Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ни+души

  • 21 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 22 копеечный

    επ.
    1. ενός καπικιού (αξίας).
    2. μηδαμινός, τιποτένιος, ασήμαντος• ελάχιστος•

    -ые расходы τιποτένια έξοδα.

    3. μικροπρεπής, ευτελής, ελεεινός, ποταπός•

    -ая души ελεεινή ψυχή.

    Большой русско-греческий словарь > копеечный

  • 23 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 24 недра

    недр πλθ. το εσωτερικό της γης, τα έγκατα. || μτφ. τα σπλάχνα, τα κατάβαθα, τα μύχια•

    в -ах души στα κατάβαθα της ψυχής.

    Большой русско-греческий словарь > недра

  • 25 ни

    ни 1
    1. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•

    не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•

    ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•

    ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•

    ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.

    2. μη(ν)•

    стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•

    стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.

    3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•

    ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•

    на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•

    куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.

    εκφρ.
    ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).
    ни 2
    (πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:

    ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•

    ни с кем με κανέναν•

    я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•

    ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•

    я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•

    ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.

    Большой русско-греческий словарь > ни

  • 26 от

    κ. ото πρόθεση με γεν.
    1. (σημαίνει κίνηση από ένα σημείο• αφετηρία απομάκρυνση)• απο, εκ•

    путешествие началось от Афин το ταξίδι άρχισε από την Αθήνα•

    от Москвы до Ленинграда από τη Μόσχα ως το Λένινγκραντ•

    от частного к общему από το μερικό στο γενικό•

    от края до края απ άκρη σ άκρη•

    слеп от рождения τυφλός εκ γενετής (γενητάτος)•

    от еных лет από τα νεανικά χρόνια•

    он работает от утри до ночи αυτός εργάζεται από το πρωί ως το βράδυ•

    мороз от пяти до десяти градусов ψύχος από πέντε ως δέκα βαθμούς•

    от головы до пяток από το κεφάλι ως τις φτέρνες•

    имущество от отца περιουσία από τον πατέρα•

    от роду εκ γενετής•

    час от часу από ώρα σε ώρα•

    письмо от пятого марта επιστολή από τις πέντε του Μάρτη.

    2. (με σημ. αιτίας, αφορμής)• απο, εκ, λόγω, ένεκα•

    бледный от страха χλωμός από το φόβο•

    петь от -радости τραγουδώ από χαρά•

    заболеть от переутомления αρρωσταίνω από υπερκόπωση.

    3. κατά, ενάντια, για•

    средство от кашли φάρμακο για το βήχα•

    палка от собак ξύλο για τα σκυλιά.

    4. για• απο•

    футляр от очков θήκη για τα ματογυάλια•

    скорлупа от орехов καρυδότσουφλα•

    крышка от кастрюли καπάκι της κατσαρόλας.

    || (για σχέση, ιδιότητα κ.τ.τ.) απο•

    у не есть что-то от матери αυτή έχει κάτι από τη μάνα (σε κάτι μοιάζει).

    5. με, εκ, εξ, απο•

    от всей моей души μ όλη μου την ψυχή (ολόψυχα)•

    от всего сердца μ όλη μου την καρδιά.

    6. με• σε•

    день ото дня από μέρα σε μέρα, μέρα με τη μέρα•

    год от году χρόνο με το χρόνο• από χρόνο σε χρόνο•

    время от времени από καιρό σε καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > от

  • 27 перевернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, αναστρέφω• αντιστρέφω. || ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. || ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ.
    2. ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω.
    3. μτφ. αλλάζω, μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ.
    4. αναστατώνω ψυχικά.
    εκφρ.
    перевернуть всё вверх дном – τα κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως•
    перевернуть весь мир (свет) – αναποδογυρίζω το σύμπαν.
    1. αναστρέφομαι, γυρίζω•

    перевернуть на бок γυρίζω στο πλευρό.

    || ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, τουμπάρω, μπατάρω. || περιστρέφομαι,
    2. μτφ. αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι.
    εκφρ.
    души -лась ή сердце -лось – πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κατάκαρδα)•
    -тся в гробу ή -лся бы в гробу – θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τάφο (κάποιου).

