Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

мальчик

  • 21 копия

    θ.
    1. αντίγραφο• αντίτυπο•

    рукописная копия χειρόγραφο αντίγραφο•

    копия с подлинника αντίγραφο από το πρωτότυπο•

    снять -ю βγάζω αντίγραφο.

    2. μτφ. ίόιος, απαράλλαχτος, πανομοιότατος•

    мальчик копия совершенная копия отца το αγοράκι είναι ίδιος-απαράλλαχτος πατέρας (καταπληκτική ομοιότητα).

    Большой русско-греческий словарь > копия

  • 22 мальчишка

    α.
    βλ. мальчик. || παιδιακίστικος, παιδαριώόης, ανώριμος, άπειρος.

    Большой русско-греческий словарь > мальчишка

  • 23 миленький

    επ.
    1. χαριτωμένος• θελκτικός•

    миленький мальчик χαριτωμένο αγοράκι.

    || ευχάριστος, ευάρεστος.
    2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος.
    ουσ. ο αγαπημένος!, ο εραστής, ο αγαπητικός,
    εκφρ.
    как миленький – (απλ.) α) αναντίρρητα, β) ανεμπόδιστα, εύκολα και καλά.

    Большой русско-греческий словарь > миленький

  • 24 подкатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. κυλώ προς ή κάτω απο•

    подкатить бочку к углу κυλώ το βαρέλι προς τη γωνία.

    || οδηγώ, φέρω (για οχήματα).
    2. (για μεταφορικά μέσα) τρέχω, πλησιάζω, φτάνω γρήγορα.
    3. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ξαφνικά•

    тошнота -ла к горлу μου ήρθε να κάνω εμετό•

    у меня -ло в сердце μου ήρθε άσχημα στην καρδιά.

    εκφρ.
    подкатить глаза – περιφέρω τους βολβούς των ματιών.
    κυλώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. мячик -лся под диван το τόπι κύλισε κάτω από το ντιβάνι•

    ко мне -лся мальчик σέ μένα ήρθε γρήγορα ένα παιδάκι•

    тошнота -лась к горлу μου ήρθε να κάνω εμετό.

    Большой русско-греческий словарь > подкатить

  • 25 подшибить

    -бу, -бшь, παρλθ. χρ. подшиб
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подшибленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. χτυπώ λίγο•

    мальчик -ил глаз το παιδάκι χτύπησε λίγο στο μάτι.

    2. χτυπώ από κάτω. || τραυματίζω, πληγώνω, λαβώνω•

    подшибить зайца τραυματίζω το λαγό.

    Большой русско-греческий словарь > подшибить

  • 26 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 27 рахитичный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    ραχιτικός•

    рахитичный мальчик ραχιτικό παιδί.

    Большой русско-греческий словарь > рахитичный

  • 28 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 29 способный

    επ., βρ: -бен, -бна, -бно.
    1. ικανός, άξιος• επιτήδειος•

    способный к труду ικανός για δουλειά•

    он на всё -бен αυτός είναι ικανός για όλα•

    он -бен к военной службе αυτός είναι ικανός για το στρατό•

    способный мальчик παιδάκι με ικανότητες.

    2. κατάλληλος, βολικός, πρόσφορος.

    Большой русско-греческий словарь > способный

  • 30 улица

    θ.
    1. οδός (μεταξύ κτιρίων)•

    ленина οδός Λένιν•

    глухая улица ερημική οδός•

    улица колокотрониса οδός Κολοκοτρώνη.

    2. το έξω, ο ανοιχτός χώρος (ο εκτός οικοδομής χώρος)•

    на -е было темно έξω ήταν σκοτάδι•

    мальчик вышел на -у το παιδάκι βγήκε έξω (στο δρόμο)•

    он только что пришл с улицы αυτός μόλις ήρθε απ έξω.

    3. μτφ. περιβάλλον κακής διαπαιδαγώγησης, δρόμος•

    дети -ы παιδιά του δρόμου•

    девочка с -ы κορίτσι του δρόμου.

    || παλ. πλήθος μικροαστών, μικροσυμφεροντο-λόγων.
    εκφρ.
    на -е быть (оказаться, очутить(ся) – είμαι βρίσκομαι στο δρόμο (είμαι άστεγος, στερούμαι των μέσων ζωής)•
    с -ы – ο τυχών, τυχάρπαστος.

    Большой русско-греческий словарь > улица

  • 31 умный

    επ., βρ: умн, умна, умно, умны.
    1. έξυπνος, ευφυής•

    умный мальчик έξυπνο παιδάκι.

