Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

кровь

  • 41 застыть

    -ыну, -ынешь, προστκ. застынь μτχ. παρλθ. χρ. застывший
    ρ.σ.
    1. πήζω, παγώνω" сало -ло το λίπος έπηξε•

    кровь -ла το αίμα πάγωσε.

    2. παγώνω, κρουσταλλιάζω.
    3. κρυώνω πολύ, ξεπαγιάζω. || πεθαίνω από το κρύο.Ί• (για πτώμα) ξυλιάζω, κοκκαλιάζω.
    5. μαργώνω, ναρκώνομαι από το κρύο, μουδιάζω.
    εκφρ.
    застыть от ужаса – παγώνω από τη φρίκη•
    застыть от удивления – μένω κατάπληκτος, εμβρόντητος•
    застыть от восхишения – μένω έκθαμβος, άναυδος, με ανοιχτό το στόμα.

    Большой русско-греческий словарь > застыть

  • 42 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 43 кидать

    ρ.δ. μ.
    1. ρίχνω, ρίπτω, πετώ, βάλλω, εξακοντίζω•

    кидать камнями πετροβολώ, λιθοβολώ•

    кидать невод ρίχνω το δίχτυ•

    кидать тень ρίχνω σκιά•

    кидать свет ρίχνω φως•

    кидать взгляд ρίχνω ματιά.

    || μτφ. εκφέρω (βάζω) απανωτά, βροχηδόν (ερωτήματα, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).
    2. απρόσ μου προκαλεί, μου φέρνει, μου έρχεται (για ζέστη, τρόμο, ιδρώτα κ.τ.τ.)• сон меня -ет ύπνος μου έρχεται, νυστάζω•

    меня -ет то в жар, то в холод μου έρχεται μια ζέστη, μια κρύο•

    его -ет в дрожь τον πιάνει τρεμούλα.

    εκφρ.
    кидать грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω (κατηγορώ, κατακρίνω).
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, εξακοντίζομαι.
    2. κατευθύνομαι, τρέχω γρήγορα. || ορμώ•

    кидать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•

    собаки -лись на него τα σκυλιά ορμούσαν κατ' επάνω του.

    || αρέσκομαι•

    дети -ются на сласти τα παιδιά ρίχνονται στα γλυκά.

    3. πηδώ•

    кидать в реку ρίχνομαι στο ποτάμι.

    4. στριφογυρίζω, περιφέρομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε.
    εκφρ.
    кидать в глазаβλ. бросаться в глазе• вино ή хмель -ется в голову μεθώ, μεπιώνει το κρασί•
    кровь -ется в голову – μον ανεβαίνει•
    то – αίμα. στο κεφάλι..

    Большой русско-греческий словарь > кидать

  • 44 леденить

    -ит, μτχ. ενστ. леденящий ρ.,δ. μ. παγώνω•

    мороз -ит воду το ψύχος παγώνει το νερό.

    || ψύχω, κρυώνω. || μτφ. παγώνω από το φόβο•

    сердце -ит η καρδιά παγώνει•

    кровь -ит το αίμα παγώνει.

    Большой русско-греческий словарь > леденить

  • 45 нейти

    нейду, нейдёшь
    ρ.δ. παλ. βλ. идти με το αρνητικό μόριο не•

    он нейдёт αυτός δεν έρχεται•

    кровь нейдёт αίμα δεν πηγαίνει (δεν τρέχει).

    Большой русско-греческий словарь > нейти

  • 46 оросить

    орошу, оросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. орошенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) ποτίζω• (κατά)βρέχω•

    дождь -ил землю η βροχή πότισε τη γη•

    оросить кровь наших защитников -ла землю το αίμα των υπερασπιστών μας πότισε τη γη•

    слёзы мальчика -ли его лицо τα δάκρυα του παιδιού κατάβρεξαν το πρόσωπο του•

    оросить слезами ποτιζωμε δάκρυα.

    2. αρδεύω•

    оросить поля ποτίζω τα χωράφια• -- степи αρδεύω τις στέπες.

    ποτίζομαι•

    лицо -лось слезами το πρόσωπο γέμισε δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > оросить

  • 47 прихлынуть

    -нет
    ρ.σ. ρέω ή χτυπώ ορμητικά•

    волны -ли на берег τα κύματα χτύπησαν ορμητικά στην ακτή•

    кровь -ла к голово το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι.

    || ξεχύνομαι, ορμώ•

    толпа -ла к дому το πλήθος όρμησε κατά το σπίτι.

    || μτφ. κυριεύω, καταλαβαίνω πληρώ, γεμίζω.

