Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

оружие+с

  • 41 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 42 противотанковый

    επ.
    αντιαρματικός•

    противотанковый ров αντιαρματική τάφρος•

    -ое оружие αντιαρματικό όπλο•

    -ая оборона αντιαρματική άμυνα•

    -ая артиллерия αντιαρματικό πυροβολικό.

    Большой русско-греческий словарь > противотанковый

  • 43 разнокалиберный

    επ.
    1. διάφορου διαμετρήματος•

    -ое оружие όπλο διάφορου διαμετρήματος.

    2. διάφορου μεγέθους, μορφής, είδους•

    -ая посуда διάφορα αγγεία.

    Большой русско-греческий словарь > разнокалиберный

  • 44 разрешение

    ουδ.
    1. άδεια• έγκριση•

    покажите ваше разрешение δείξτε την άδεια σας•

    разрешение на охотничье оружие άδεια κατοχής κυνηγετικού όπλου•

    давать разрешение δίνω (χορηγώ) άδεια.

    2. λύση, -ιμο•

    верное разрешение проблемы σωστή λύση τουπροβλήματος.

    || διακανονισμός, επίλυση•

    разрешение противоречий επίλυση των αντιθέσεων.

    3. παλ. • απαλλαγή• ελευθέρωση.

    Большой русско-греческий словарь > разрешение

  • 45 ракетный

    επ.
    πυραυλικός•

    -ая техника πυραυλική τεχνική•

    -ое оружие πυραυλικό όπλο-ракетныйая установка πυραυλική εγκατάσταση•

    -ые войска πυραυλικά στρατεύματα•

    -ое вооружение πυραυλικός εξοπλισμός•

    ракетный сигнал σύνθημα με φωτοβολίδα.

    επ.
    του σφαιρόπληκτρου•

    -ое производство παραγωγή σφαιροπλήκτρων.

    Большой русско-греческий словарь > ракетный

  • 46 сдать

    ρ.σ.μ.
    1. παραδίνω•

    сдать вещи на хранение παραδίνω τα πράγματα για διαφύλαξη•

    сдать станок в отличном состоянии παραδίνω την εργατομηχανή σε άριστη κατάσταση•

    сдать дежурство παραδίνω την υπηρεσία. сдать позицию παραδίνωτη θέση•

    сдать оружие παραδίνω το όπλο•

    сдать город παραδίνω την πόλη.

    || δίνω•

    сдать кровь на анализ δίνω αίμα για εξέταση•

    сдать экзамены δίνω εξετάσεις•

    сдать землю в аренту νοικιάζω τη γη.

    2. επιστρέφω, γυρίζω•

    сдать книги в библиотеку δίνω πίσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    сдать сдачу δίνω τα ρέστα.

    3. μοιράζω, διανέμω (παιγνιόχαρτα).
    4. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω (ένταση, ρυθμό κ.τ.τ.)•.
    5. αδυνατίζω, ενδίδω, εξασθενίζω• γεράζω. || (για μηχανές) χαλώ, παθαίνω βλάβη.
    1. παραδίνομαι•

    крепость -лась το φρούριο (οχυρό) παραδόθηκε•

    армия -лась ο στρατός παραδόθηκε•

    сдать в плен παραδίνομαι αιχμάλωτος.

    2. ενδίδω, υποχωρώ (σε παρακλήσεις κ.τ.τ.),

    Большой русско-греческий словарь > сдать

  • 47 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 48 смертоносный

    επ., βρ: -сен, -сна, -оно;
    θανατηφόρος, θανάσιμος• φονικός•

    смертоносный яд θανατηφόρο δηλητήριο•

    -ое оружие φονικό όπλο•

    смертоносный удар θανάσιμο πλήγμα.

    Большой русско-греческий словарь > смертоносный

  • 49 термоядерный

    επ.
    α) -ая реакция θερμοπυρινική αντίδραση,
    β) -ое оружие θερμοπυρινικό όπλο.

    Большой русско-греческий словарь > термоядерный

  • 50 убойный

    επ.
    1. του σφαγείου•

    убойный пункт σφαγείο.

    || για σφάξιμο•

    убойный скот ζώα για σφάξιμο (σφαγάρια).

    2. (στρατ.) δραστικός•

    -ая сила осколка η δραστική δύναμη του θραύσματος•

    -ая мощность артиллерийского огня η δραστικότητα του πυρός πυροβολικού•

    оружие с большим -ым действием όπλο μεγάλης δραστικότητας•

    убойный огонь δραστικό πυρ.

    3. (για μέλη σώματος) τρωτός, αδύνατος, ευπρόσβλητος.
    εκφρ.
    убойный вес – το βάρος καθαρισμένου σφαχτού (χωρίς εντόσθια, λίπος, δέρμα).

    Большой русско-греческий словарь > убойный

  • 51 химический

    επ.
    χημικός•

    химический факультет χημική σχολή•

    -ие элементы χημικά στοιχεία•

    -ие изменения χημικές αλλοιώσεις•

    -ая реакция η χημική αντίδραση•

    химический метод исследования χημική μέθοδος έρευνας•

    -ая лаборатория το χημείο•

    химический анализ χημική ανάλυση•

    химический состав η χημική σύσταση•

    -ие удобрения χημικά λιπάσματα•

    -ие продукты χημικά προίόντα•

    -ая воина χημικός πόλεμος•

    -ое оружие χημικό όπλο.

    εκφρ.
    химический карандаш – μελανί μολύβι•
    - ие чернила – ιόχρωμη (ιώδης) μελάνη.

    Большой русско-греческий словарь > химический

  • 52 холодный

    επ., βρ: холоден, -дна, -дно.
    1. κρύος, ψυχρός•

    -ая вода κρύο νερό•

    холодный ветер ψυχρός άνεμος•

    -ая комната κρύο δωμάτιο.

