-
1 лай
лая α. γαύγισμα, αλύχτημα, υλακή. -
2 атлетика
атлетика ж о αθλητισμός лёгкая \атлетика ο στίβος, τα αγωνίσματα στίβου тяжёлая \атлетика η άρση βαρών* * *жο αθλητισμόςлёгкая атле́тика — ο στίβος, τα αγωνίσματα στίβου
тяжёлая атле́тика — η άρση βαρών
-
3 индустрия
индустрия ж η βιομηχανία тяжёлая (лёгкая) \индустрия η βαριά (ελαφρά) βιομηχανία* * *жη βιομηχανίαтяжёлая (лёгкая) индустри́я — η βαριά (ελαφρά) βιομηχανία
-
4 промышленность
промышленность ж η βιομηχανία- тяжёлая (лёгкая) \промышленность η βαριά (ελαφρό) βιομηχανία* основные отрасли \промышленностьи οι κύριοι κλάδοι της βιομηχανίας* * *жη βιομηχανίαтяжёлая (лёгкая) промы́шленность — η βαριά (ελαφρά) βιομηχανία
основны́е о́трасли промы́шленности — οι κύριοι κλάδοι της βιομηχανίας
-
5 артиллерия
το πυροβολικόтяжёлая - βαρύ -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > артиллерия
-
6 атлетика
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > атлетика
-
7 индустрия
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индустрия
-
8 масса
1. (физическая величина) η μάζ/α, το βάροςвзлётная - ав. το βάρος της απογείωσηςпредельная - см. критическая -тяжёлая - см. гравитационная -2. (полужидкое вещество, смесь) о πολτός 3. (эл., элн.) η ηλεκτρική ή ηλεκτρονική μάζα 4. (большое количество) о μεγάλος αριθμός, η μεγάλη ποσότητα, ο όγκος, ο σωρός 5. (вещество, материал) η μάζα, το υλικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масса
-
9 обмуровка
η πλινθοδομήоблегчённая - ελαφριά -, τμηματική -тяжёлая - βαρειά -, μονοκόμματη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обмуровка
-
10 промышленность
η βιομηχανίαавтотракторная - κατασκευής αυτοκινήτων και ελκυστήρων/τρακτέρбумажная - η χαρτοβιομηχανία, η χαρτοποιίαдеревообрабатывающая - επεξεργασίας/κα-τεργασίας της ξυλείαςликёрно-водочная - παραγωγής αλκοολούχων/οινοπνευματωδών ποτώνмыловаренная - σαπωνο-ποϊί'ας, η σαπωνοβιομηχανίαнефтеперерабатывающая - επεξεργασίας/διΰ-λισης πετρελαίουхлопчатобумажная - ύφανσης βαμβακερών, η υφαντουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленность
-
11 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
12 тяжесть
1. физ. το βάροςη βαρύτηταη βαρύτης2. (тяжёлый предмет, тяжёлая вещь) το βάροςτο φορτίοο φόρτοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тяжесть
-
13 голый
голый 1) γυμνός 2): \голыйые факты τα ξερά στοιχεία; \голыйая правда η καθαρή αλήθεια* * *1) γυμνός2)го́лые фа́кты — τα ξερά στοιχεία
го́лая пра́вда — η καθαρή αλήθεια
-
14 артиллерия
θ.1. το πυροβολικό•береговая - τα επάκτια πυροβόλα•
полевая - το πεδινό πυροβολικό•
крепостная - τα τοπομαχικά, τοπομαχικό πυροβολικό•
дальнобойная - πυροβολικό μεγάλου βεληνεκούς•
тяжёлая - βαρύ πυροβολικό•
противотанковая - αντιαρματικό πυροβοΛικό.
2. το όπλο•служить в -и υπηρετώ στο πυροβολικό.
-
15 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.
См. также в других словарях:
Лая — Лая наименование некоторых топонимов, в частности рек, населённых пунктов и соответствующих железнодорожных станций. Содержание 1 Реки 2 Населённые пункты 3 Языки … Википедия
ЛАЯ — река на северо востоке Европейской части Российской Федерации, правый приток Печоры. 332 км, площадь бассейна 9530 км² … Большой Энциклопедический словарь
ЛАЯ — ЛАЯ, река на северо востоке Европейской части России, правый приток Печоры. 332 км, пл. бассейна 9530 км2. Источник: Энциклопедия Отечество … Русская история
лая — сущ., кол во синонимов: 1 • река (2073) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 … Словарь синонимов
Лая — река на северо востоке Европейской части России, правый приток Печоры. 332 км, площадь бассейна 9530 км2. * * * ЛАЯ ЛАЯ, река на северо востоке Европейской части Российской Федерации, правый приток Печоры. 332 км, площадь бассейна 9530 км2 … Энциклопедический словарь
Лая — Sp Lajà Ap Лая/Laya L u. RF Archangelsko sr. ir Komijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Лая (приток Печоры) — Лая Характеристика Длина 332 км Площадь бассейна 9530 км² Бассейн Баренцево море Бассейн рек Печора Водоток … Википедия
Лая (река) — Лая: Лая (Архангельская область) посёлок в Приморском районе Архангельской области. Лая (Свердловская область) Лая (приток Печоры) Лая (приток Северной Двины) Лая (приток Тагила) … Википедия
Лая (гевог) — У этого термина существуют и другие значения, см. Лая. Гевог Лая ལ་ཡ། Страна БутанБутан … Википедия
Лая (Свердловская область) — Село Лая Страна РоссияРоссия … Википедия
Лая (приток Северной Двины) — У этого термина существуют и другие значения, см. Лая. Лая … Википедия