    Большой русско-греческий словарь > прихлынуть

  • 48 пролить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. пролил, пролила, пролило, προστκ. пролей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пролитый, βρ: пролит, пролита, пролито ρ.σ.
    1. μ. χύνω, εκχύνω•

    пролить вино на скатерть χύνω το κρασί στο τραπεζομάντηλο.

    2. περνώ, σταματώ (για βροχή)•

    -ил дождь πέρασε η βροχή.

    εκφρ.
    пролить кровь чью – χύνω το αίμα κάποιου (τραυματίζω, σκοτώνω κάποιον), пролить свет на что ρίχνω φως σε κάτι (φανερώνωκάτι που ως τώρα ήταν κρυφό, μυστικό).
    χύνομαι, εκχύνομαι. || ρίχνω•

    -лся ливной дождь έβρεξε ραγδαία, κρουνηδόν, ποταμηδόν, με το τσουβάλι, καταρρακτωδώς.

    || παλ. ρίχνω βροχή (για σύννεφο).

    Большой русско-греческий словарь > пролить

  • 49 прыснуть

    ρ.σ.
    1. ραντίζω, ραίνω• ψεκάζω•

    -лицо одеколоном ραντίζω το πρόσωπο με κο-λώνια.

    2. χύνομαι, εκρέω ορμητικά, απότομα•

    кровь -ла из раны αίμα πετάχτηκε από την πληγή.

    3. ορμώ, κινούμαι ορμητικά.
    4. ξεσπώ•, прыснуть со смеху ξεσπώ στα γέλια•

    так он и -ул! έτσι και ξέσπασε στα γέλια.

    Большой русско-греческий словарь > прыснуть

  • 50 пустить

    пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•

    пустить на волю αφήνω ελεύθερο•

    он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.

    2. επιτρέπω•

    я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•

    пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.

    || βγάζω στη βοσκή•

    пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.

    || παλ. στέλλω επιστολή.
    3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•

    пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•

    пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.

    || αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).
    με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•

    пустить в переработку επεξεργάζω•

    пустить в продажу βγάζω για πούλημα•

    пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•

    пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.

    || με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•

    пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•

    все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).

    4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•

    пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•

    пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•

    пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.

    5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•

    пустить слух διαδίδω φήμη•

    пустить сплетню κουτσομπολεύω.

    || λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    6. βγάζω, (ανα)φύω•

    пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•

    пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).

    7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.
    εκφρ.
    пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•
    пустить в оборот – βάζω σε χρήση.
    1. ξεκινώ, εκκινώ•

    пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•

    пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•

    пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.

    2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.
    3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пустить

  • 51 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

  • 52 разгореться

    -рюсь, -ришься ρ.σ.
    1. ανάβω, καίω καλά•

    костёр -лся η φωτιά άναψε καλά•

    сырые дрова насилу -лись τα χλωρά (υγρά) ξύλα με δυσκολία άναψαν.

    2. μτφ. κοκκινίζω•

    восток -лся η ανατολή κοκκίνισε•

    щёки от беготни -лись τα μάγουλα από το τρέξιμο κοκκίνισαν.

    3. μτφ. φλέγομαι, φλογίζομαι, ερεθίζομαι, ανάβω•

    сердце -лось η καρδιά φλογίστηκε•

    кровь -лась το αίμα άναψε.

    4. φουντώνω, δυναμώνω, γίνομαι σφοδρός, φορτσάρω•

    битва -лась η μάχη άναψε•

    страсти -лись τα πάθη άναψαν.

    εκφρ.
    глаза (и зубы) -лись – έτρεξαν τα σάλια (από μεγάλη επιθυμία).

    Большой русско-греческий словарь > разгореться

  • 53 разогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разогнанный, βρ: -нан, -а, -о
    1. διασκορπίζω, διώχνω, προγκίζω•

    разогнать птиц προγκίζω τα πτηνά.

    || διαλύω (για σύννεφα, ομίχλη κ.τ.τ.). || στέλλω προς διάφορες κατευθύνσεις. || αποπέμπω, απολύω•

    разогнать всех бюрократов διώχνω όλους τους γραφειοκράτες.

