-
1 обладать
обладать 1ρ.δ. (με δοτ.)1. κατέχω, είμαι κάτοχός, κύριος.2. έχω, εμφορούμαι• είμοα προικισμένος•обладать талантом έχω ταλέντο•
обладать силой воли έχω ισχυρή θέληση•
обладать голосом έχω καλή φωνή•
обладать хорошим слухом έχω καλή ακοή.
3. έχω γυναίκα, αγαπητικιά.εκφρ.обладать собой – είμαι εγκρατής, κυριαρχώ στον εαυτό μου.обладать 2-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ. (διαλκ.) διορθώνω, επισκευάζω• προετοιμάζω. || τακτοποιώ.τακτοποιούμαι•дело -лось η υπόθεση τακτοποιήθηκε.