-
21 копия
-и θ.1. αντίγραφο• αντίτυπο•рукописная копия χειρόγραφο αντίγραφο•
копия с подлинника αντίγραφο από το πρωτότυπο•
снять -ю βγάζω αντίγραφο.
2. μτφ. ίόιος, απαράλλαχτος, πανομοιότατος•мальчик копия совершенная копия отца το αγοράκι είναι ίδιος-απαράλλαχτος πατέρας (καταπληκτική ομοιότητα).
-
22 мальчишка
-и α.βλ. мальчик. || παιδιακίστικος, παιδαριώόης, ανώριμος, άπειρος. -
23 миленький
επ.1. χαριτωμένος• θελκτικός•миленький мальчик χαριτωμένο αγοράκι.
|| ευχάριστος, ευάρεστος.2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος.ουσ. ο αγαπημένος!, ο εραστής, ο αγαπητικός,εκφρ.как миленький – (απλ.) α) αναντίρρητα, β) ανεμπόδιστα, εύκολα και καλά. -
24 подкатить
-качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. μ. κυλώ προς ή κάτω απο•подкатить бочку к углу κυλώ το βαρέλι προς τη γωνία.
|| οδηγώ, φέρω (για οχήματα).2. (για μεταφορικά μέσα) τρέχω, πλησιάζω, φτάνω γρήγορα.3. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ξαφνικά•тошнота -ла к горлу μου ήρθε να κάνω εμετό•
у меня -ло в сердце μου ήρθε άσχημα στην καρδιά.
εκφρ.подкатить глаза – περιφέρω τους βολβούς των ματιών.κυλώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. мячик -лся под диван το τόπι κύλισε κάτω από το ντιβάνι•ко мне -лся мальчик σέ μένα ήρθε γρήγορα ένα παιδάκι•
тошнота -лась к горлу μου ήρθε να κάνω εμετό.
-
25 подшибить
-бу, -бшь, παρλθ. χρ. подшиб-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подшибленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.)1. χτυπώ λίγο•мальчик -ил глаз το παιδάκι χτύπησε λίγο στο μάτι.
2. χτυπώ από κάτω. || τραυματίζω, πληγώνω, λαβώνω•подшибить зайца τραυματίζω το λαγό.
-
26 попасть
-паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•
пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.
2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•
-под дождь με πιάνει η βροχή•
он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•
попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•
εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;
βρίσκω τυχαία, συναντώ•попасть на след πέφτω σε ίχνος.
3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.
4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.
|| εισάγομαι, μπαίνω•он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.
5. βλ. попасться (2 σημ.).6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.
εκφρ.попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•
он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•
он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.
2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).εκφρ.попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών. -
27 рахитичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноραχιτικός•рахитичный мальчик ραχιτικό παιδί.
-
28 с
κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).I.με γεν.1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•
вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•
сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•
уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•
сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•
свергнуть с престола εκθρονίζω.
2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•
с высоты горы από την κορυφή του βουνού•
говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.
|| επίσης με ουσ. τοπικά•вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•
иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•
вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•
вход со двора είσοδος από την αυλή•
окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).
|| με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.3. σημαίνει τόπο, προέλευση•цветы с юга λουλούδια από το νότο•
хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•
копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).
4. με σημ. λήψης• από εκ•собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•
взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.
5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•
с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.
|| σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•
со дня на день από μέρα σε μέρα.
6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•
устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•
умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•
покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.
7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•
с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.
8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.
|| με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•
убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•
узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.
|| σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•взять с бою παίρνω στη μάχη•
торговать с рук πουλώ στα χέρια.
|| σημαίνει τρόπο• με•прыгать с разбега πηδώ με φόρα.
II.με αιτ.1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•
с месяца ένα περίπου μήνα•
отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.
2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•
мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).
|| με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.
III.με οργν.1. μαζί, ομού, με• και•хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•
нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•
дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•
мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•
вы с братом εσύ και ο αδερφός•
наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•
наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).
2. με (έχοντας)•стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•
остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•
дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•
мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•
задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•
проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•
обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•
сделать с намерением κάνω σκόπιμα•
читать с выражением διαβάζω με έκφραση.
|| (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•
встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.
3. με ή του•авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•
у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•
с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.
4. με, κατά, εναντίον•бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•
справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.
εκφρ.что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•с целью – με σκοπό, σκόπιμα. -
29 способный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. ικανός, άξιος• επιτήδειος•способный к труду ικανός για δουλειά•
он на всё -бен αυτός είναι ικανός για όλα•
он -бен к военной службе αυτός είναι ικανός για το στρατό•
способный мальчик παιδάκι με ικανότητες.
2. κατάλληλος, βολικός, πρόσφορος. -
30 улица
-ы θ.1. οδός (μεταξύ κτιρίων)•ленина οδός Λένιν•
глухая улица ερημική οδός•
улица колокотрониса οδός Κολοκοτρώνη.
2. το έξω, ο ανοιχτός χώρος (ο εκτός οικοδομής χώρος)•на -е было темно έξω ήταν σκοτάδι•
мальчик вышел на -у το παιδάκι βγήκε έξω (στο δρόμο)•
он только что пришл с улицы αυτός μόλις ήρθε απ έξω.
