Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

когда+бы+то+ни+было

  • 1 когда

    επίρ. κ. σύνδ.
    1. επίρ. ερωτημ. πότε;•

    когда вы придёте ко мне? πότε θα έρθετε σε μένα;

    2. επίρ. χρον. πότε•

    не помню когда это было δε θυμάμαι πότε έγινε αυτό•

    неизвестно, когда άγνωστο πότε.

    3. κάποτε, ενίοτε•

    когда сыт, когда голоден πότε χορτάτος, πότε νηστικός•

    когда можно, когда нельзя κάποτε επιτρέπεται, κάποτε δεν επιτρέπεται.

    4. σύνδ. χρον. όταν•

    это было - ты был маленьким αυτό έγινε, όταν εσύ ήσουν μικρός.

    5. σύνδ. υποθ. αν, εάν•

    ах так, когда я тебе отомщу αν είναι έτσι, θα σε εκδικηθώ.

    εκφρ.
    есть -! – δεν ευκαιρώ!•
    когда бы ещё – κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)•
    когда бы ни – κάθε φορά που, όποτε και να• когда-когда ή когда-никогда κάποτε-κάποτε, αραιά και που•
    редко когда – πολύ αραιά, πολύ σπάνια.

    Большой русско-греческий словарь > когда

  • 2 больше

    больше
    1. прил (сравнит, ст. от большой) μεγαλύτερος;
    2. нареч (сравнит, ст. от много) περισσότερο[ν], πιό πολύ, πλέον:
    как можно \больше ὅσο τό δυνατό περισσότερο;
    3. нареч (в отриц. предлож.) ἀλλο, πιά, πλέον:
    \больше не могу́ δέν μπορῶ ἀλλο, δέν βαστῶ πιά; \больше чем когда бы то ни было περισσότερο ἀπό κάθε ἀλλη φορά; ◊ ни \больше ни меньше ὁὔτε λίγο ὁϋτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > больше

  • 3 больше

    1. συγκρ. β. του επ. большой, великий κ. του επιρ. много
    περισσότερος, μεγαλύτερος•

    этот велик, а тот еще больше αυτός είναι μεγάλος, αλλά εκείνος ακόμα πιο μεγάλος•

    больше внимание детям περισσότερη προσοχή στα παιδιά.

    2. παραπέρα, στο εξής, άλλο, πια•

    не пью водки άλλο (πια) δεν πίνω βότκα•

    не плачь больше μην κλαις άλλο•

    больше не буду άλλη φορά δε θα το ξανακάνω•

    больше чем когда бы то ни было περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

    εκφρ.
    не больше (и) не меньше как...βλ. εκφρ. στη λ. более• больше того; больше чем βλ. στη λ. более.

    Большой русско-греческий словарь > больше

  • 4 как

    как 1. (вопрос) πώς* как вы поживаете? πώς τα περνάτε; \как ваше имя?, \как вас зовут? πώς σας λένε; \как называется эта улица? πώς ονομάζεται αυτός ο δρόμος; \как пройти в (на)...? πώς, νά περάσω...; \как мне быть? τι να κάνω; 2. со юз όπως, σαν \как хотите όπως θέλετε \как в прошлый раз όπως την περασμένη φορά ◇ в то время \как ενώ, καθώς, εκεί που \как только μόλις с тех пор \как από τότε που \как бы то ни было όπως και να'ναι \как знать ποιος ξέρει \как будто σάμπως, σάματι(ς) \как раз ακριβώς, ίσα ίσα \как раз вовремя ακριβώς στην ώρα \как жаль! τι κρίμα! \как когда εξαρτάται,\как извест яо... όπως είναι γνωστό...
    * * *
    1.
    ( вопрос) πώς

    как вы пожива́ете? — πώς τα περνάτε

    как ва́ше и́мя?, как вас зову́т? — πώς σας λένε

    как называ́ется э́та у́лица? — πώς ονομάζεται αυτός.ο δρόμος

    как пройти́ в (на)...? — πώς νά περάσω...

    2. союз
    όπως, σαν

    как хоти́те — όπως θέλετε

    как в про́шлый раз — όπως την περασμένη φορά

    ••

    в то вре́мя как — ενώ, καθώς, εκεί που

    как то́лько — μόλις

    как бы то ни́ было — όπως και να' ναι

    как бу́дто — σάμπως, σάματι(ς)

    как раз — ακριβώς, ίσα ίσα

    как раз во́время — ακριβώς στην ώρα

    как когда́ — εξαρτάται

    как изве́стно... — όπως είναι γνωστό

    Русско-греческий словарь > как

  • 5 быть

    ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)
    1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•

    его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.