    2. ουσ. -ая θ. κρύο κρατητήριο, το φρέσκο.
    3. βλ. заливной (2 σημ.).
    4. άτονος, χλιαρός•

    -взгляд ψυχρό βλέμμα•

    холодный прим ψυχρή υποδοχή-холодныйое сердце κρύα καρδιά.

    || αδιάφορος, απαθής.
    5. μτφ. ψύχραιμος.
    6. ψυχρός (χωρίς προηγούμενη θέρμανση, πυράκτωση)•

    -ая штамбов-ка ψυχρή εκτύπωση.

    7. (για μικροεπαγγελματίες)• φτωχός, φουκαριάρης•

    холодный сапожник φτω-χομπαλωματής•

    холодный парикмахер φτωχοκουρέας.

    εκφρ.
    - ая воина – ψυχρός πόλεμος•
    - ое оружие – ψυχρό όπλο (μαχαίρι, ξίφος, σπαθί, σε αντίθεση με το πυροβόλο όπλο).

    Большой русско-греческий словарь > холодный

  • 53 чехлить

    ρ.δ.μ. καλύπτω, σκεπάζω, βάζω τη θήκη, θηκαρώνω•

    чехлить орудия σκεπάζω τα πυροβόλα•

    чехлить охотничье оружие περνώ τη θήκη στο κυνηγετικό όπλο ή βάζω το όπλο στη θήκη.

    Большой русско-греческий словарь > чехлить

  • 54 ядерный

    επ.
    1. πυρηνικός, του πυρήνα, του κουτσιού• από κουκούτσι•

    -ое масло το πυρηνέλαιο•

    ядерный сок ο χυμός του πυρήνα.

    2. (φυσ.) της διάσπασης ή από τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου•

    -ое оружие πυρηνικό όπλο•

    -ая энергия πυρηνική ενεργεία•

    -ая физика πυρηνική φυσική•

    ядерный реактор πυρηνικός αντιδραστήρας•

    -ая зима πυρηνικός χειμώνας.

    Большой русско-греческий словарь > ядерный

См. также в других словарях:

  • Оружие — автоматическое: 1 самозарядная снайперская винтовка системы Драгунова образца 1963 (СВД); 2 единый пулемет системы Калашникова образца 1961 (ПКМ); 3 самозарядный пистолет системы Макарова образца 1951 (ПМ); 4 автомат системы Калашникова образца… …   Иллюстрированный энциклопедический словарь

  • ОРУЖИЕ. — ОРУЖИЕ. Различают оружие массового поражения (ядерное, химическое, бактериологическое) и обычное оружие; стратегическое, оперативно тактическое и тактическое оружие. В большинстве стран законодательством регулируются ношение, хранение,… …   Современная энциклопедия

  • ОРУЖИЕ — общее название устройств и средств, применяемых для уничтожения живой силы противника, его техники и сооружений. Различают оружие массового поражения (ядерное, химическое, бактериологическое) и обычное оружие; стратегическое, оперативно… …   Большой Энциклопедический словарь

  • ОРУЖИЕ — ОРУЖИЕ, оружия, ср. 1. Орудие, приспособленное для нападения или защиты; вооружение. Почетное революционное оружие (награда, выдаваемая за особые боевые заслуги, оружие, к которому прикреплен орден Красного Знамени; неол.). Золотое оружие… …   Толковый словарь Ушакова

  • оружие — Вооружение, доспехи, снаряжение. Оружие огнестрельное, холодное. Во всеоружии. См. вооружение.. бряцать оружием, взяться за оружие, положить оружие... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские… …   Словарь синонимов

  • ОРУЖИЕ — по определению ФЗ Об оружии от 13 ноября 1996 г. устройства и предметы, конструктивно предназначенные для поражения живой или иной цели, подачи сигналов . Различаются следующие категории О.: огнестрельное оружие; холодное оружие; холодное… …   Юридический словарь

  • Оружие — ОРУЖИЕ. Русское оружие до начала XVIII в. (доспехи, шлемы и щиты см. под этими словами). 1. Шлем. 2. Ерихонка. 3. Панцирь. 4. Щит. 5. Меч. 6. Нож. 7. Копья. 8. Кистень. 9 и 10. Бердыши. 11. Рогатина. 12. Совня. 13. Брус. 14. Самострел. 15. Сабля …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ОРУЖИЕ — замедленного действия. Жарг. шк. Шутл. Авторучка. ВМН 2003, 96. Повернуть оружие на кого. Пск. Начать ругать кого л., наброситься с бранью, руганью на кого л. СПП 2001, 59. Поднимать/ поднять оружие на кого. Книжн. Начинать бой, войну против кого …   Большой словарь русских поговорок

  • ОРУЖИЕ — (Arms) делится на холодное и огнестрельное. О. холодное служит исключительно для рукопашного боя и по роду действия называется рубящим (сабля, шашка), колющим (штык, кортик) и колюще рубящим (палаш). О. огнестрельное, появившееся вместе с… …   Морской словарь

  • Оружие — (лат. telum; arma; англ. weapon) устройства и предметы, конструктивно предназначенные для поражения живой или иной цели, подачи сигналов. К О. не относятся изделия, сертифицированные в качестве изделий хозяйственно бытового и производственного… …   Энциклопедия права

  • ОРУЖИЕ — ОРУЖИЕ, я, ср. Всякое средство, технически пригодное для нападения или защиты, а также совокупность таких средств. Огнестрельное о. Стрелковое, артиллерийское о. Холодное о. (рубящее, колющее, ударное). Ядерное, химическое, бактериологическое о.… …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»