Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

плохо

  • 41 мылить

    ρ.δ.μ.
    1. σαπουνίζω•

    мылить бель, руки σαπουνίζω τα ρούχα, τα χέρια.

    2. διαλύω σαπούνι•

    мылить воду κάνω σαπουνάδα.

    1. σαπουνίζομαι.
    2. αφρίζω, βγάζω σαπουνάδα•

    мыло плохо -ится το σαπούνι δε βγάζει καλά σαπουνάδα.

    Большой русско-греческий словарь > мылить

  • 42 напротив

    επίρ. κ. πρόθ.
    1. έναντι, απέναντι, αντίκρυ•

    прямо напротив ακριβώς απέναντι, κατάντικρυ, βιζαβί.

    2. άλλως, αλλιώς, αλλιώτικα αντίθετα, τουναντίον, απεναντίας•

    я полагал -εγώ υπέθετα αντίθετα•

    здесь плохо?, хорошо εδώ είναι, άσχημα; напротив τουναντίον, καλά.

    Большой русско-греческий словарь > напротив

  • 43 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 44 плохой

    επ., βρ: плох, плоха, плохо.
    1. κακός, άσχημος•

    -ая погода άσχημος καιρός, κα-κόκαιρος, παλιόκαιρος•

    -йе условия άσχημες συνθήκες•

    плохой человек κακός άνθρωπος•

    плохой характер άσχημος χαρακτήρας•

    -йе вести άσχημες ειδήσεις, κακά μαντάτα•

    плохой пример κακό παράδειγμα.

    || αδέξιος• ανάξιος, αναξιόλογος•

    писатель αναξιόλογος συγγραφέας.

    2. ουσ. ουδ. -ое το κακό, το άσχημο•

    никто -ого про вас не говорил κανένας δεν είπε κακό για σας.

    || αδύνατος, αδύναμος, εξαντλημένος (για ασθενή, γέροντα).
    εκφρ.
    - ому пути – παίρνω άσχημο δρόμο (στη ζωή)•
    шутки -и с ним – μη κάνεις αστεία με αυτόν, δε σηκώνει αστεία.

    Большой русско-греческий словарь > плохой

  • 45 прогладить

    ρ.σ. καλοσιδερώνω. || σιδερώνω (για ένα χρον. διάστημα)•

    весь день прогладить бель όλη τη μέρα σιδερώνω ρούχα.

    σιδερώνομαι•

    платье плохо -лось το φόρεμα δε σιδερώθηκε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > прогладить

  • 46 работать

    ρ.δ.
    1. εργάζομαι, δουλεύω•

    работать в поле εργάζομαι στο χωράφι•

    работать на заводе εργάζομαι στο εργοστάσιο•

    работать сверхурочно εργάζομαι υπερωρία•

    работать в колхозе εργάζομαι στο κολχόζ•

    работать днм и ночью εργάζομαι μέρα και νύχτα•

    работать лопатой, молотком δουλεύω με το φτυάρι, με το σφυρί.

    2. εκτελώ μια ειδική εργασία•

    работать бухгалтером εργάζομαι λογιστής•

    -электриком εργάζομαι ηλεκτρολόγος•

    я работаю токарем εγώ εργάζομαι τορναδόρος.

    3. λειτουργώ•

    часы работают хорошо το ρολόγι δουλεύει καλά•

    мотор плохо -ет το μοτέρ δε δουλεύει καλά•

    моё сердце хорошо -ет η καρδιά μου καλά δουλεύει.

    || είμαι ανοιχτός•

    библиотека -ет до девяти часов вечера η βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή (λειτουργεί) ως τις ενιά το βράδυ.

    4. φτιάχνω•

    работать сапоги φτιάχνω μπότες.

    εκφρ.
    работать над собой – τελειοποιούμαι, ολοκληρώνομαι.
    1. δουλεύω κανονικά, ρέγουλα.
    2. φτιάχνομαι, γίνομαι, κατασκευάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > работать

  • 47 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 48 слышать

    -шу, -шишь
    ρ.δ.
    1. ακούω•

    слышать стук ακούω το χτύπο•

    слышать крик ακούω την κραυγή•

    я плохо -шу δεν ακούω καλά.

    2. πληροφορούμαι, μαθαίνω, ακούω.
    3. αισθάνομαι καταλαβαίνω•

    слышать запах αισθάνομαι τη μυρουδιά.

    || οσφραίνομαι, μυρίζω•

    собака -шит дичь το σκυλί • οσφραίνεται το θήραμα.

    εκφρ.
    ног (или земли) под собой не слышать – (απλ.)• α) πηλαλώ, τρέχω με αστραπιαία ταχύτητα, βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, δεν πατώ καταγής, β) κουράζομαι υπερβολικά, μου κόβονται τα πόδια•
    не слыша ног (бежать) – τρέχω με μεγάλη ταχύτητα• (и) -шать не хочет ούτε ν' ακούσει δε θέλει (αρνείται κατηγορηματικά).
    1. ακούομαι•

    -ится шум ακούεται θόρυβος.