    Большой русско-греческий словарь > перевернуть

  • 28 пища

    θ.
    1. τροφή• φαγητό•

    лгкая пища ελαφρά τροφή•

    приготовить -у ετοιμάζω (μαγειρεύω) φαγητό.

    2. μτφ. διατροφή• πηγή•

    зни-ние есть пища для души η γνώση είναι τροφή της ψυχής•

    духовная пища πνευματική τροφή•

    это -для сплетников αυτό είναι τροφή για τους κου-τσομπόλους.

    εκφρ.
    давать -у – δίνω, παρέχω τροφή (συντελώ)•
    на -е святого антония – κα-ταπεινασμένος, θεονήστικος.

    Большой русско-греческий словарь > пища

  • 29 полнота

    θ.
    1. πληρότητα• γέμισμα•

    до -ы не доливай-μην το παραγεμίζεις.

    2. το πλήρες• εντέλεια• αρτιότητα.
    3. κορεσμός.
    4. χό-ντραιμα, πάχυνση, πάχος• γέρεμα•

    полнота рук χό-ντραιμα των χεριών•

    нездоровая полнота αρρωστιά-ρι,κα πάχη.

    εκφρ.
    от -ы души, сердца – μ όλη μου την ψυχή (ολόψυχα), μ όλη μου την καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > полнота

  • 30 пропой

    α.
    1. πιοτί•

    все деньги идут на пропой όλα τα λεφτά πάνε στο πιοτί.

    2. παλ. το πιοτί (αμέσως μετά την τελετή της αρραβώνας του κοριτσιού).
    εκφρ.
    на пропой души – στο πιοτί, στο γλέντι.

    Большой русско-греческий словарь > пропой

  • 31 просить

    прошу, просишь, μτχ. ενστ. Προ проситьсящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. ζητώ, αιτώ•

    просить помощи ζητώ βοήθεια•

    просить прощения ζητώ συγγνώμη.

    || προτείνω, παρακαλώ•

    -шу садиться παρακαλώ καθήστε•

    здесь -ят не курить παρακαλείστε να μη καπνίζετε εδώ•

    просить соблюдать тишину παρακαλώ να τηρηθεί ησυχία.

    2. φροντίζω• ενδιαφέρομαι.
    3. (προσ)καλώ, φωνάζω.
    4. μ. (γ1• просить εμπορευματική τιμή)• ζητώ•

    он -ит дорого αυτός ζητά ακριβά.

    5. ζητώ ελεημοσύνη.
    6. παλ. μηνύω, κάνω μήνυση.
    εκφρ.
    прошу (вас) – ω-ρίστε, περάστε, κοπιάστε.
    1. παρακαλώ• ζητώ• θέλω, επιθυμώ•

    просить отпуск ζητώ άδεια•

    просить гулять ζητώ (θέλω) να πάω περίπατο.

    2. αιτούμαι, ζητώ•

    просить на службу ζητώ να προσληφθώ στη υπηρεσία.

    3. μτφ. ταιριάζω, αξίζω.
    εκφρ.
    просить наружу ή из души – (για αισθήματα) θέλω να βγω έξω, να ξεσπάσω, (να ξεθυμάνω).

    Большой русско-греческий словарь > просить

  • 32 струна

    -ы, πλθ. струны θ.
    1. χορδή (μουσικών οργάνων).
    πλθ. -ы οι μουσικοί φθόγγοι.
    2. τα ευαίσθητα σημεία•

    -ы сердца, души οι χορδές της καρδιάς, της ψυχής.