3. μτφ. περιβάλλον κακής διαπαιδαγώγησης, δρόμος•дети -ы παιδιά του δρόμου•
девочка с -ы κορίτσι του δρόμου.
|| παλ. πλήθος μικροαστών, μικροσυμφεροντο-λόγων.εκφρ.на -е быть (оказаться, очутить(ся) – είμαι βρίσκομαι στο δρόμο (είμαι άστεγος, στερούμαι των μέσων ζωής)•с -ы – ο τυχών, τυχάρπαστος. -
31 умный
επ., βρ: умн, умна, умно, умны.1. έξυπνος, ευφυής•умный мальчик έξυπνο παιδάκι.
2. σώφρονας, γνωστικός, μυαλομένος, στοχαστικός•умный совет γνωστική συμβουλή.
εκφρ.- ая голова – έξυπνο κεφάλι (ευφυής άνθρωπος). -
32 упрямый
επ. βρ: упрям, -а, -оπείσμονας, πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, σκληροκέφαλος-καπριτσόζος• πεισματικός•упрямый бык πεισματικό βόδι•
упрямый мальчик πεισματάρικο παιδάκι.
-
33 хворый
επ.αρρωστιάρικος, ασθενικός, φιλάσθενος•хворый мальчик φιλάσθενο παιδάκι.
-
34 что
что 1чего, чему, чем, о чём αντων.1. (ερωτηματική)• τι•что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•
что случилось? τι συνέβηκε;•
что вы сказали? τι είπατε;•
что нового? τι νέα;•
о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•
что это такое? τι ειν αυτό;•
ну что? λοιπόν τι;
2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•
я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•
я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.
3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•
то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.
4. γιατί•что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•
что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•
а что? και γιατί;
5. επίρ. πόσο, τι•стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.
|| πόσος, -η, -ο•что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•
что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).
|| όσος, -η, -ο•что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.
6. κάτι (τι), τίποτε•если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•
что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.
7. τι•что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•
что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.
8. ό,τι•всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.
|| ο οποίος, -α, -ο•старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.
εκφρ.а -? – και τι;•до чего... – α) εξαιρετικά•до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).что 2ειδ. σύνδ.1. ότι, πως•я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•
говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.
2. ότι, που•я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.
3. όπως, σαν.4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).εκφρ.только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι). -
35 шестилетний
-яя, -ееεπ.εξάχρονος, εξαετής•-яя воина εξάχρονος πόλεμος•
шестилетний мальчик εξάχρονο παιδάκι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
мальчик — См. дитя, мужчина, прислуга, служащий, юноша бой мальчик... Отрок, парень, юноша, молодой человек, старик, старец; господин, сударь, кавалер. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари,… … Словарь синонимов
МАЛЬЧИК — МАЛЬЧИК, мальчика, муж. 1. Ребенок мужского пола; отрок. В советской школе мальчики и девочки учатся вместе. 2. Совсем молодой, неопытный человек (разг. пренебр.). «Наконец я слышу речь не мальчика, но мужа.» Пушкин. 3. Малолетний работник в… … Толковый словарь Ушакова
МАЛЬЧИК — МАЛЬЧИК, а, муж. 1. Ребёнок мужского пола. Мальчики и девочки. 2. Слуга подросток в частном доме, в каком н. заведении, у хозяина мастера (устар.). М. в купеческой лавке, в парикмахерской, у сапожника. Служить мальчиком/ в мальчиках. М. на… … Толковый словарь Ожегова
Мальчик А — Boy A Жанр криминальный фильм драма мелодрама … Википедия
МАЛЬЧИК — МАЛЬЧИК, малютка, малявка и пр. см. малый. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 … Толковый словарь Даля
мальчик — МАЛЬЧИК, хлопец, ласк. хлопчик, разг. мальчишка, разг., ласк. мальчонка, разг. мальчуга, разг., ласк. мальчуган, разг., уменьш. ласк. паренек, разг., ласк. парнишка, разг. сорванец, разг. сниж., пренебр. желторотик, разг. сниж. малец, разг.… … Словарь-тезаурус синонимов русской речи
мальчик — МАЛЬЧИК, а, МАЛЬЧИШКА, и, м. 1. обычно мн. Обращение женщины к мужчинам. Идите, мальчики, к нам чай пить. 2. Пассивный гомосексуалист. 3. Любовник, друг. 4. Кобель. 5. Мужской половой орган. 6. Отмычка. 6. из уг … Словарь русского арго
МАЛЬЧИК — А был ли мальчик то? Разг. Выражение крайнего сомнения в чём л. Ф 1, 290. /em> Из романа М. Горького «Жизнь Клима Самгина» (1923 1936 гг.). БМС 1998, 364. Звёздный мальчик. Жарг. мол., курс. Шутл. Офицер. Максимов, 154. Мальчик для битья (побоев … Большой словарь русских поговорок
МАЛЬЧИК — Если во сне у вас как будто бы родился мальчик – это знак грядущего богатства и жизненного комфорта. Если мальчик родился у кого то другого – такой сон предвещает появление у вас корыстного интереса в отношениях с ближайшими родственниками.… … Сонник Мельникова
мальчик — сущ., м., употр. очень часто Морфология: (нет) кого? мальчика, кому? мальчику, (вижу) кого? мальчика, кем? мальчиком, о ком? о мальчике; мн. кто? мальчики, (нет) кого? мальчиков, кому? мальчикам, (вижу) кого? мальчиков, кем? мальчиками, о ком? о… … Толковый словарь Дмитриева
МАЛЬЧИК — ♠ Маяться будете. Мальчик играет беспокойство из за пустяков. Мальчик спит внутренние сомнения делают вас нерешительными. Мальчик учится вы страдаете из за сделанной в прошлом ошибки. ↑ Представьте, что мальчик убегает и приходит девочка… … Большой семейный сонник