    2. εχω•

    у него был внук αυτός είχε εγγόνι.

    || βρίσκομαι•
    3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•

    я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•

    был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).

    4. γίνομαι•

    заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.

    5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•

    я был болен ήμουν άρρωστος.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).

    6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•

    город был взят η πόλη καταλήφθηκε.

    7. (μόριο μέλλοντα) θα•

    он будет читать αυτός θά διαβάζει,

    εκφρ.
    быть можетκ. может быть βλ. στη λ. мочь 1
    быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•
    быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•
    быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•
    так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•
    быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•
    быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•
    как -? – τι να γίνει;•
    будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•
    была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•
    что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.

    Большой русско-греческий словарь > быть

  • 6 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 7 бы

    бы
    (б) частица для образования со. слагательного наклонения
    1. (выражщ предположительную возможность, -0. желание, просьбу) ἐάν..., θά, ᾶς:
    он еде. лал бы, если бы мог αὐτός θά τό ίίκαμν-:
    ἐάν μποροῦσε; я бы охотно почитал θά τό διάβαζα μέ εὐχαρίστηση; ты бы посидел еще немного ἄς καθόσουνα ἀκόμη (ακόμα) λίγο;
    2. (при инфинитиве с дат. п.):
    отчего бы нам не пойти... καί γιατί νά μήν πἄμε...; не вам бы гово! ри́ть! νά τἄλεγε κανένας ἄλλος!; ◊ как бы ни ὁποίος καί ἄν, ὁποίος καί νά; ^ бы ни γιά νά μἡ; когда бы ни οποτε (κι ἄν); где бы ни ὅπου κι ἄν, ὅπου κι νά; как бы ни ὀπως καί ἄν, ὅπως καί να· как бы то ни́ было ὅπως καί νἄχει ^ πράγμα.

    Русско-новогреческий словарь > бы

  • 8 как

    как
    1. нареч вопр. πῶς, τίνι τρόπω:
    \как вы поживаете? πῶς είσθε; τί κάνετε; \как ἐτο случилось? πως συνέβη αὐτό;· \как э́то сделать? πῶς νά τό κάνω αὐτό;· \как вам кажется? πως σᾶς φαίνεται;· \как мне быть? τί νά κάνω· \как так? πως ἐτσι;·
    2. нареч воскл. πῶς, τί:
    \как он изменился! πῶς ἄλλαξε!·
    3. нареч относ. ὅπως, ὠς:
    я действовал, \как вы мне сказали ἐνήργησα ὀπως μοῦ είπατε·
    4. союз сравнит. ὀπως, σάν, καθώς, ὡσάν:
    белый \как снег ἄσπρος σάν τό χιόνι· такой же, \как прежде ὁ ίδιος, ὅπως καί πρίν советую вам э́то \как друг σᾶς τό συμβουλεύω σάν φίλος· \как..., так и... τόσο..., ὀσο...·
    5. союз временной μόλις, ὀταν, πού, εὐθύς ὡς (как только)! ἀπό τότε πού, ἀφ· ὀτου (с тех пор как):
    всякий раз \как κἀθε φορά πού· прошло два года, \как мы с yим познакомились πέρασαν δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνωριστήκαμε· между те́м \как, тогда \как ἐνῶ, τήν ὠρα πού·
    6. союз (выражает внезапность действия) разг ξαφνικά, ξάφνου, Εξαφνα:
    она (вдруг) \как закричит ξαφνικά ἀρχισε νά φωνάζει· дождь \как польет ἀρχισε ξάφνου μιά βροχή· ◊ \как когда разг ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· \как будто, \как бы σάμπως, φαίνεται σάν, σάν νἀ· задача !§та \как будто простая τό πρόβλημα αὐτό φαίνεται εὔκολο· \как раз ἀκριβῶς, ίσια ίσια· \как бы то ий было ὅπως καί νάχει τό ζήτημα, ὅτι καί νά συμβή· \как бы ни ὅσο καί νά· \как бы он ни старался... ὅσο καί νά προσπαθήσει...· \как бы не... μήπως καί..., μπας καί...· \как же! ἀσφαλώς!, βεβαίως!· \как же так? разг ἀπό ποῦ κι· ὡς ποῦ:· \как бы не так! καλέ τί μας λές!· \как знать? разг ποιος ξέρει;· \как попало ὅπως τύχει· делать что́-л. \как попало κάνω κάτι ὀπως τύχει· \как например ὅπως λόγου χάριν смотря \как... ἐξαρτᾶται πως...· \как известно ὅπως εἶναι γνωστό.

