Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

один+на+один

  • 101 семь

    семи, οργν. семью αριθμ.
    ο αριθμός 7. || ποσόν εφτά•

    семь учеников εφτά μαθητές•

    семь лет εφτά χρόνια•

    семь рублей εφτά ρούβλια•

    семь раз отмерь семь один раз отрежь παρμ. μέτρα καλά κι ύστερα κόψε.

    Большой русско-греческий словарь > семь

  • 102 след

    следа (-у), δοτ. следу, προ θ.о следе, на следу, πλθ. следы α.
    1. ίχνος, αχνάρι• ντορός• πατησιά•

    человеческие -ы ανθρώπίνα ίχνη•

    конские -ы ίχνη αλόγου•

    -ы зайца ντορός λαγού•

    -а нет δεν υπάρχει ίχνος•

    широкие -ы πλατιές πατησιές.

    2. σημείο, σημάδι• υπόλειμμα• ουλή•

    -ы ослы на лице σημάδια ευλογιάς στο πρόσωπο•

    неизгладимый след ανεξίτηλο ίχνος•

    исчез без -а εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήσει ίχνη.

    εκφρ.
    след (-ом) в след; в один след – καταποδιαστά, κατά πόδας•
    обнаружить -ы – ανακαλύπτω τα ίχνη•
    идти по чьим -ам – α) πηγαίνω στα ίχνη κάποιου. β) ακολουθώ το παράδειγμα ή τη διδασκαλία κάποιου/ (и) след простыл (пропал) εξαλείφτηκε (χάθηκε) κάθε ίχνος.
    след: 2
    не след (απλ.) δεν πρέπει• след ή как след παλ. όπως πρέπει.

    Большой русско-греческий словарь > след

  • 103 слить

    солью, сольшь, παρλθ. χρ. слил, -ла, -ло, προστκ. слей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слитый, βρ: слит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χύνω μαζί, ανακατώνω, αναμειγνύω• αδειάζω, εκκενώνω•

    слить молоко из двух битонов в один αδειάζω γάλα από δυο δοχεία σε ένα.

    2. συ-γκερνώ. || συντήκω (για μέταλλα).
    3. μτφ. συνενώνω, συγχωνεύω• ενοποιώ.
    4. εκχύνω, ξεχύνω.
    5. αμ. παλ. εκρέω, χύνομαι, τρέχω.
    1. (συν)ενώνομαι.
    2. μτφ. συγχωνεύομαι. || συνδέομαι στενά.
    3. βλ. ενεργ. φ. (5 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > слить

  • 104 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 105 сошка

    θ.
    1. αλετράκι•

    один с -ой,семеро с ложкой παρμ. ένας δουλευτής сошка εφτά χαραμοφάηδες.

    2. οκρίβαντας όπλου. || τρίποδας πολυβόλου.
    3. οπλοστήριγμα (εναπόθεσης).

    Большой русско-греческий словарь > сошка

  • 106 таранить

    ρ.δ.μ.
    1. χτυπώ με το έμβολο (για πλοίο). || χτυπώ με αιχμηρό όργανο.
    2. διατρυπώ χτυπώντας• διασχίζω.
    (στρατ.) χτυπώ με τη μηχανή•

    танки -ли один другого τα τανκς αλληλοχτυπιόνταν.

    3. (στρατ.) κάνω ρήγμα• δημιουργώ σφήνα.

    Большой русско-греческий словарь > таранить

  • 107 тур

    α.
    1. γύρος, κύκλος• μια στροφή•

    один тур вальса ένας γύρος του βαλς.

    || περιφορά, περιοδεία•

    тур по Европе ο γύρος της Ευρώπης•

    тур по городу ο γύρος της πόλης.

