Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

крик

  • 1 крик

    крик м η φωνή, η κραυγή ◇ последний \крик моды η τελευταία λέξη της μόδας
    * * *
    м
    η φωνή, η κραυγή
    ••

    после́дний крик мо́ды — η τελευταία λέξη της μόδας

    Русско-греческий словарь > крик

  • 2 крик

    -а (-у) α.
    1. κραυγή•

    -и о помощи οι κραυγές για βοήθεια.

    || φωνή ηχηρή, ξεφωνητό. || κρωγμός• κραυγή ζώου.
    2. μτφ. ξέσπασμα αισθήματος•

    крик отчаяния κραυγή απελπισίας.

    3. φωνές, μαλώματα, βρισιές.
    εκφρ.
    последний крик моды – η τελευταία λέξη της μόδας.

    Большой русско-греческий словарь > крик

  • 3 крик

    [κρίκ] ουσ. α κραυγή, φωνή

    Русско-греческий новый словарь > крик

  • 4 крик

    [κρίκ] ουσ α κραυγή, φωνή

    Русско-эллинский словарь > крик

  • 5 исступленный

    исступл||енный
    прил ἐξαλλος, παράφορος, φρενιασμένος:
    \исступленныйенный крик ἡ δξαλλη κραυγή.

    Русско-новогреческий словарь > исступленный

  • 6 поднимать

    поднима||ть
    несов
    1. (с земли, с полу) σηκώνω, ἀνεγείρω, ἀνασηκώνω·
    2. (кверху) σηκώνω, ὑψώνω, ἀνεβάζω, ἀνυ-ψῶ; \поднимать ру́ку σηκώνω τό χέρι μου· \поднимать гла-за на кого-л. ρίχνω τό βλέμμα μου σέ κάποιον· \поднимать воротник σηκώνω τόν γιακά μου· \поднимать занавес театр. ἀνοίγω τήν αὐλαία θεάτρου· \поднимать флаг ὑψώνω τήν σημαία· \поднимать якорь σηκώνω τήν ἄγκυρα· \поднимать паруса мор. σηκώνω πανιά·
    3. (повышать, увеличивать) ἀνεβάζω, ὑψώνω, ἀνυψῶ:
    \поднимать цены ὑψώνω τίς τιμές· \поднимать хозяйство ἀνορθώνω τήν οἰκονομϊα· \поднимать производительность труда ἀνεβάζω τήν παραγωγικότητα τής δουλείας· ◊ \поднимать вопрос ἐγείρω ζήτημα· \поднимать восстание κάνω ἐπανάσταση, σηκώνω ἐπανάσταση· \поднимать тревогу χτυπώ συναγερμό· \поднимать всех на ноги σηκώνω ὀλους στό ποδάρί \поднимать крик βάζω τίς φωνές· \поднимать шум θορυβώ, κάνω θόρυβο· \поднимать пыль σηκώνω σκόνη· \поднимать» дух ἀνεβάζω τό ήθικό· \поднимать ру́ку на кого́-л. σηκώνω χέρι ἐνάντια σέ κάποιον \поднимать кого́-л. на смех κάνω κάποιον περίγελο, γελοιοποιώ· \поднимать ору́жие против кого́-л. σηκώνω (или παίρνω) τά ὀπλα ἐναντίον κάποιου, ἐπαναστατώ· \поднимать голос в защиту кого-л. συνηγορώ γιά κάποιον ·\поднимать целину́ с.-х. ξεχερσώνω, ἐκ-χερσῶ· \поднимать петли и а чулках πιάνω τόν πόντο κάλτσας.

    Русско-новогреческий словарь > поднимать

  • 7 раздирающий

    раздира́||ющий
    1. прич. от раздирать·
    2. прил σπαρακτικός:
    \раздирающийющий Душу крик ἡ σπαρακτική κραυγή.

    Русско-новогреческий словарь > раздирающий

  • 8 торжествующий

    торжеств||у́ющий
    1. прич. от торжествовать·
    2. прил (победный) θριαμβ(ευτ)ικός, πανηγυρικός:
    \торжествующийу́ющяй тон τό θριαμβικό ὕφος, τό πομπώδες δφος· \торжествующийу́ющий крик ἡ θριαμβική ἰαχή, ἡ κραυγή θριάμβου.

    Русско-новогреческий словарь > торжествующий

  • 9 дом

    -а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.
    1. σπίτι, οικία•

    каменный дом πέτρινο σπίτι•

    деревянный дом ζυλόσπιτο•

    жилой дом κατοικία•

    в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•

    многоквартирный дом πολυκατοικία•

    загородной -εξοχικό σπίτι.

    2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•

    выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.

    3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•

    весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•

    в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•

    богатый дом πλούσιο σπίτι•

    хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.

    4. δυναστεία, οίκος•

    дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.

    5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•

    дом культуры σπίτι πολιτισμού•

    дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•

    детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•

    дом пионеров σπίτι των πιονέρων•

    родильный μαιευτήριο•

    βλ. ανωτ. детский дом.
    6. κατάστημα•

    банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•

    торговый дом εμπορικός οίκος•

    исправительный дом σωφρονιστήριο•

    игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•

    питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.

    εκφρ.
    на дом – στο σπίτι•
    брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•
    на –у – στο σπίτι, οίκοι•
    работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•
    отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > дом

  • 10 душераздирающий

    επ.
    σπαραχτικός, σπαραξικάρδιος•

    -ая сцена σπαραξικάρδια σκηνή•

    крик σπαραχτική κραυγή.