    Русско-новогреческий словарь > как

  • 9 какой

    αντων.
    1. (ερωτηματική) ποιος; τι;
    какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•

    -го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•

    -ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•

    к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•

    -ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;

    2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•

    какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.

    3. (αναφορ.) ποιος, τι•

    не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.

    || που, οποίος•

    таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.

    4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•

    он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).

    5. επιφ. τι•

    какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•

    какой добрый! τι καλός!•

    -ое несчастие! τι δυστυχία!

    εκφρ.
    какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•
    какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•
    хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•
    из -ихπαλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•
    ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•
    где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•
    когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•
    кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•
    какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•
    какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•
    какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•
    -им образом? – πως; με τι τρόπο;

    Большой русско-греческий словарь > какой

  • 10 тут

    επίρ.
    1. εδώ, ενταύθα, ενθάδε•

    вы ждите меня тут να με περιμένετε εδώ•

    он был тут αυτός ήταν εδώ•

    тут всё есть εδώ υπάρχουν όλα ή απ όλα.

    || αυτόν τον καιρό, τότε. || σε αυτή την περίπτωση.
    2. μόριο
    επιτακ. με τις αντωνυμίες: какой, где, когда, куда- δα, εδώ.
    εκφρ.
    тут же: – παρευθύς, αμέσως, την ίδια στιγμή•
    тут как тут – πάνω στην κουβέντα, όπου φωνή κι ο γάιδαρος• (да) и всё тут εδώ και τέλος, εδώ και τελειώνει οριστικά (κουβέντα, υπόθεση)•
    что тут и чего тутβλ. что там (λ. там)• не тут-то было δεν ήρθε βολικά ή δέξια, όπως νόμιζα ή υπολόγιζα.
    α. κ. тута
    θ.
    η μουριά, η συκαμινιά, μορέα.

    Большой русско-греческий словарь > тут

См. также в других словарях:

  • когда бы то ни было — когда бы то ни было …   Орфографический словарь-справочник

  • когда бы то ни было — когда/ бы то ни/ было (в любое время) …   Слитно. Раздельно. Через дефис.

  • когда бы то ни было — когд а бы то н и было …   Русский орфографический словарь

  • когда бы то ни было — (в любое время) …   Орфографический словарь русского языка

  • Когда деревья были большими — Жанр …   Википедия

  • когда́ — нареч. и союз. I. нареч. 1. вопросительное. В какое время? Надо будет поехать к ней. Когда? Да хоть послезавтра. Тургенев, Отцы и дети. Когда же собрание? спросил Семен. В пятницу днем. Бабаевский, Кавалер Золотой Звезды. || (с частицей „же“:… …   Малый академический словарь

  • когда — I. местоим. нареч. 1. В какое время? Пойдём в кино. Когда? Когда же собрание? // (в риторич. вопросе и восклиц. с частицей же). Употр. для выражения уверенности в противоположном ответе, выражения полной невозможности чего л.; разве. Когда же… …   Энциклопедический словарь

  • КОГДА — КОГДА, 1. Вопросит. наречие. В какое время? Когда ты придешь? Когда она умерла? || В риторическом вопросе, предполагающем ответ никогда . Когда же собака бегала от зайца? 2. относит. нареч. В какой, в какую, в какое, в какие (в зависимости от… …   Толковый словарь Ушакова

  • когда — диал. когды, када, кады, ковды, ст. слав. когда, къгда πότε (см. подробнее Дильс, Aksl. Gr. 93 и сл., 106, 123), болг. кога, коги, чеш. kehdy, др. польск. kiegdy, польск. kiedy. н. луж. kegdy (стар.). Наряду с этим; сербохорв. ка̀да ка̏д, словен …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Когда разводят мосты — Жанр киноповесть Режиссёр Виктор Соколов, С. Деревянский В главных ролях Владимир Емельянов Валентина Беляева …   Википедия

  • Когда не вышло у змея — Quand le Serpent Échoua Жанр: Научная фантастика Автор: Пьер Буль Год написания: 1970 год «Когда не вышло у змея»  …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»