    2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι•

    -ится запах υπάρχει κάποια μυρουδιά, μυρίζει κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > слышать

  • 49 ужас

    α.
    1. φόβος, τρόμος, τρομάρα,φρίκη•

    внушать ужас εμπνέω φόβο•

    сотрогаться от -а τρέμω (ριγώ) από το φόβο•

    какой -! τι φρίκη!•

    привести (приводить) в — καταφοβίζω, καταπτοώ• τρομάζω•

    его объял (охватил) τον κυρίευσε φόβος και τρόμος.

    || φρικαλεότητα•

    -ы войны οι φρ ικαλεότητες του πολέμου•

    рассказывать -ы διηγούμαι φρικαλεότητες.

    2. ως κατηγ, είναι καταπληκτικά, εξαιρετικά•

    ужас как вкусно είναι κατανόστιμος, γευ-στότατος.

    3. επίρ. άκρως, πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά, φοβερά•

    ужас далеко πάρα πολύ μακριά•

    ужас плохо πάρα πολύ άσχημα•

    ужас хорошо κάλλιστα, άριστα, περίλαμπρα, περίφημα•

    он ужас милый человек είναι υπέρχαριτωμένος άνθρωπος•

    ужас как холодно κρύο-φρίκη.

    εκφρ.
    до -а – άκρως κλπ. επίρ. βλ. 3 σημ.• ужас что такое βλ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > ужас

  • 50 чувствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.μ.
    1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•

    чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•

    чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•

    г страх αισθάνομαι φόβο•

    чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.

    || συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•

    чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.

    2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•

    -свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).

    || προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.
    3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•

    чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.

    4. (για υγεία) αισθάνομαι•

    сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•

    дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.

    εκφρ.
    чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•
    как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•
    давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•
    давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•
    ног ή земли под собой не чувствоватьβλ. ίδια έκφραση στη λέξη•
    слышать.
    αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•

    в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > чувствовать

См. также в других словарях:

  • плохо —   Плохо лежит (разг.) не спрятано, не заперто, вводит в искушение украсть.     Обычай не рвать яблоков с деревьев, растущих при дороге, похвальнее обычая опохмеляться чужим, плохо лежащим керосином. Салтыков Щедрин.   Плохо не клади (разг.) не… …   Фразеологический словарь русского языка

  • плохо — из рук вон плохо.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. плохо 1. скверно, неудовлетворительно, кое как, не наилучшим образом; неважно, неладно, из рук вон (плохо), с грехом… …   Словарь синонимов

  • ПЛОХО — ПЛОХО. 1. нареч. к плохой. 2. в знач. сущ., нескл., ср. Школьная отметка, означающая очень низкую, крайне неудовлетворительную оценку знаний. Получить плохо по физике. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • плохо́й — плохой, плох, плоха, плохо, плохи; сравн. ст. хуже (в худож. речи встречаетсяплоше) …   Русское словесное ударение

  • плохо — (Источник: «Полная акцентуированная парадигма по А. А. Зализняку») …   Формы слов

  • плохо — нар., употр. сравн. часто 1. Словом плохо обозначают неудовлетворительное состояние, качество, степень чего либо. Плохо работать, учиться. | Плохо слышать, видеть. | Плохо выглядеть. | Плохо себя вести. | Дверь плохо закрывается. 2. Если кто либо …   Толковый словарь Дмитриева

  • ПЛОХО — Брать, что плохо лежит. Разг. Неодобр. Красть что л. СПП 2001, 61. Плохо держать. Сиб. Неодобр. 1. Недобросовестно относиться к делу. 2. Морально опускаться. ФСС, 60. Плохо лежит. Разг. О том, что легко можно украсть, присвоить. БТС, 491 …   Большой словарь русских поговорок

  • плохо — хуже и (разг.) плоше; I. нареч. к Плохой (1 3, 5 7 зн.). П. работать. П. слышать. П. учиться. П. выспаться. П. выглядеть. П. говорить по английски. П. понимать по русски. II. в функц. сказ. 1. Неблагополучно, неблагоприятно, тяжело (о ситуации).… …   Энциклопедический словарь

  • плохо́й — ая, ое; плох, плоха, плохо; хуже и (прост.) плоше. 1. Обладающий отрицательными качествами или свойствами; не отвечающий полностью своему назначению; противоп. хороший. Плохая погода. Плохой почерк. Плохие условия. □ Теперь у нас дороги плохи.… …   Малый академический словарь

  • плохо — см.: Нет, просто плохо выглядит; Тяжко жить без пистолета (трудно, грустно, плохо) …   Словарь русского арго

  • плохо — нареч.; ху/же и (разг.) пло/ше 1) к плохой 1), 3), 5), 7) Пло/хо работать. Пло/хо слышать. Пло/хо учиться. Пло/хо выспаться. Пло/ …   Словарь многих выражений

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»