-
21 монета
монет||аж1. τό νόμισμα:звонкая \монета τά μεταλλικά νομίσματα, τά κέρματα· разменная \монета τά ψιλά χρήματα, τά ψιλά· фальшивая \монета τό κίβδηλο[ν] νόμισμα, τό κάλπικο νόμισμα· чеканить \монетау κόβω νομίσματα· ◊ принимать за чистую \монетау разг παίρνω (ἔνα πράγμα) τοις μετρητοίς, στά σοβαρά· платить той же \монетаой разг ἀνταποδίδω τά ίσα (или τά ίδια), πληρώνω κάποιον μέ τό ἰδιο νόμισμα. -
22 рассрочка
рассроч||каж ἡ δόση [-ις]:платить в \рассрочкаку πληρώνω μέ δόσεις. -
23 чек
чекм1. (банковский) τό τσεκ, ἡ τραπεζιτική ἐπιταγή:\чек на предъявителя τό τσεκ πληρωτέον είς τόν φέροντα· платить по \чеку πληρώνω μέ τσέκ· выписать \чек κόβω τσέκ·2. (в магазине) ἡ ἀπόδειξη πληρωμής. -
24 впятеро
επίρ.πέντε φορές, πεντάκις•платить впятеро дешевле πληρώνω πέντε φορές φτηνότερα•
впятеро больше, меньше πέντε φορές περισσότερο, λιγότερο.
-
25 отчасти
επίρ.μερικώς, εν μέρει, ως ενα βαθμό κατά ένα μέρος•он прав только отчасти αυτός εν μέρει έχει δίκαιο•
платить отчасти деньгами, отчасти векселями πληρώνω ένα μέρος σε μετρητά και ένα μέρος σε γραμμάτια.
-
26 подённо
επίρ.με τη μέρα, με το μεροκάματο•платить подённо πληρώνω με το μεροκάματο.
-
27 проезд
-а α.1. διαδρομή, μετάβαση (με μεταφορικό μέσο)•платить за проезд πληρώνω για τη διαδρομή•
деньги на проезд τα ναύλα.
2. δίοδος• πέρασμα•узский проезд στενό πέρασμα.
|| πάροδος, σοκάκι.
Страницы
- 1
- 2