-
1 исправлять
1. (изменять, поправлять) τροποποιώ 2. (устранять недостатки, ошибки) επιδιορθώνω, επισκευάζω, επανορθώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исправлять
-
2 замазывать
замазыватьнесов1. (закрашивать) ἀλείφω, ἐπιχρίω, μπογιατίζω·2. перен (недостатки и т. ἡ.) разг κρύβω, συγκαλύπτω, παρασιωπώ·3. (замазкой) στοκάρω, ἐπιχρίω μέ στόκο:\замазывать о́киа στοκάρω τά παράθυρα·4. (пачкать) λερώνω, λεκιάζω, πασαλείβω:\замазывать пальто́ известкой πασαλείβω τό παλτό μέ ἀσβέστη. -
3 изживать
изживатьнесов, изжить сов (что-л.) ἐξαλείφω/ ἀπαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι ἀπό κάτι ἡ κάποιον (избавляться):\изживать недостатки ἐξαλείφω τίς ἀδυναμίες. -
4 неискоренимый
неискорени́м||ыйприл ἀνεκρίζωτος, ἀνεξάλειπτος, ριζωμένος:\неискоренимыйые недостатки οἱ ἀνεκρίζωτες ἀδυναμίες. -
5 субъективный
субъекти́вн||ыйприл ὑποκειμενικός:\субъективныйый идеализм ὁ ὑποκειμενικός Ιδεαλισμός· \субъективныйые недостатки οἱ ὑποκειμενικές ἐλλείψεις. -
6 терпимый
терпи́м||ый1. прич. от терпеть·2. прил (склонный терпеть) ἀνεκτικός, ὑπομονετικός/ ἐπιεικής (снисходительный)·3. перен (сносный, приемлемый) ἀνεκτός, ὑποφερτός/ συγχωρητός (извинительный):\терпимыйая боль ὁ ὑποφερτός πόνος· \терпимыйые недостатки τά ὑποφερτά ἐλαττώματα -
7 указывать
указыватьнесов прям., перен (ὐπο-) δείχνω, ὑποδεικνύω:\указывать пальцем на кого-л. δείχνω κάποιον μέ τό δάχτυλο· \указывать на ошибки (ύπο)δείχνω τά λάθη (τά σφάλματα)· \указывать на недостатки (υπο)δείχνω τίς ἐλλείψεις· \указывать путь δείχνω τόν δρόμο· \указывать срок καθορίζω τήν προθεσμία· ◊ \указывать кому-л. на дверь διώχνω κάποιον. -
8 возместить
-ещу, -естишь, παβ. μτχ. παρλθ. χρ. -ещенный, βρ: -щен, щена, -щено ρ.σ.μ.1. αποζημιώνω.2. αναπληρώνω•возместить потери αναπληρώνω τις απώλειες.
1. αποζημιώνομαι.2. αναπληρώνομαι, επανορθώνομαι•все недостатки -ятся όλες οι ελλείψεις θα καλυφθούν•
все лишения -ятся όλες οι στερήσεις θα εκλείψουν.
-
9 вскрыть
вскрою, вскроешь ρ.σ.μ.1. ανοίγω•вскрыть письмо ανοίγω το γράμμα•
вскрыть пакет ανοίγω το πακέτο.
2. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω, φέρω στο φως•вскрыть недостатки в работе ξεσκεπάζω τις αδυναμίες στη δουλειά.
3. ανατέμνω, σχίζω, κόβω•вскрыть труп κάνω νεκροψία•
вскрыть нарыв σχίζω το απόστημα.
1. ανοίγομαι.2. μτφ. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι, βγαίνω στο φως, στα φόρα•-лись причины поражения βγήκαν στο φως οι αιτίες της ήττας.
3. ξεπαγώνω•река -лась το ποτάμι ξεπάγωσε (έλιωσε ο πάγος που το κάλυπτε).
-
10 выпятить
-ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпяченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.προβάλλω, προτείνω, βγάζω έξω, φουσκώνω•выпятить живот βγάζω προς τα έξω την κοιλιά•
выпятить грудь προτείνω το στήθος.
|| μτφ. προβάλλω, βγάζω στην πρώτη θέση, κατά πρώτο λόγο•-недостатки произведения προβάλλω στην πρώτη γραμμή τα μειονεκτήματα του έργου.
προβάλλομαι, προτείνομαι, βγαίνω μπροστά, εξέχω, κοιλιάζω. || μτφ. ξεχωρίζω, βγαίνω στην πρώτη θέση. -
11 выявить
-влю, -вишь, ρ.σ.μ.1. εκδηλώνω, φανερώνω, δείχνω, προβάλλω.2. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φέρω στο φως•выявить недостатки в работе ξεσκεπάζω τις αδυναμίες στη δουλειά.
αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι, έρχομαι στο φως, βγαίνω στα φανερά,στα φόρα. -
12 достоинство
-а ουδ.1. πλεονέκτημα, προτέρημα, αρετή•-а и недостатки προτερήματα και ελαττώματα.
|| αξία, σπουδαιότητα.2. αξιοπρέπεια•считать ниже своего -а θεωρώ κατώτερο της αξιοπρέπειας μου.
|| υπερηφάνεια, αυτοσεβασμός.3. αξία, τίμημα•монета десятирублвого -а νόμισμα αξίας δέκα ρουβλιών.
4. παλ. αξίωμα, κοινωνική θέση.εκφρ.оценить по -у – εκτιμώ κατά την αξία. -
13 замазать
ажу-ажешьρ.σ.μ.1. βάφω• αλείφω• επιχρωματίζω, επιχρείω.2. (συγ)καλύπτω, σκεπάζω, αποσιωπώ• κρύβω•замазать недостатки καλύπτω τις αδυναμίες•
замазать противоречия συγκαλύπτω τις αντιθέσεις.
3. βουλώνω με κολλώδη ουσία•замазать окна στοκάρω τα παράθυρα•
щели βουλώνω τις χαραμάδες.
4. λερώνω, πασαλείφω.εκφρ.замазать глаза кому – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (εξαπατώ επιτήδεια)•замазать рот – βουλώνω το στόμα (αποστομώνω).λερώνομαι, πασαλείφομαι. -
14 изжить
-живу, -жившь, παρλθ. χρ. изжил-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжитый, βρ: -жит, -а, -оκ. изжитой, βρ: -жит, -а-ο; ρ.σ.μ.1. εξαλείφω, ξεριζώνω•изжить недостатки εξαλείφω τις αδυναμίες.
2. τρώγω το ψωμίμου, πλησιάζω προς το τέλος•он -жил свою жизнь, свой век αυτός τό φάγε το ψωμί του (πλησιάζει προς το θάνατο).
|| υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, γεύομαι•изжить горе περνώ φαρμάκια•
изжить печали περνώ θλίψη.
εκφρ.он -ил себя – τό φάγε το ψωμί του, γέρασε, έγινε άχρηστος.ξοδεύω, δαπανώ (για δυνάμεις, μέσα κλπ,). -
15 личный
επ.1. ατομικός, προσωπικός•-ая собственность ατομική ιδιοκτησία•
-ое оружие το ατομικό όπλο (του στρατιώτη)•
-ая охрана η προσωπική φρουρά•
-ое мнение προσωπική γνώμη•
-ые недостатки προσωπικές αδυναμίες•
предметы -ого потребления αντικείμενα ατομικής χρήσης•
-ые права граждан τα δικαιώματα του πολίτη•
это моё -ое дело αυτό είναι δική μου δουλειά (υπόθεση)•
-ое оскорбление προσωπική προσβολή•
-ая заинтересованность προσωπικό ενδιαφέρο.
ουσ. ουδ. -ое το προσωπικό, το ατομικό, το μοναχικό, του εαυτού.2. (γραμμ.) προσωπικός•-ое местоимение προσωπική αντωνυμία.
εκφρ.личный почётный гражданин – παλ. έντιμος πολίτης (τίτλος)•- дворянин – προσωπικότητα ανακηρυγμένη σε ευγενή•- ое дело – ατομικός φάκελλος•личный состав – το προοωπιν.ό. -
16 указание
-я ουδ.ένδειξη• υπόδειξη, δείξιμο•указание дороги υπόδειξη της οδού•
указание на недостатки υπόδειξη των ελλείψεων (ελαττωμάτων).
|| οδηγία•по указанию из центра κατά την οδηγία από το κέντρο•
давать -я молодому δίνω οδηγίς στο νεολαίο.
-
17 указать
укажу, укажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. указанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.1. δείχνω•указать пальцем δακτυλοδεικτώ•
указать кому дорогу в город δείχνω σε κάποιον το δρόμο για την πόλη•
указать кому дверь δείχνω σε κάποιον την πόρτα (να βγει έξω).
2. μτφ. υποδείχνω, λέγω•указать ощибки υποδείχνω τα λάθη•
указать на недостатки λέγω τις ελλείψεις (τα ελαττώματα).