    2. διαλύω•

    царь -ал думу ο τσάρος διέλυσε τη Βουλή•

    разогнать демонстрантов διαλύω τους διαδηλωτές.

    3. μτφ. αποβάλλω•

    разогнать тоску διώχνω τη μελαγχολία.

    4. αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.
    5. μεγαλώνω, επιμηκύνω, μακραίνω•

    разогнать письмо на несколько страниц κάνω το γράμμα μακροσκελές.

    εκφρ.
    разогнать кровь, – τονώνω! την κυκλοφορία του αίματος.
    τρέχω με όλη την ταχύτητα.

    Большой русско-греческий словарь > разогнать

  • 54 разодрать

    -деру, -дершь, παρλθ. χρ. разодрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разодранный, βρ: -дран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατασχίζω• κατασπαράζω•

    волк -ал овцу ο λύκος κατασπάραξε το πρόβατο.

    2. χαλνώ, φθείρω•

    -сапоги σχίζω τις μπότες•

    разодрать платье σχίζω το φόρεμα.

    1. ξεσχίζομαι•

    платье -лось το φόρεμα ξεσχίστηκε.

    2. καβγαδίζω, τσακώνομαι στα γερά•

    они -лись в кровь τσακώθη-ώσπου ματώθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > разодрать

  • 55 расцарапать

    ρ.σ.μ. καταγρατσουνίζω.
    καταγρατσουνίζομαι. || αλληλογρατσουν ίζομαι•

    -лись в кровь γρατσουνίστηκαν μέχρι αίμα.

    Большой русско-греческий словарь > расцарапать

  • 56 ручей

    -чья α.
    1. ρυάκι. || ως επίρ. -ьм, -ьями ποτάμι, βρύση•

    кровь лилась -ьм το αίμα πήγαινε (έτρεχε) ποτάμι•

    слёзы текли -ьями τα δάκρυα πήγαιναν (έρρεαν) βρύση.

    2. (τεχ.) αυλακιά, αυλάκωση.

    Большой русско-греческий словарь > ручей

  • 57 свернуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω•

    свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.

    2. στρίβω, συστρέφω•

    свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.

    3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•

    свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.

    || καταργώ προσωρινά.
    4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.
    5. στρίβω, στρέφω, κόβω•

    свернуть налево κόβω αριστερά.

    6. μτφ. αλλάζω•

    свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    7. στρέφω•

    свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.

    || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•

    свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.

    8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•

    свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.

    9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•

    свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•

    свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.

    εκφρ.
    свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.
    1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•

    собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.

    2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•

    кровь -лась το αίμα έπηξε•

    молоко -лось το γάλα έκοψε.

    3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.
    4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.
    5. καταργούμαι προσωρινά.
    6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).
    7. στραβώνω από το χτύπημα.
    8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•

    пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.

    9. πεθαίνω (από αρρώστεια).
    10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > свернуть

  • 58 сдать

    ρ.σ.μ.
    1. παραδίνω•

    сдать вещи на хранение παραδίνω τα πράγματα για διαφύλαξη•

    сдать станок в отличном состоянии παραδίνω την εργατομηχανή σε άριστη κατάσταση•

    сдать дежурство παραδίνω την υπηρεσία. сдать позицию παραδίνωτη θέση•

    сдать оружие παραδίνω το όπλο•

    сдать город παραδίνω την πόλη.

    || δίνω•

    сдать кровь на анализ δίνω αίμα για εξέταση•

    сдать экзамены δίνω εξετάσεις•

    сдать землю в аренту νοικιάζω τη γη.

    2. επιστρέφω, γυρίζω•

    сдать книги в библиотеку δίνω πίσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    сдать сдачу δίνω τα ρέστα.

    3. μοιράζω, διανέμω (παιγνιόχαρτα).
    4. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω (ένταση, ρυθμό κ.τ.τ.)•.
    5. αδυνατίζω, ενδίδω, εξασθενίζω• γεράζω. || (για μηχανές) χαλώ, παθαίνω βλάβη.
    1. παραδίνομαι•

    крепость -лась το φρούριο (οχυρό) παραδόθηκε•

    армия -лась ο στρατός παραδόθηκε•

    сдать в плен παραδίνομαι αιχμάλωτος.