    2. σώφρονας, γνωστικός, μυαλομένος, στοχαστικός•

    умный совет γνωστική συμβουλή.

    εκφρ.
    - ая голова – έξυπνο κεφάλι (ευφυής άνθρωπος).

    Большой русско-греческий словарь > умный

  • 32 упрямый

    επ. βρ: упрям, -а, -о
    πείσμονας, πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, σκληροκέφαλος-καπριτσόζος• πεισματικός•

    упрямый бык πεισματικό βόδι•

    упрямый мальчик πεισματάρικο παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > упрямый

  • 33 хворый

    επ.
    αρρωστιάρικος, ασθενικός, φιλάσθενος•

    хворый мальчик φιλάσθενο παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > хворый

  • 34 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 35 шестилетний

    -яя, -ее
    επ.
    εξάχρονος, εξαετής•

    -яя воина εξάχρονος πόλεμος•

    шестилетний мальчик εξάχρονο παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > шестилетний

См. также в других словарях:

  • мальчик — См. дитя, мужчина, прислуга, служащий, юноша бой мальчик... Отрок, парень, юноша, молодой человек, старик, старец; господин, сударь, кавалер. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари,… …   Словарь синонимов

  • МАЛЬЧИК — МАЛЬЧИК, мальчика, муж. 1. Ребенок мужского пола; отрок. В советской школе мальчики и девочки учатся вместе. 2. Совсем молодой, неопытный человек (разг. пренебр.). «Наконец я слышу речь не мальчика, но мужа.» Пушкин. 3. Малолетний работник в… …   Толковый словарь Ушакова

  • МАЛЬЧИК — МАЛЬЧИК, а, муж. 1. Ребёнок мужского пола. Мальчики и девочки. 2. Слуга подросток в частном доме, в каком н. заведении, у хозяина мастера (устар.). М. в купеческой лавке, в парикмахерской, у сапожника. Служить мальчиком/ в мальчиках. М. на… …   Толковый словарь Ожегова

  • Мальчик А — Boy A Жанр криминальный фильм драма мелодрама …   Википедия

  • МАЛЬЧИК — МАЛЬЧИК, малютка, малявка и пр. см. малый. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • мальчик —     МАЛЬЧИК, хлопец, ласк. хлопчик, разг. мальчишка, разг., ласк. мальчонка, разг. мальчуга, разг., ласк. мальчуган, разг., уменьш. ласк. паренек, разг., ласк. парнишка, разг. сорванец, разг. сниж., пренебр. желторотик, разг. сниж. малец, разг.… …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • мальчик — МАЛЬЧИК, а, МАЛЬЧИШКА, и, м. 1. обычно мн. Обращение женщины к мужчинам. Идите, мальчики, к нам чай пить. 2. Пассивный гомосексуалист. 3. Любовник, друг. 4. Кобель. 5. Мужской половой орган. 6. Отмычка. 6. из уг …   Словарь русского арго

  • МАЛЬЧИК — А был ли мальчик то? Разг. Выражение крайнего сомнения в чём л. Ф 1, 290. /em> Из романа М. Горького «Жизнь Клима Самгина» (1923 1936 гг.). БМС 1998, 364. Звёздный мальчик. Жарг. мол., курс. Шутл. Офицер. Максимов, 154. Мальчик для битья (побоев …   Большой словарь русских поговорок

  • МАЛЬЧИК —     Если во сне у вас как будто бы родился мальчик – это знак грядущего богатства и жизненного комфорта. Если мальчик родился у кого то другого – такой сон предвещает появление у вас корыстного интереса в отношениях с ближайшими родственниками.… …   Сонник Мельникова

  • мальчик — сущ., м., употр. очень часто Морфология: (нет) кого? мальчика, кому? мальчику, (вижу) кого? мальчика, кем? мальчиком, о ком? о мальчике; мн. кто? мальчики, (нет) кого? мальчиков, кому? мальчикам, (вижу) кого? мальчиков, кем? мальчиками, о ком? о… …   Толковый словарь Дмитриева

  • МАЛЬЧИК —     ♠ Маяться будете. Мальчик играет беспокойство из за пустяков. Мальчик спит внутренние сомнения делают вас нерешительными. Мальчик учится вы страдаете из за сделанной в прошлом ошибки.     ↑ Представьте, что мальчик убегает и приходит девочка… …   Большой семейный сонник

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»