτησιν, εἶμαι κρατούμενος;
    2. юр. (имущества и т. ἡ.) ἡ κατάσχεση [-ις]:
    наложить \арест на что́-л. κατάσχω.

    Русско-новогреческий словарь > арест

  • 55 вид

    вид I
    м
    1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):
    общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών
    2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·
    3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:
    из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·
    4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:
    \виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.
    вид II
    м
    1. филос, биол. τό είδος·
    2. грам. ἡ μορφή:
    \виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή.

    Русско-новогреческий словарь > вид

  • 56 залог

    залог I
    м
    1. (действие) ἡ ἐνεχυρίαση [-ις], ἡ ὑποθήκευση [-ις]·
    2. (предмет залога) τό ἐνέχυρο, ἡ ἐγγύηση [-ις], τ) ὑποθήκη / τό καπάρο (денежный):
    отдавать в \залогενεχυριάζω, βάζω ἐνέχυρο· выкупать из \залога ἐξαγοράζω τό ἐνέχυρο, ἀποσβήνω, ἐξαλείφω τήν ὑποθήκη· под \залог чего́-л. (о недвижимости) ὑποθηκεύω, βάζω ὑπο-θήκην освободить под \залог ἀπελευθερώνω μέ ἐγγύηση·
    3. перен ἡ ἐγγόηση [-ις]:
    \залог ми́ра ἡ ἐγγύηση τής είρήνης· \залог дружбы ἡ ἐγγύηση φιλίας· в \залог чего́-л. σάν ἐγγύηση.
    залог II
    м грам. ἡ φωνή:
    действительный \залог ἡ ἐνεργητική φωνή· страдательный \залог ἡ παθητική φωνή· средний \залог ἡ μέση φωνή.

    Русско-новогреческий словарь > залог

  • 57 стража

    стра́ж||а
    ж ἡ φρουρά:
    пограничная \стража ἡ φρουρά τῶν συνόρων взять под \стражау φυλακίζω, θέτω ὑπό κράτησιν со-держа́ться под \стражаей εἶμαι φυλακισμένος· ◊ быть на \стражае чьйх-л. интересов περιφρουρώ τά συμφέροντα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > стража

  • 58 угроза

    угроз||а
    ж ἡ ἀπειλἡ, ἡ φοβέρα/ ὁ κίνδυνος (опасность):
    \угроза войны ἡ ἀπειλή πολέμου· действовать \угрозаами ἐνεργώ μέ ἀπειλές· под \угрозаой чего-л. ὑπό τήν ἀπει-λήν ставить под \угрозау ἀπειλώ· прибегать к \угрозаам καταφεύγω σέ ἀπειλές.

    Русско-новогреческий словарь > угроза

  • 59 условие

    ουδ.
    1. όρος• συμφωνία•

    выполнить условие εκπληρώνω τον όρο•

    нарушить условие παραβιάζω τον όρο•

    по -ю κατά τον όρο, κατά τα συμφωνημένα•

    льготные -я ευνοϊκοί όροι.

    2. παλ.
    επίσημη συμφωνία•

    заключить условие κλείνω συμφωνία•

    подписать условие υπογράφω τη συμφωνία.

    3. άρθρο• παράγραφος•

    в договор включено условие о сроках платежа στη συμφωνία μπήκε άρθρογια τις προθεσμίες πληρωμής.

    4. πλθ. -я κανόνες• θεσμοί.
    5. πλθ. -я συνθήκες•

    -я труда συνθήκες εργασίας•

    -я жизни συνθήκες ζωής•

    при настоящих -ях στις σημερινές συνθήκες•

    ни при каких -ях σε καμιά περίπτωση.

    6. προύπόθεση• παράγοντας•

    необходимое условие απαραίτητη προύπόθεση (όρος).

    7. (μαθ.) όρος. || (μετην πρόθ. при και με προθτ. πτώση)•

    при условиеи με τον όρο, αν, εάν•

    при томусловиеи μ αυτόν τον όρο.

    || (με την πρόθ. под και οργν. πτ.) под -ем με (υπο) τον όρο.

    Большой русско-греческий словарь > условие

  • 60 заливка

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заливка

См. также в других словарях:

  • под — I I, род. п. а дно, низ , подподье отверстие под русской печью, в котором лежит кочерга , укр. пiд, род. п. поду нижняя часть стога сена , блр. под нижняя часть; подножие горы , др. русск., ср. болг. подъ основание , болг. под пол , сербохорв.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • под пеплом искра — (иноск.) скрытая злоба (обманчивое спокойствие) Ср. Вооруженный мир. Ср. И казнью стал мне праздный дар, Всегда готовый к пробужденью; Так ждет лишь ветра дуновенья Под пеплом тлеющий пожар. Гр. А. Толстой. Иоанн Дамаскин. 6. Ср. Krieg ist ewig… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Под пеплом искра — Подъ пепломъ искра (иноск.) скрытая злоба (обманчивое спокойствіе). Ср. Вооруженный миръ. Ср. И казнью сталъ мнѣ праздный даръ, Всегда готовый къ пробужденью; Такъ ждетъ лишь вѣтра дуновенья Подъ пепломъ тлѣющій пожаръ. Гр. А. Толстой. Іоаннъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πῦρ ὑπο τῇ σποδιῇ. — См. Под пеплом искра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • подъ — ПОД|Ъ1 (1*), ОУ с. Зд. Нижняя часть, подошва горы: симъ же бѧше. полкомъ нѣлзѣ битисѧ. с ними тѣсноты ради. зане бѧхѹ болота пришли. но ѡли на подъ горы. ЛИ ок. 1425, 116 об. (1144). ПОДЪ 2 (940) предл. I. С вин. пад. 1.Употребляется при указании …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • быти — (>50000), ѤСМЬ, ѤСТЬ (в соч. с отрицанием не НѢСМЬ, НѢСТЬ); 3 л. мн. ч. СОУТЬ; 3 л. ед. ч. имперфекта БѦШЕ; 3 л. ед. ч. аориста БЫ и БѢ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Существовать; иметься: дъва разбо˫а ѥсте. ѥдинъ иже съвлачить съ оубогааго …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • ВИЗАНТИЙСКАЯ ИМПЕРИЯ. ЧАСТЬ I — [Вост. Римская империя, Византия], позднеантичное и средневек. христ. гос во в Средиземноморье со столицей в К поле в IV сер. XV в.; важнейший исторический центр развития Православия. Уникальная по своему богатству христ. культура, созданная в В …   Православная энциклопедия

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • ГЕОРГИЙ — [греч. Γεώργιος] († 303), вмч. (пам. 23 апр., 3 нояб., пам. рус. 26 нояб., пам. груз. 10 нояб.). Один из наиболее известных святых в христ. мире, а в нек рых странах (напр., в Грузии и Англии) самый почитаемый. Претерпевший особо тяжелые… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»