    2. στάδιο•

    первый тур работы конференции ο πρώτος γύρος των εργασιών της συνδιάσκεψης•

    второй тур президенских выборов δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών.

    || περίοδος (γύρος) σκακιού ή αγώνων.
    α. παλ.
    1. καλάθι με χώμα σαν προπέτασμα (από τις σφαίρες και οβίδες).
    2. καλάθι με πέτρες (σε υδροτεχνικά έργα).
    3. πυργίσκος από πέτρες (σε υψηλή κορυφή βουνού).
    α.
    1. άγριος ταύρος που εξέλειψε.
    2. καυκάσιος ορεινός τράγος.

    Большой русско-греческий словарь > тур

  • 108 ум

    α.
    νους, μυαλό, διάνοια•

    острый ум η οξύνοια•

    тонкий ум λεπτό πνεύμα•

    светлый ум φωτεινό μυαλό•

    склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•

    человек большого -а μεγάλος νους•

    проницательный ум διεισδυτικός νους•

    обширный ум ευρύς νους•

    лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.

    εκφρ.
    без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•
    α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•
    β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•
    три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•
    ум за разум зашл – παραλόγιασε•
    - а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•
    - у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•
    лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•
    лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•
    помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•
    взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•
    прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•
    ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•
    свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•
    сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•
    в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•
    и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•
    на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•
    он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•
    не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•
    от большого -а ή с большого -а (сделать)ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > ум

  • 109 уплыть

    ρ.σ.
    1. αποπλέω•

    пароход -ыл το ατμόπλοιο απέπλευσε.

    || απομακρύνομαι, χάνομαι αργά•

    луна -ла за тучи το φεγγάρι χάθηκε πίσω από τα σύννεφα.

    2. (για χρόνο, γεγονότα) περνώ, διαβαίνω απαρατήρητα•

    что было -ло ό,τι ήταν πέρασε•

    не мало времени -ло с тех пор πολύς καιρός πέρασε από τότε.

    3. μτφ. περιέρχομαι (από έναν σε άλλον). || ξοδεύομαι, καταναλώνομαι γρήγορα•

    деньги -ли в один день τα χρήματα έφυγαν για μια μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > уплыть

  • 110 чёрт

    -а, πλθ. черти
    -ей α.
    1. διάβολος• το ίδιο και σαν βρισιά.
    2. επίρ. -ом (απλ.) λεβέντικα.
    εκφρ.
    α) πάρα πολύ, υπερβολικά• устал до -а – παρακουράστηκα.
    β) (απλ.) συντριπτικά•
    стёкла разлетелись к -у – τα τζάμια έγιναν συντρίμμια, πάνε στο διάβολο, γ) τι στο διάβολο•
    ни -а – (απλ.) ούτε διάβολος (τίποτε απολύτως)•
    ни к -у не годится – ούτε για το διάβολο δεν κάνει (τελείως άχρηστος• (для) какого -а; за каким (коим) -ом; на какой -; на -а (απλ.) τι (στο) διάβολο, γιατί•
    чёрт тебя (его, ихκλπ.) возьми να σε πάρει ο διάβολος•
    чёрт знает кто (что) – ποιος Εέρει, ο διάβολος ξέρει, άγνωστο• (куда, откуда) чёрт принс (που, από που) ο διάβολος (τον) έφερε (για άκαιρη άφιξη κάποιου)•
    чёрт с ним (тобой, нимиκλπ.) ας πάει (πας, πάνε) στο διάβολο, ας είναι (γίνει) έτσι• чёрт-те что (где) ο διάβολος ξέρει τι (που), άγνωστο•
    - ям (чёрту) тошно – (απλ.) ούτε ο διάβολος δεν το τρώει (ξεπερνά τα όρια)•
    к -у (-ям) на рога (кулички) ή у -а на рогах (куличках)απλ. στου διαβόλου την άκρη ή τη μάνα ή την ουρά (κατάμακρα)•
    ни один чёрт ή сам чёрт – ούτε ο ίδιος ο διάβολος (κανένας)•
    одному -у известно – μόνο ένας διάβολος ξέρει δηλ. κανένας•
    что за -! – τι διάβολο!

    Большой русско-греческий словарь > чёрт

  • 111 шаг

    -а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ.α.
    1. το βήμα•

    короткий шаг βραχύ βήμα•

    длинный шаг μακρύ βήμα.

    || πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).
    2. το βάδισμα•

    замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•

    ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.