    3. κάθε τι τεντωμένο (σχοινί, λωρ ί κλπ.).
    εκφρ.
    в -у ή -ой – α) τεντωμένος, κορδωμένος. β) ορμητικά, αστραπιαία (για ζώο που τρέχει)•
    держать в -е кого – κρατώ κάποιον σε αυστηρότητα• με αυστηρή επίβλεψη•
    тронуть (задеть) чувствительную ή больную -у кого – θίγω την ευαίσθητη χορδή κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > струна

  • 33 упокой

    -я α: за упокой (εκκλσ.) για ανάπαυση (του πεθαμένου)•

    молиться за упокой его души προσεύχομαι για ανάπαυση της ψυχής του.

    Большой русско-греческий словарь > упокой

  • 34 фибра

    θ.
    1. παλ. • ίνα (φυτών, σαρκών κ.τ.τ.).
    λεπτότατο μόριο
    2. συνήθως πλθ. фибры, фибр ο ψυχικός κόσμος• το είναι•

    всеми -ами души моей με όλη μου την ψυχή..

    3. είδος χαρτιού πεπιεσμένου. || τεχνητό δέρμα.

    Большой русско-греческий словарь > фибра

  • 35 чистота

    θ.
    1. καθαριότητα, πάστρα•

    помещения η καθαριότητα του χώρου.

    2. καθαρότητα, ευκρίνεια, διαύγεια•

    чистота произношения η καθαρότητα της προφοράς.

    3. επιμέλεια•

    обработки детали η επιμέλεια επεξεργασίας εξαρτήματος.

    4. το αμιγές, το ανόθευτο•

    золота η καθαρότητα του χρυσού.

    5. διαύγεια.
    6. μτφ. αγνότητα, χρηστότητα, τιμιότητα•

    чистота души η αγνότητα της ψυχής.

    || παρθενικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > чистота

См. также в других словарях:

  • Души(в ком) не чаять — Души (въ комъ) не чаять (иноск.) до самозабвенія, до увлеченія любить. Ср.                       Мой Иванъ Семенычъ Пренравный, а души во мнѣ не чаялъ, И баловалъ, какъ малаго ребенка. Л. А. Мей. Псковитянка. 1, 2. Вѣра. Ср. Отецъ съ матерью души …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Души на продажу (фильм) — Души на продажу Souls for Sale Жанр мелодрама, комедия Режиссёр …   Википедия

  • Души — (фр. Douchy): Души  коммуна во Франции, департамент Луаре. Души  коммуна во Франции, департамент Эна. См. также Души ле Мин (фр. Douchy les Mines)  коммуна во Франции, департамент Нор …   Википедия

  • Души на продажу — Souls for Sale Жанр мелодрама, комедия Режиссёр Руперт Хьюз …   Википедия

  • души не чаять — См …   Словарь синонимов

  • ДУШИ — ДУШИ, процедуры, состоящие в воздействии на тело б ного струй воды, пара или газа под б. или м. сильным давлением. Впервые водяные Д. были введены в мед. практику Флёри (Fleury), а затем в 1874 г. были описаны Бени Бардом (Beni Barde) под… …   Большая медицинская энциклопедия

  • ДУШИ ГЛУБИНЫ — согласно Экхарту и др. нем. мистикам, то, что способствует включению в душу божественного; сущность души, а также божественный образ, свет или «искра». Философский энциклопедический словарь. 2010 …   Философская энциклопедия

  • души не слышавший — прил., кол во синонимов: 8 • был привязанным (9) • души не чаявший (8) • жалевший …   Словарь синонимов

  • души не чаявший — прил., кол во синонимов: 8 • был привязанным (9) • души не слышавший (8) • жалевший …   Словарь синонимов

  • души небесные и земные — Души ХУНЬ ( небесные ) и ПО ( земные ) обозначение души, характерное для всех религий Китая. Упоминания о Х.п. в текстах встречаются с сер. 1 го тыс. до н.э. ( Ли цзи , Цзо чжуань и др.). Идея множественности душ восходит к архаич. религ.… …   Китайская философия. Энциклопедический словарь.

  • души́ть(ся) — душить(ся), душу(сь), душишь(ся) …   Русское словесное ударение

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»