-
21 количество
коли́честв||ос ἡ ποσότητα [-ης], τό ποσόν / ὁ ἀριθμός (число):переход \количествоа в качество филос. τό πέρασμα (или ἡ μετατροπή) τής ποσότητος σέ ποιότητα· большое \количество народа μεγάλο πλήθος. -
22 марка
ма́рк||аж1. (почтовая) τό γραμμα-τόσημο[ν]:гербовая \марка τό χαρτόσημο[ν]·2. (фабричная) τό σῆμα, ἡ μάρκα (εργοστασίου)·3. (денежная единица) τό μάρκο[ν]·4. (престиж, репутация) разг τό γόητρον, τό ὀνομα:держать \маркау διατηρώ τή φήμη·5. (сорт, качество) ἡ μάρκα, ἡ ποιότητα [-ης]:вино лучшей \маркаи κρασί πρώτης ποιότητας. -
23 переход
переходм1. (действие) прям., трен. τό πέρασμα:\переход через реку ὁ διάπλους ποταμοῦ· \переход количества в качество τό πέρασμα τής ποσότητας σέ ποιότητα·2. (место) ἡ δίοδος, τό πέρασμα:крытый \переход ἡ στοά·3. воен. ἡ πορεία:дневной \переход ἡ πορεία μιᾶς ήμέρας. -
24 quality of life
French\ \ qualité de vieGerman\ \ LebensqualitätDutch\ \ kwaliteit van levenItalian\ \ qualità della vitaSpanish\ \ calidad de vidaCatalan\ \ -Portuguese\ \ qualidade de vidaRomanian\ \ calitatea vieţiiDanish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ livskvalitetGreek\ \ ποιότητα ζωήςFinnish\ \ elämänlaatuHungarian\ \ -Turkish\ \ yaşam kalitesiEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ качество жизниUkrainian\ \ рівень життяSerbian\ \ квалитет животаIcelandic\ \ lífsgæðiEuskara\ \ bizi-kalitateaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ نوعية الحياةAfrikaans\ \ lewenskwaliteitChinese\ \ -Korean\ \ 생활의 질(QOL) -
25 количество
-а ουδ.ποσότητα, ποσό• αριθμός• πλήθος•количество воды ποσότητα νερού•
деньги в большом -е μεγάλο ποσό χρημάτων•
большое количество служащих μεγάλος αριθμός υπαλλήλων•
большое количество людей πλήθος ανθρώπων (λαού)•
количество переходит в качество (φιλοσ.) η ποσότητα περνά στην ποιότητα.
-
26 отвечать
ρ.δ.1. βλ. ответить.2. είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη, ευθύνομαι•отвечать за качество работы ευθύνομαι για την ποιότητα της εργασίας•
отвечать за себя είμαι υπεύθυνος για τον εαυτό μου (για τις πράξεις μου)•
дети за отца не -ют τα παιδιά δεν ευθύνονται για τον πατέρα.
3. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ•отвечать интересам народа ανταποκρίνομαι στα συμφέροντα του λαού•
отвечать современным требованиям ανταποκρίνομαι στις σύγχρονες απαιτήσεις•
отвечать вкусам είμαι σύμφωνος με τα γούστα.
-
27 улучшить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улучшенный, βρ: член, -а, -оρ.σ.μ. καλυτερεύω, βελτιώνω•улучшить работу καλυτερεύω την εργασία•
улучшить здоровье καλυτερεύω την υγεία-улучшить качество продукции καλυτερεύω την ποιότητα της παραγωγής.
καλυτερεύω, βελτιώνομαι•погода -лась ο καιρός καλυτέρευσε•
положение -лось η κατάσταση βελτιώθηκε.
-
28 установка
-и θ.1. εγκατάσταση• τοποθέτηση•установка котла τοποθέτηση του λέβητα•
установка машин εγκατάσταση μηχανών.
2. μηχανισμός, συσκευή•установка радиотелеграфная установка ραδιοτηλεγραφική συσκευή.
3. σκοπός-επιδίωξη•взять -у на качество продукции βάζω για σκοπό την ποιότητα των προϊόντων.
|| οδηγία, εντολή•центр дал новыеустановкаи для составления плана το κέντρο έδοσε νέες οδηγίες για την κατάρτιση του σχεδίου.
|| θέση, γνώμη.4. προσαρμογή οργανισμού. -
29 ухудшить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухудшенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.χειροτερεύω• επιδεινώνω•сырая погода -ла состояние больного ο υγρός καιρός επιδείνωσε την κατάσταση του ασθενή•
ухудшить качество продукции χειροτερεύω την ποιότητα των προίόντων.
επιδεινώνομαι• χειροτερεύω.
- 1
- 2