    2. ενδίδω, υποχωρώ (σε παρακλήσεις κ.τ.τ.),

    Большой русско-греческий словарь > сдать

  • 59 сосать

    сосу, сосёшь-ρ.δ.μ.
    1. βυζαίνω•

    ребнок сост молоко το βρέφος βυζαίνει γάλα.

    || γλείφω, πιπιλίζω•

    сосать конфету πιπιλίζω την καραμέλα.

    || μτφ. μυζώ, απομυζώ•

    сосать палец βυζαίνω το δάχτυλο.

    || ρουφώ•

    сосать чай ρουφώ το τσάι.

    || πίνω•

    пиявка сосёт кровь η βδέλλα πίνει (ρουφά) το αίμα.

    2. (για φυτά, ρίζες) εκμυζώ. || αποσπώ χρήματα επιτήδεια.
    3. κόβει η λόρδα, πονά το στομάχι από την πείνα, εξάντληση.
    4. μτφ. βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω•

    тоска сост сердце η θλίψη μου τρώει την καρδιά.

    1. βυζαίνω, θηλάζω.
    2. εκμυζούμαι• απομυζούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сосать

  • 60 сочить

    -чу, -чишь
    ρ.δ.μ. βγάζω• χύνω κατά σταγόνες• σταλάζω•

    сочить слзы χύνω δάκρυα•

    рана -чит кровь η πληγή ματώνει.

    στάζω, σταλάζω•

    с лица -ится пот από το πρόσωπο στάζει ιδρώτας•

    дерево -ится смолой το δέντρο βγάζει σταγόνες-σταγόνες ρετσίνι.

    Большой русско-греческий словарь > сочить

См. также в других словарях:

  • кровь — кровь/ …   Морфемно-орфографический словарь

  • КРОВЬ — жен. красная, жизненная жидкость, которая обращается в животном теле, в жилах, силою сердца. Кровь состоит из светлой, желтоватой пасоки и из крутой печенки; алая, жильная, артериальная кровь обращается в боевых жилах; черная, подкожная, венозная …   Толковый словарь Даля

  • КРОВЬ — КРОВЬ, жидкость, заполняющая артерии, вены и капиляры организма и состоящая из прозрачной бледножелтоват. цвета плаз мы и взвешенных в ней форменных элементов: красных кровяных телец, или эритроцитов, белых, или лейкоцитов, и кровяных бляшек, или …   Большая медицинская энциклопедия

  • Кровь — Кровь  внутренняя среда организма, образованная жидкой соединительной тканью. Состоит из плазмы и форменных элементов: клеток лейкоцитов и постклеточных структур (эритроцитов и тромбоцитов). Циркулирует по системе сосудов под действием силы… …   Википедия

  • кровь — сущ., ж., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? крови, чему? крови, (вижу) что? кровь, чем? кровью, о чём? о крови и на крови 1. Кровь это красная жидкость, которая движется по кровеносным сосудам в вашем теле и питает ваш организм… …   Толковый словарь Дмитриева

  • кровь — и, предлож. о крови, в крови; мн. род. кровей; ж. 1. Жидкость, которая движется по кровеносным сосудам организма и обеспечивает питание его клеток и обмен веществ в нём. Венозная к. Артериальная к. К. пошла из носа. Разбиться в к., до крови. К.… …   Энциклопедический словарь

  • Кровь+ — Сая яп. ブラッドプラス Blood+ (англ.) Жанр научная фантастика, драма, пс …   Википедия

  • кровь — (4) 1. Жидкость красного цвета в кровеносных сосудах живых существ: Чръна земля подъ копыты костьми была посѣяна, а кровію польяна. 17 18. Ты буи Рюриче и Давыде! Не ваю ли злачеными шеломы по крови плаваша? 29. Дружину твою, княже, птиць крилы… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • кровь — в жилах течет какая л.. кровь, перейти в плоть и кровь, портить кровь, проливать кровь, сердце обливается кровью... . Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. кровь деньги,… …   Словарь синонимов

  • КРОВЬ — КРОВЬ, крови, о крови, в крови, мн. крови, кровей, жен. 1. только ед. Жидкость красного цвета, циркулирующая в животном организме, доставляющая питательные вещества тканям и уносящая продукты распада их. Венозная кровь. Кровь течет из раны.… …   Толковый словарь Ушакова

  • КРОВЬ — КРОВЬ, и, о крови, в крови, жен. 1. У человека и позвоночных животных: обращающаяся в кровеносной системе красная жидкость (жидкая ткань), обеспечивающая питание и обмен веществ всех клеток. Искусственная к. (кровезаменитель). Сердце кровью… …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»