Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

он+из+крестьян

  • 1 крестьянин

    крестьян||ин
    м ὁ ἀγρότης, ὁ χωριάτης, ὁ χωρικός:
    зажиточный \крестьянин ὁ εὔπορος ἀγρότης· безземельный \крестьянин ὁ ἀκτήμονας ἀγρότης.

    Русско-новогреческий словарь > крестьянин

  • 2 крестьянка

    крестьян||ка
    ж ἡ ἀγρότισσα, ἡ χωριάτισσα.

    Русско-новогреческий словарь > крестьянка

  • 3 крестьянский

    крестьян||ский
    прил ἀγροτικός:
    \крестьянскийское хозяйство, \крестьянскийский двор τό ἀγροτικό νοικοκυριό· \крестьянскийское движение τό ἀγροτικό κίνημα.

    Русско-новогреческий словарь > крестьянский

  • 4 происходить

    происходить
    несов
    1. (случаться) συμβαίνω, γίνομαι:
    что с тобой \происходитьо́дит? τί σοδ συμβαίνει;· что здесь \происходитьо́дит? τί συμβαίνει ἐδῶ;, τί τρέχει;·
    2. (являться результатом чего-л.) προκύπτω, προέρχομαι, προκαλούμαι:
    это \происходитьо́дит от того, что... αὐτό προέρχεται ἀπό то́ γεγονός δτι...·
    3. (вести происхождение) κατάγομαι:
    \происходить из крестьян κατάγομαι ἀπό ἀγροτική οίκογένεια.

    Русско-новогреческий словарь > происходить

  • 5 союз

    союз I
    м
    1. (единение) ἡ συμμαχία, ἡ ἔνωση:
    \союз рабочих и крестьян ἡ συμμαχία τών ἐργατών καί ἀγροτών в \союзе σέ συμμαχία, ἐν συμμαχία·
    2. (государственное объединение) ἡ "Ενωση [-ις]:
    Союз Советских Социалистических Республик ἡ "Ενωση τών Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών
    3. (организация) ἕνωση [-ις]:
    профессиональный \союз ἡ ἐπαγγελματική ἔνωση, τό συνδικάτο· Всесоюзный Ленинский Коммунистический Союз Молодежи ἡ Πανενωσιακή Λενινιστική Κομμουνιστική "Ενωση Νεολαίας.
    союз II
    грам. ὁ σύνδεσμος.

    Русско-новогреческий словарь > союз

  • 6 ходок

    ходок
    м
    1. (пешеход) ὁ πεζοπόρος, ὁ ὁδοιπόρος:
    хороший \ходок ὁ καλός πεζοπόρος·
    2. (ходатай от крестьян) уст. ἀπεσταλμένος τών χωρικών.

    Русско-новогреческий словарь > ходок

  • 7 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 8 поселённый

    επ.
    1. παλ. κατά χωριό•

    -ые списки крестьян κατάλογοι των αγροτών κατά χωριό.

    2. των στρατιωτικοποιημένων χωριών.

    Большой русско-греческий словарь > поселённый

  • 9 союз

    α.
    1. ένωση•

    братский союз народов η αδερφική ένωση των λαών•

    советский союз Σοβιετική Ένωση.

    || συμμαχία•

    союз рабочих и крестьян συμμαχία εργατιάς και αγροτιάς•

    священный союз Ιερή Συμμαχία•

    военный союз στρατιωτική συμμαχία.

    || δεσμός•

    родственный συγγενικός δεσμός.

    2. (για οργανώσεις) ένωση•

    профессиональный союз επαγγελματική ένωση•

    союз писателей ένωση (σύλλογος) συγγραφέων.

    3. (γραμμ.) ο σύνδεσμος.

    Большой русско-греческий словарь > союз

  • 10 стихийный

    επ. βρ: -хйен, -хиина, -хийно.
    1. του στοιχείου της φύσης•

    -ое бедствие θεομηνία.

    || έμφυτος, ενυπάρχων•

    стихийный закон φυσικός νόμος (των φαινομένων).

    || ισχυρός, δυνατός (όπως των στοχείων).
    2. αυθόρμητος•

    характер экономических законов ο αυθόρμητος χαρακτήρας των οικονομικών νόμων•

    -ое развитие рабочего движения αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος•

    стихийный характер крестьян ских восстаний ο αυθόρμητος χαρακτήρας των αγροτικών εξεγέρσεων.

    Большой русско-греческий словарь > стихийный

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»