3. κατατοπίζω, ενημερώνω• δίνω οδηγίες.4. διατάζω, δίνω διαταγή, εντολή. -
18 устранить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устранённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. απομακρύνω• αίρω, αφαιρώ• εξαλείφω• αποβάλλω•устранить препятствие (преграду) с пути καθαρίζω τα εμπόδια από το δρόμο•
-недостатки в работе εξαλείφω τις αδυναμίες στη δουλειά•
устранить дурную привычку αποβάλλω κακή συνήθεια.
|| διορθώνω, θεραπεύω•устранить аварию θεραπεύω τη βλάβη.
2. απομακρύνω (από κατεχόμενη θέση), απολύω, αποβάλλω, διώχνω•его -ли с института τον έδιωξαν από το ινστιτούτο•
-ли его от руководства партии τον απομάκρυναν από την καθοδήγηση του κόμματος.
1. απομακρύνομαι θεληματικά, αποχωρώ, φεύγω, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι.2. εξαλείφομαι, χάνομαι, σβήνω, εκλείπω•-лись недоразумения εξέλειψαν οι παρεξηγήσεις.
-
19 человеческий
επ.1. ανθρώπινος, του ανθρώπου•человеческий труд η ανθρώπινη εργασία•
человеческий организм ο ανθρώπινος οργανισμός•
-ое общество η ανθρώπινη κοινωνία•
человеческий род το ανθρώπινο γένος.
2. ανθρωπιστικός•-ое обращение с кем-н. ανθρώπινη συμπεριφορά με κάποιον.
|| ιδιάζων στον άνθρωπο•-ие недостатки ανθρώπινα ελαττώματα (αδυναμίες).
-
20 чувствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.μ.1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•
чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•
г страх αισθάνομαι φόβο•
чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.
|| συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.
2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•-свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).
|| προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.
4. (για υγεία) αισθάνομαι•сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•
дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.
εκφρ.чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•ног ή земли под собой не чувствовать – βλ. ίδια έκφραση στη λέξη•слышать.αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.
См. также в других словарях:
недостатки — нищенство, нужда, необеспеченность, лишения, бедность, крайность, нагота и босота, бедность непокрытая, нищета Словарь русских синонимов. недостатки см. бедность Словарь синонимов русского языка. Практический справочник. М.: Русский язык … Словарь синонимов
Недостатки — см. Пороки (Источник: «Афоризмы со всего мира. Энциклопедия мудрости.» www.foxdesign.ru) … Сводная энциклопедия афоризмов
недостатки — — [http://www.iks media.ru/glossary/index.html?glossid=2400324] Тематики электросвязь, основные понятия EN deficiencies … Справочник технического переводчика
недостатки — выявлять недостатки • демонстрация имеются недостатки • существование / создание, субъект устранить недостатки • существование / создание, прерывание … Глагольной сочетаемости непредметных имён
Недостатки инкассовой формы расчетов — разрыв во времени между отгрузкой товара, передачей документов в банк и получением платежа; отсутствие гарантии оплаты документов. См. также: Инкассо Финансовый словарь Финам … Финансовый словарь
Недостатки товаров — см. Возмещение вреда, причиненного вследствие недостатков товаров, работ, услуг; Недостаток; Существенный недостаток … Энциклопедия права
Недостатки правовой социализации молодежи как криминогенный и профилактируемый фактор — Правовая социализация – процесс и результат усвоения человеком в прижизненном развития правовых ценностей общества превращение их в нормы своей жизни и поведения, в личные качества и особенности психологии. «. Чтобы жить в праве, писал русский… … Энциклопедия современной юридической психологии
недостатки — ів, мн. (одн. недоста/ток, тку, ч.). Матеріальна незабезпеченість; бідність; убогість … Український тлумачний словник
конструктивные недостатки оборудования — недостатки и дефекты оборудования, связанные с несовершенством или нарушением установленных правил и (или) норм конструирования. (Смотри: РД 09 167 97. Методические указания по организации и осуществлению надзора за конструированием и… … Строительный словарь
производственные недостатки оборудования — недостатки и дефекты оборудования, явившиеся результатом нарушений технологических процессов и отступлений от проекта при его изготовлении. (Смотри: РД 09 167 97. Методические указания по организации и осуществлению надзора за конструированием и… … Строительный словарь
Недостатки рыночной экономики — Фиаско рынка это рыночная ситуация, когда равновесие на рынке, возникшее в процессе взаимодействия агентов (обмен, торговля, производство), не является эффективным по Парето. Авторы классической экономической школы, сформулировав принципы… … Википедия