-
1 запал
запал 1-а α.1. εμπυρείο, εμπύρευμα, καψούλι.2. έξαψη, παράφορα.εκφρ.под – (απλ.) στην παράφορα.запал 2-а α.άσθμα των υποζυγίων, λαχάνιασμα, πνευστίαση, εμφύσημα•лошадь с -ом άλογο ασθματικό (ή με εμφύσημα).
запал 3-а α. (για σιτηρά) κάψιμο (από ξηρασία, λίβα). -
2 запал
запал Iм (у животных) τό ἀσθμα των ὑποζυγίων, τό λαχάνιασμα ἀλόγου:лошадь с \запалом ἀσθματικό ἄλογο.запал IIм тех. τό καψύλλι[ον], τό ἐμπύρευμα, τό φυτίλι / τό Εναυσμα ὀπλου, ἡ θρυαλλις βόμβας (от/с. воен.).