    Большой русско-греческий словарь > душераздирающий

  • 11 испустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ. αναδίδω, εκπέμπω• βγάζω•

    испустить запах βγάζω μυρουδιά•

    испустить крик βγάζω κραυγή•

    она -ла вздох αυτή αναστέναζε (έβγαλεΐ αναστεναγμό)•

    испустить дух (ή последний вздох ή издыхание) εκπνέω, παραδίδω το πνεύμα, πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > испустить

  • 12 ишачий

    επ.
    γαιδουρίσιος• -ινός•

    ишачий крик γαϊδουρινή φωνή, γκάρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > ишачий

  • 13 кричать

    -чу, -чишь, μτχ. ενστ. кричащий
    ρ.δ.
    1. κραυγάζω, κράζω, φωνάζω, ξεφωνίζω• βοώ.
    2. μτφ. επιπλήττω μεγαλόφωνα, μαλώνω.
    3. (προσ)καλώ, φωνάζω.
    4. μιλώ δυνατά• γράφω•

    газеты -ли о войне οι εφημερίδες κραύγαζαν για τον πόλεμο•

    все -ат о её красоте όλοι μιλούν για την ομορφιά της.

    εκφρ.
    криком -; на крик кричать – ανακραυγάζω συνεχώς.

    Большой русско-греческий словарь > кричать

  • 14 надорванный

    επ. από μτχ.
    σπαρακτικός• συντριμμένος•

    надорванный крик σπαρακτική κραυγή.

    Большой русско-греческий словарь > надорванный

  • 15 отрывистый

    επ., βρ: -вист, -а, -о (δια)-κοφτός, διακεκομμένος•

    отрывистый голос, крик διακο-φτή φωνή, κραυγή•

    отрывистый свист διακοφτό σφύριγμα•

    отрывистый звук διακοφτός ήχος.

    Большой русско-греческий словарь > отрывистый

  • 16 петуший

    -ья, -ье
    επ.
    του κόκορα, του πετεινού•

    петуший хвост η ουρά του κόκορα•

    петуший гребень το λειρι του κόκορα•

    петуший крик αλεκτροφωνία•

    петуший бой τσάκωμα των κοκόριων, αλεκτρομαχία.

    Большой русско-греческий словарь > петуший

  • 17 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 18 призывный

    επ.
    της κλήσης, του καλέσματος προσκλητήριος, προσκαλών•

    призывный крик προσκλητήρια κραυγή (για βοήθεια).

    Большой русско-греческий словарь > призывный

  • 19 пронестись

    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω ταχύτατα, καλπάζοντας. || μτφ. περνώ•

    -елась мысль πέρασε η σκέψη.

    2. μτφ. περνώ, διαβαίνω, φεύγω•

    день -сся быстро η μέρα πέρασε γρήγορα•

    детство -лось τα παιδικά χρόνια πέρασαν.

    3. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•

    -сся слух διαδόθηκε η φήμη•

    -сся крик ακούστηκε κραυγή•

    -лась весть διαδόθηκε η είδηση.

    Большой русско-греческий словарь > пронестись

  • 20 протяжный

    επ.
    τραβηχτός• παρατεταμένος•

    протяжный голос τραβηχτή φωνή•

    протяжный крик παρατεταμένη κραυγή.

    Большой русско-греческий словарь > протяжный

См. также в других словарях:

  • крик — крик, а …   Русское словесное ударение

  • крик — крик, а и у …   Русский орфографический словарь

  • крик — крик/ …   Морфемно-орфографический словарь

  • Крик — Крик: В Викисловаре есть статья «крик» Крик (картина) (норв. Skrik …   Википедия

  • крик — сущ., м., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? крика и крику, чему? крику, (вижу) что? крик, чем? криком, о чём? о крике; мн. что? крики, (нет) чего? криков, чему? крикам, (вижу) что? крики, чем? криками, о чём? о криках 1. Криком называют… …   Толковый словарь Дмитриева

  • КРИК — КРИК, крика, муж. 1. Громкий, резкий звук голоса, громкое восклицание. Крики о помощи. «Грянули крики: Да здравствует власть пролетариата .» Сдфьв. 2. Упреки, нападки в повышенном тоне. Крик на служащих недопустим. 3. перен., чего. Выражение… …   Толковый словарь Ушакова

  • КРИК — кристаллография и кристаллохимия хим. КРИК Кольцо российских интернет колец http://www.a z.ru/​krik/​krik k.htm РФ КРИК Кричевский районный исполнительный комитет …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • крик — Вопль, блеяние, визжание, визг, вой, карканье, кваканье, клекот, кудахтанье, лай, мурлыканье, мычание, писк, пение, рев, ржание, рыканье, рычание. Ср. . См. шум... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М …   Словарь синонимов

  • Крик — Речь * Афоризм * Болтливость * Грамотность * Диалог * Клевета * Красноречие * Краткость * Крик * Критика * Лесть * Молчание * Мысль * Насмешка * Обещание * Острота * …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • крик — а ( у); м. 1. Громкий, напряжённый звук голоса; очень громкое восклицание. Возвысить голос до крика. К. о помощи. Испустить к. // Громкие звуки, издаваемые животными и птицами. К. прилетевших грачей. К. чаек за кормой. Прощальный к. журавлей. / О …   Энциклопедический словарь

  • Крик Ф. — Крик, Фрэнсис Francis Crick Открытие молекулярной структуры нуклеиновых кислот Дата рождения: 8 июня 1916 …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»