    (στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).
    3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•

    необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•

    рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•

    важный шаг σοβαρό βήμα.

    4. (τεχ.) διάστημα•

    шаг винта το βήμα του κοχλία•

    шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•

    длина -а το μήκος του βήματος.

    εκφρ.
    первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•
    гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•
    черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•
    в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•
    на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•
    один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•
    с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•
    шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:
    α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).
    β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•
    идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•
    сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•
    в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•
    ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•
    ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•
    ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•
    -у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•
    -у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις.

    Большой русско-греческий словарь > шаг

  • 112 штрих

    α.
    1. γραμμή (σχεδίου ιχνογράφι-σης)• μολυβιά• κοντύλια• πενιά• πινελιά.
    2. μτφ. λεπτομέρεια.• πτυχή• πλευρά•

    до последнего -ά μέχρι τελευταία λεπτομέρεια•

    добавить ещё один штрих к характеристике προσθέτω α-ακόμα μια λεπτομέρεια στην ατομική έκθεση.

    Большой русско-греческий словарь > штрих

См. также в других словарях:

  • ОДИН — муж. одна, одно, мн. одни, одне; сам, единичный, единый, сам по себе, без дружки или ровня; единица счетом. Один в поле не воин. Одна голова не бедна, а и бедна, да (так) одна. Знай одно дело. Не одна то во поле дороженька, ·песен. Ведь у меня… …   Толковый словарь Даля

  • ОДИН — муж. одна, одно, мн. одни, одне; сам, единичный, единый, сам по себе, без дружки или ровня; единица счетом. Один в поле не воин. Одна голова не бедна, а и бедна, да (так) одна. Знай одно дело. Не одна то во поле дороженька, ·песен. Ведь у меня… …   Толковый словарь Даля

  • Один день Ивана Денисовича — Щ 854 Жанр: рассказ (повесть) Автор: Александр Солженицын Язык оригинала: русский Год написания: 1959 …   Википедия

  • Один день Ивана Денисовича (рассказ) — Один день Ивана Денисовича Автор: Александр Солженицын Жанр: повесть Язык оригинала: русский …   Википедия

  • один — Единственный, одинокий, единовластно, единодержавно, единолично, безраздельно, нераздельно, сам, сам по себе; взаперти, одиноко, соло, уединенно. Один как перст (как черт в болоте, как солнце в небе); один, что маков цвет (погов.). Жить уединенно …   Словарь синонимов

  • ОДИН — одна, одно, числит. колич. (склонение см. § 59). 1. только ед. ч. м. р. Название числа 1. Помножить один на три. Прибавить три к одному. 2. только ед. (мн. возможно при сущ., употр. только во мн. ч., а также при мн. ч. сущ. в знач. “пара”).… …   Толковый словарь Ушакова

  • один — одна, одно, числит. колич. (склонение см. § 59). 1. только ед. ч. м. р. Название числа 1. Помножить один на три. Прибавить три к одному. 2. только ед. (мн. возможно при сущ., употр. только во мн. ч., а также при мн. ч. сущ. в знач. “пара”).… …   Толковый словарь Ушакова

  • Один дома — Home Alone Жанр …   Википедия

  • Один дома 2: Потерянный в Нью-Йорке — Home Alone 2: Lost in New York …   Википедия

  • один —   Один одинёшенек, одна одинёшенька (разг. фам.) и один одинёхонек, одна одинёхонька (обл.) совершенно одинок, одинока.     Нас много, мы играем, нам весело, а он один одинешенек, и никто его не приласкает. Л. Толстой.     Обе глядели в карты и… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ОДИН — ОДИН, одного, муж., жен. одна, одной; ср. одно, одного; мн. одни, их. 1. колич., ед. Число, цифра и количество 1. 2. прил. Без других, в отдельности. Он живёт о. Одним нам не справиться. О. за всех, все за одного. О. одинёшенек (совершенно один;… …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»